< Ἰεζεκιήλ 16 >
1 Και έγεινε λόγος Κυρίου προς εμέ, λέγων,
LA parola del Signore mi fu ancora [indirizzata], dicendo:
2 Υιέ ανθρώπου, κάμε την Ιερουσαλήμ να γνωρίση τα βδελύγματα αυτής,
Figliuol d'uomo, dichiara a Gerusalemme le sue abbominazioni, e di':
3 και ειπέ, Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός προς την Ιερουσαλήμ· Η ρίζα σου και η γέννησίς σου είναι εκ της γης των Χαναναίων· ο πατήρ σου Αμορραίος και η μήτηρ σου Χετταία.
Così ha detto il Signore Iddio a Gerusalemme: La tua origine, e la tua nazione [è] dal paese de' Cananei; tuo padre [era] Amorreo, e tua madre Hittea.
4 Εις δε την γέννησίν σου, καθ' ην ημέραν εγεννήθης, ο ομφαλός σου δεν εκόπη και εν ύδατι δεν ελούσθης, διά να καθαρισθής, και με άλας δεν ηλατίσθης και εν σπαργάνοις δεν εσπαργανώθης.
E quant'è al tuo nascimento, nel giorno che tu nascesti, il bellico non ti fu tagliato, e non fosti lavata con acqua, per esser nettata; non fosti punto fregata con sale, nè fasciata di fasce.
5 Οφθαλμός δεν σε εφείσθη, διά να κάμη εις σε τι εκ τούτων, ώστε να σε σπλαγχνισθή· αλλ' ήσο απερριμμένη εις το πρόσωπον της πεδιάδος, εν τη αποστροφή της ψυχής σου, καθ' ην ημέραν εγεννήθης.
L'occhio [d'alcuno] non ebbe pietà di te, per farti alcuna di queste cose, avendo compassione di te; anzi tu fosti gettata sopra la faccia della campagna, per lo sdegno in che altri avea la tua persona, nel giorno che tu nascesti.
6 Και ότε διέβην από πλησίον σου και σε είδον κυλιομένην εν τω αίματί σου, είπα προς σε ευρισκομένην εν τω αίματί σου, Ζήθι· ναι, είπα προς σε ευρισκομένην εν τω αίματί σου, Ζήθι.
Ed io passai presso di te, e ti vidi che tu giacevi nel tuo sangue; e ti dissi: Vivi nel tuo sangue; e da capo ti dissi: Vivi nel tuo sangue.
7 Και σε έκαμον μυριοπλάσιον, ως την χλόην του αγρού, και ηυξήνθης και εμεγαλύνθης και έφθασας εις το άκρον της ώραιότητος· οι μαστοί σου εμορφώθησαν και αι τρίχες σου ανεφύησαν· ήσο όμως γυμνή και ασκέπαστος.
Io ti feci crescere a decine di migliaia, come i germogli della campagna; e tu moltiplicasti, e divenisti grande, e pervenisti a somma bellezza; le poppe [ti] si formarono, e i capelli ti crebbero; ma tu [eri] ignuda, e scoperta.
8 Και ότε διέβην από πλησίον σου και σε είδον, ιδού, η ηλικία σου ήτο ηλικία έρωτος· και απλώσας το κράσπεδόν μου επί σε, εσκέπασα την ασχημοσύνην σου· και ώμοσα προς σε και εισήλθον εις συνθήκην μετά σου, λέγει Κύριος ο Θεός, και έγεινες εμού.
Ed io passai presso di te, e ti vidi; ed ecco, la tua età [era] età di amori; ed io stesi il lembo della mia vesta sopra te, e ricopersi la tua nudità; e ti giurai, ed entrai teco in patto, dice il Signore Iddio; e tu divenisti mia.
9 Και σε έλουσα εν ύδατι και απέπλυνα το αίμα σου από σου και σε έχρισα εν ελαίω.
Ed io ti lavai con acqua, e tuffandoti [nell'acqua, ti tolsi] il tuo sangue d'addosso, e ti unsi con olio.
10 Και σε ενέδυσα κεντητά και σε υπέδησα με σανδάλια υακίνθινα και σε περιέζωσα με βύσσον και σε εφόρεσα μεταξωτά.
E ti vestii di ricami, e ti calzai [di pelle] di tasso, e ti cinsi di fin lino, e ti copersi di seta;
11 Και σε εστόλισα με στολίδια και περιέθεσα εις τας χείρας σου βραχιόλια και περιδέραιον επί τον τράχηλόν σου.
e ti adornai di ornamenti, e ti misi delle maniglie nelle mani, ed un collare al collo.
