< Ἠσαΐας 42 >
1 Ιδού, ο δούλός μου, τον οποίον υπεστήριξα· ο εκλεκτός μου, εις τον οποίον η ψυχή μου ευηρεστήθη· έθεσα το πνεύμά μου επ' αυτόν· θέλει εξαγγείλει κρίσιν εις τα έθνη.
Jacob mon serviteur, je te protègerai; Israël est mon élu, mon âme l'a agréé; j'ai répandu sur lui mon esprit, et il révèlera mon jugement aux nations.
2 Δεν θέλει φωνάξει ουδέ θέλει ανακράξει ουδέ θέλει κάμει την φωνήν αυτού να ακουσθή εν ταις οδοίς.
Il ne criera pas, il ne faiblira pas; sa voix au dehors ne sera pas entendue.
3 Κάλαμον συντεθλασμένον δεν θέλει συντρίψει και λινάριον καπνίζον δεν θέλει σβύσει· θέλει εκφέρει κρίσιν εν αληθεία.
Il ne broiera pas le roseau déjà brisé; il n'éteindra pas la mèche qui fume encore; mais il révèlera le jugement selon la vérité.
4 Δεν θέλει εκλίπει ουδέ θέλει μικροψυχήσει, εωσού βάλη κρίσιν εν τη γή· και αι νήσοι θέλουσι προσμένει τον νόμον αυτού.
Il brillera et ne sera point détruit jusqu'à ce qu'il ait placé le jugement sur la terre, et les Gentils mettront leur espérance en son nom.
5 Ούτω λέγει ο Θεός ο Κύριος, ο ποιήσας τους ουρανούς και εκτείνας αυτούς· ο στερεώσας την γην και τα γεννώμενα εξ αυτής· ο διδούς πνοήν εις τον λαόν τον επ' αυτής και πνεύμα εις τους περιπατούντας επ' αυτής·
Ainsi dit le Seigneur Dieu, qui a créé le ciel et l'a tendu, qui a affermi la terre et tout ce qu'elle contient, qui a donné le souffle au peuple qui l'habite, et la vie à ceux qui y marchent.
6 Εγώ ο Κύριος σε εκάλεσα εν δικαιοσύνη, και θέλω κρατεί την χείρα σου και θέλω σε φυλάττει και θέλω σε καταστήσει διαθήκην του λαού, φως των εθνών·
Moi, le Seigneur Dieu, je t'ai appelé avec justice, et je te prendrai par la main, et je te fortifierai, et je t'ai donné d'être l'alliance du genre humain et la lumière des nations;
7 διά να ανοίξης τους οφθαλμούς των τυφλών, να εκβάλης τους δεσμίους εκ των δεσμών, τους καθημένους εν σκότει εκ του οίκου της φυλακής.
D'ouvrir les yeux aux aveugles, de tirer de la prison les captifs enchaînés et assis dans les ténèbres.
8 Εγώ είμαι ο Κύριος· τούτο είναι το όνομά μου· και δεν θέλω δώσει την δόξαν μου εις άλλον ουδέ την αίνεσίν μου εις τα γλυπτά.
Je suis le Seigneur Dieu, c'est mon nom; je ne donnerai pas ma gloire à un autre, ni mes vertus à des idoles d'argile.
9 Ιδού, ήλθον τα απ' αρχής· και εγώ αναγγέλλω νέα πράγματα· πριν εκφύωσι, λαλώ περί αυτών εις εσάς.
Voilà que les choses du commencement sont venues, comme viendront les choses nouvelles que je vous annonce, et qui, avant que je les annonce, vous ont été prédites.
10 Ψάλλετε εις τον Κύριον άσμα νέον, την δόξαν αυτού εκ των άκρων της γης, σεις οι καταβαίνοντες εις την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτή· αι νήσοι και οι κατοικούντες αυτάς.
Chantez au Seigneur un cantique nouveau, vous qui êtes son royaume; glorifiez son nom des extrémités de la terre, ô vous qui descendez sur la mer pour y naviguer; et vous, îles, et vous qui les habitez!
11 Η έρημος και αι πόλεις αυτής ας υψώσωσι φωνήν, αι κώμαι τας οποίας κατοικεί ο Κηδάρ· ας ψάλλωσιν οι κάτοικοι της Σελά, ας αλαλάζωσιν εκ των κορυφών των ορέων.
Désert, réjouis-toi; que tes bourgs se réjouissent et tes hameaux, et le peuple de Cédar; et ceux qui habitent parmi les rochers pousseront des cris de joie.
12 Ας δώσωσι δόξαν εις τον Κύριον και ας αναγγείλωσι την αίνεσιν αυτού εν ταις νήσοις.
Ils rendront gloire à Dieu; ils feront connaître aux îles ses vertus.
13 Ο Κύριος θέλει εξέλθει ως ισχυρός· θέλει διεγείρει ζήλον ως πολεμιστής· θέλει φωνάξει, μάλιστα θέλει βρυχήσει, θέλει υπερισχύσει κατά των πολεμίων αυτού.
Le Seigneur Dieu des armées s'avancera; il brisera tout à la guerre; il excitera son zèle; il criera avec force contre ses ennemis.