12 Και έβαλον έρρινα εις τους μυκτήράς σου και ενώτια εις τα ώτα σου και στέφανον δόξης επί την κεφαλήν σου.
Ti misi eziandio un monile in sul naso, e degli orecchini agli orecchi, ed una corona di gloria in capo.
13 Και εστολίσθης με χρυσίον και αργύριον, και τα ιμάτιά σου ήσαν βύσσινα και μεταξωτά και κεντητά· σεμίδαλιν και μέλι και έλαιον έτρωγες· και έγεινες ώραία σφόδρα και ευημέρησας μέχρι βασιλείας.
Così fosti adorna d'oro e d'argento; e il tuo vestire [fu] fin lino, e seta, e ricami; tu mangiasti fior di farina, e miele, ed olio; e divenisti sommamente bella, e prosperasti fino a regnare.
14 Και εξήλθεν η φήμη σου μεταξύ των εθνών διά το κάλλος σου· διότι ήτο τέλειον διά του στολισμού μου, τον οποίον έθεσα επί σε, λέγει Κύριος ο Θεός.
E la fama di te si sparse fra le genti, per la tua bellezza; perciocchè [era] compiuta, per la mia gloria, che io avea messa in te, dice il Signore Iddio.
15 Συ όμως εθαρρεύθης εις το κάλλος σου, και επορνεύθης διά την φήμην σου και εξέχεας την πορνείαν σου εις πάντα διαβάτην, γινομένη αυτού.
Ma tu ti sei confidata nella tua bellezza, ed hai fornicato per la tua fama; ed hai sparse le tue fornicazioni ad ogni passante; in lui era di far [ciò che gli piaceva].
16 Και έλαβες εκ των ιματίων σου και εστόλισας τους υψηλούς σου τόπους με ποικίλα χρώματα και εξεπορνεύθης απ' αυτών· τοιαύτα δεν έγειναν ουδέ θέλουσι γείνει.
Ed hai presi de' tuoi vestimenti, e te ne hai fatti degli alti luoghi variati, ed hai fornicato sopra essi; [cose] le cui simili non avverranno, e non saranno [giammai più].
17 Και έλαβες τα σκεύη της λαμπρότητός σου, τα εκ του χρυσίου μου και τα εκ του αργυρίου μου, τα οποία έδωκα εις σε, και έκαμες εις σεαυτήν εικόνας αρσενικάς και εξεπορνεύθης με αυτάς·
Ed hai presi gli ornamenti della tua gloria, [fatti] del mio oro, e del mio argento, che io ti avea dato, e te [ne] hai fatte delle immagini di maschi, ed hai fornicato con esse.
18 και έλαβες τα κεντητά σου ιμάτια και εσκέπασας αυτάς· και έθεσας έμπροσθεν αυτών το έλαιόν μου και το θυμίαμά μου.
Tu hai eziandio presi i vestimenti de' tuoi ricami, ed hai coperte quelle [con essi]; ed hai loro presentato il mio olio, ed il mio profumo.
19 Και τον άρτον μου, τον οποίον έδωκα εις σε, την σεμίδαλιν και το έλαιον και το μέλι, με τα οποία σε έτρεφον, έθεσας και ταύτα έμπροσθεν αυτών εις οσμήν ευωδίας· ούτως έγεινε, λέγει Κύριος ο Θεός.
Parimente hai loro presentato, in odor soave, il mio pane, che io ti avea dato; e il fior della farina, e l'olio, e il miele, [con che] io ti cibava; e [ciò] è stato, dice il Signore Iddio.
20 Και έλαβες τους υιούς σου και τας θυγατέρας σου, τας οποίας εγέννησας εις εμέ, και ταύτα εθυσίασας εις αυτάς, διά να αναλωθώσιν εν τω πυρί· μικρόν έργον των πορνεύσεών σου ήτο τούτο,
Oltre a ciò, tu hai presi i tuoi figliuoli, e le tue figliuole, che tu mi avevi partoriti, e li hai sacrificati a quelle per essere consumati. [Era] egli poca cosa delle tue fornicazioni,
21 ότι έσφαξας τα τέκνα μου και παρέδωκας αυτά διά να διαβιβάσωσιν αυτά διά του πυρός εις τιμήν αυτών;
che tu abbi ancora scannati i miei figliuoli, e li abbi dati a quelle, facendoli passare [per lo fuoco?]
22 Και εν πάσι τοις βδελύγμασί σου και ταις πορνείαις σου δεν ενεθυμήθης ταις ημέρας της νεότητός σου, ότε ήσο γυμνή και ασκέπαστος, κυλιομένη εν τω αίματί σου.
E con tutte le tue abbominazioni e fornicazioni, tu non ti sei ricordata del tempo della tua fanciullezza, quando eri ignuda, e scoperta, [e] giacevi nel tuo sangue.
23 Και μετά πάσας τας κακίας σου, Ουαί, ουαί εις σε, λέγει Κύριος ο Θεός,
Ora, dopo tutta la tua malvagità (guai, guai a te! dice il Signore Iddio),
24 έκτισας και εις σεαυτήν οίκημα πορνικόν και έκαμες εις σεαυτήν πορνοστάσιον εν πάση πλατεία.
tu hai eziandio edificato un bordello, e ti hai fatto un alto luogo in ogni piazza publica.
25 Εις πάσαν αρχήν οδού ωκοδόμησας το πορνοστάσιόν σου και έκαμες το κάλλος σου βδελυκτόν και ήνοιξας τους πόδας σου εις πάντα διαβάτην, και επλήθυνας την πορνείαν σου.
In ogni capo di strada, tu hai edificato un tuo alto luogo, ed hai renduta abbominevole la tua bellezza, ed hai allargate le gambe ad ogni passante, ed hai moltiplicate le tue fornicazioni.
26 Και εξεπορνεύθης με τους Αιγυπτίους τους πλησιοχώρους σου, τους μεγαλοσάρκους· και επολλαπλασίασας την πορνείαν σου, διά να με παροργίσης.
Ed hai fornicato co' figliuoli di Egitto, tuoi vicini, molto membruti; ed hai moltiplicate le tue fornicazioni, per dispettarmi.
27 Ιδού λοιπόν, εξήπλωσα την χείρα μου επί σε, και αφήρεσα τα νενομισμένα σου, και σε παρέδωκα εις την θέλησιν εκείνων αίτινες σε εμίσουν, των θυγατέρων των Φιλισταίων, αίτινες εντρέπονται διά την οδόν σου την αισχράν.
Laonde, ecco, io ho stesa la mia mano sopra te, ed ho diminuita la tua provvisione ordinaria, e ti ho abbandonata alla voglia delle figliuole dei Filistei, che ti hanno in ogio, [ed] hanno vergogna del tuo scellerato procedere.
28 Και εξεπορνεύθης με τους Ασσυρίους, διότι ήσο άπληστος· ναι, εξεπορνεύθης με αυτούς και έτι δεν εχορτάσθης.
Tu hai eziandio fornicato co' figliuoli di Assur; perciocchè non eri ancor sazia; tu hai fornicato con loro, e pure ancora non ti sei saziata.
29 Και επολλαπλασίασας την πορνείαν σου εν γη Χαναάν μέχρι των Χαλδαίων· και ουδέ ούτως εχορτάσθης.
Ed hai moltiplicate le tue fornicazioni nel paese di Canaan, fino in Caldea; e pure ancora, con [tutto] ciò, non ti sei saziata.
30 Πόσον διεφθάρη η καρδία σου, λέγει Κύριος ο Θεός, επειδή πράττεις πάντα ταύτα, έργα της πλέον αναισχύντου πόρνης.
Quant'[è stato] il tuo cuor fiacco, dice il Signore Iddio, facendo tutte queste cose, [che sono] opere d'una baldanzosa meretrice!
31 Διότι έκτισας το πορνικόν οίκημά σου εν τη αρχή πάσης οδού, και έκαμες το πορνοστάσιόν σου εν πάση πλατεία· και δεν εστάθης ως πόρνη, καθότι κατεφρόνησας μίσθωμα,
edificando il tuo bordello in capo d'ogni strada, e facendo i tuoi alti luoghi in ogni piazza pubblica. Or tu non sei stata come le altre meretrici, in quanto tu hai sprezzato il guadagno,
32 αλλ' ως γυνή μοιχαλίς, αντί του ανδρός αυτής δεχομένη ξένους.
o donna adultera, [che] ricevi gli stranieri in luogo del tuo marito!
33 Εις πάσας τας πόρνας δίδουσι μίσθωμα· αλλά συ τα μισθώματά σου δίδεις εις πάντας τους εραστάς σου και διαφθείρεις αυτούς, διά να εισέρχωνται προς σε πανταχόθεν επί τη πορνεία σου.
Ei si dà premio a tutte le [altre] meretrici; ma tu hai dati i premii a tutti i tuoi amanti, ed hai loro fatti de' presenti; acciocchè venissero a te d'ogn'intorno, per le tue fornicazioni.
34 Και γίνεται εις σε το ανάπαλιν των άλλων γυναικών εν ταις πορνείαις σου· διότι δεν σε ακολουθεί ουδείς διά να πράξη πορνείαν· καθότι συ δίδεις μίσθωμα και μίσθωμα δεν δίδεται εις σε, κατά τούτο γίνεται εις σε το ανάπαλιν.