14 Από πολλού εσιώπησα· θέλω μείνει ήσυχος; θέλω κρατήσει εμαυτόν; τώρα θέλω φωνάξει ως η τίκτουσα· θέλω καταστρέψει και καταπίει ομού.
J'ai gardé le silence; mais est-ce que je me tairai et me contiendrai toujours? J'ai souffert avec patience comme une femme qui enfante; je vais tout frapper de stupeur; je vais tout flétrir.
15 Θέλω ερημώσει όρη και λόφους και καταξηράνει πάντα τον χόρτον αυτών· και θέλω καταστήσει τους ποταμούς νήσους και τας λίμνας θέλω ξηράνει.
Je rendrai désertes les montagnes et les collines; j'y sècherai l'herbe; je changerai les fleuves en îles; je mettrai à sec les étangs.
16 Και θέλω φέρει τους τυφλούς δι' οδού την οποίαν δεν ήξευρον, θέλω οδηγήσει αυτούς εις τρίβους τας οποίας δεν εγνώριζον· το σκότος θέλω κάμει φως έμπροσθεν αυτών και τα σκολιά ευθέα. Ταύτα τα πράγματα θέλω κάμει εις αυτούς και δεν θέλω εγκαταλείψει αυτούς.
Je conduirai les aveugles par une voie qu'ils ne connaissaient point; je leur ferai fouler des sentiers inconnus; je ferai que devant eux les ténèbres soient lumière et que les voies tortueuses deviennent droites. Voilà ce que j'accomplirai en leur faveur, et je ne les abandonnerai point.
17 Εστράφησαν εις τα οπίσω, κατησχύνθησαν οι θαρρούντες επί τα γλυπτά, οι λέγοντες προς τα χωνευτά, σεις είσθε οι θεοί ημών.
Mais arrière ceux qui se sont détournés de moi! Soyez confondus, vous qui mettez votre confiance en des idoles d'argile et qui dites à des statues de fonte: Vous êtes nos dieux.
18 Ακούσατε, κωφοί· και ανοίξατε τους οφθαλμούς σας, τυφλοί, διά να ίδητε.
Sourds, écoutez; aveugles, levez les yeux pour voir.
19 Τις τυφλός, παρά ο δούλός μου; ή κωφός, παρά ο μηνυτής μου, τον οποίον απέστειλα; τις τυφλός, παρά ο τέλειος; και τις τυφλός, παρά ο δούλος του Κυρίου;
Et qui est aveugle, sinon mes serviteurs? Qui est sourd, sinon ceux qui les gouvernent? Oui, les serviteurs de Dieu sont devenus aveugles.
20 Βλέπεις πολλά αλλά δεν παρατηρείς· ανοίγεις τα ώτα αλλά δεν ακούεις.
Vous avez vu tant de fois, et vous n'y avez pas pris garde; vos oreilles étaient ouvertes, et vous n'avez pas entendu.
21 Ο Κύριος ευνόησε προς αυτόν ένεκεν της δικαιοσύνης αυτού· θέλει μεγαλύνει τον νόμον αυτού και καταστήσει έντιμον.
Le Seigneur a pris conseil, afin qu'on reconnût sa justice et qu'on publiât sa louange.
22 Πλην αυτός είναι λαός διηρπαγμένος και γεγυμνωμένος· είναι πάντες πεπαγιδευμένοι εν σπηλαίοις και κεκρυμμένοι εν ταις φυλακαίς· είναι λάφυρον και δεν υπάρχει ο λυτρόνων· διάρπαγμα, και ουδείς ο λέγων, Επίστρεψον αυτό.
Et j'ai vu, et le peuple était pillé et dispersé. Le filet était tendu dans les retraites, dans les demeures, partout où ils se cachaient; et on les saisissait comme un butin, et nul n'était là pour arracher cette proie, nul n'était là pour dire: Rends-la-moi.
23 Τις από σας θέλει δώσει ακρόασιν εις τούτο; θέλει προσέξει και ακούσει εις το μετά ταύτα;
Qui de vous recueillera ces choses en ses oreilles? écoutez l'avenir.
24 Τις παρέδωκε τον Ιακώβ εις διαρπαγήν και τον Ισραήλ εις λεηλατιστάς; ουχί ο Κύριος, αυτός εις τον οποίον ημαρτήσαμεν; διότι δεν ηθέλησαν να περιπατήσωσιν εν ταις οδοίς αυτού ουδέ υπήκουσαν εις τον νόμον αυτού.
Qui a livré comme une proie Jacob et Israël à ceux qui l'ont pris? n'est-ce point Dieu, contre qui ils ont péché, refusant de marcher dans sa voie et d'obéir à ses commandements?
25 Διά τούτο εξέχεεν επ' αυτόν την σφοδρότητα της οργής αυτού και την ορμήν του πολέμου· και συνέφλεξεν αυτόν πανταχόθεν αλλ' αυτός δεν ενόησε· και έκαυσεν αυτόν αλλ' αυτός δεν έβαλε τούτο εν τη καρδία αυτού.
Et il a fait éclater contre eux les transports de sa fureur; et la guerre a prévalu sur eux; et ils ont entouré de flammes; et ils ne l'ont pas compris, et ils n'y ont pas arrêté leur âme.