Ed è avvenuto in te, nelle tue fornicazioni, tutto il contrario delle [altre] donne; in quanto niuno ti è stato dietro, per fornicare; ed anche in quanto tu hai dato premio, e premio non è stato dato a te; [e così] sei stata al contrario [delle altre].
35 Διά τούτο, άκουσον, πόρνη, τον λόγον του Κυρίου·
Perciò, o meretrice, ascolta la parola del Signore.
36 ούτω λέγει Κύριος ο Θεός· Επειδή εξέχεας τον χαλκόν σου, και η γύμνωσίς σου εξεσκεπάσθη εν ταις πορνείαις σου προς τους εραστάς σου και προς πάντα τα είδωλα των βδελυγμάτων σου, και διά το αίμα των τέκνων σου, τα οποία προσέφερες εις αυτά·
Così ha detto il Signore Iddio: Perciocchè le tue lordure sono state sparse; e che, nelle tue fornicazioni, la tua nudità è stata scoperta a' tuoi amanti, e a tutti gl'idoli delle tue abbominazioni; ed anche, per cagion del sangue de' tuoi figliuoli, che tu hai dati a quelli;
37 διά τούτο ιδού, εγώ συνάγω πάντας τους εραστάς σου, μεθ' ων κατετρύφησας, και πάντας όσους ηγάπησας, μετά πάντων των μισηθέντων υπό σού· και θέλω συνάξει αυτούς επί σε πανταχόθεν και θέλω αποκαλύψει την αισχύνην σου εις αυτούς, και θέλουσιν ιδεί όλην την γύμνωσίν σου.
perciò, ecco, io adunerò tutti i tuoi amanti, co' quali hai presi i tuoi diletti; e tutti quelli che tu hai amati, insieme con tutti quelli che hai avuti in odio; e li raccoglierò d'ogn'intorno contro a te, e scoprirò loro la tua nudità, ed essi vedranno tutte le tue vergogne.
38 Και θέλω σε κρίνει κατά την κρίσιν των μοιχαλίδων και εκχεουσών αίμα· και θέλω σε παραδώσει εις αίμα μετ' οργής και ζηλοτυπίας.
E ti giudicherò de' giudicii delle adultere, e di quelle che spandono il sangue, e ti punirò di pena capitale, in ira, e in gelosia.
39 Και θέλω σε παραδώσει εις την χείρα αυτών· και θέλουσι κατασκάψει το πορνικόν οίκημά σου και κατεδαφίσει τους υψηλούς τόπους σου θέλουσιν ότι σε εκδύσει τα ιμάτιά σου και αφαιρέσει τους στολισμούς της λαμπρότητός σου και θέλουσι σε αφήσει γυμνήν και ασκέπαστον.
E ti darò nelle lor mani, ed essi disfaranno il tuo bordello, e distruggeranno i tuoi alti luoghi, e ti spoglieranno de' tuoi vestimenti, e ne porteranno via gli ornamenti della tua gloria, e ti lasceranno ignuda e scoperta;
40 Και θέλουσι φέρει επί σε όχλους, οίτινες θέλουσι σε λιθοβολήσει με λίθους και σε διαπεράσει με τα ξίφη αυτών.
e faranno venir contro a te una gran raunanza [di gente], e ti lapideranno con pietre, e ti trafiggeranno con le loro spade;
41 Και θέλουσι κατακαύσει εν πυρί τας οικίας σου, και θέλουσιν εκτελέσει επί σε κρίσεις ενώπιον πολλών γυναικών· και θέλω σε κάμει να παύσης από της πορνείας, και δεν θέλεις δίδει του λοιπού μίσθωμα.
ed arderanno le tue case col fuoco, ed eseguiranno giudicii sopra te, nel cospetto di molte donne; ed io ti farò rimanere di fornicare, ed anche non darai più premii di fornicazione.
42 Και θέλω αναπαύσει τον θυμόν μου επί σε, και η ζηλοτυπία μου θέλει σηκωθή από σου, και θέλω ησυχάσει και δεν θέλω οργισθή πλέον.
Ed io acqueterò la mia ira sopra te, e la mia gelosia si rimoverà da te, ed io mi poserò, e non mi adirerò più.
43 Επειδή δεν ενεθυμήθης τας ημέρας της νεότητός σου, αλλά με παρώξυνας εν πάσι τούτοις, διά τούτο ιδού, και εγώ θέλω ανταποδώσει τας οδούς σου επί της κεφαλής σου, λέγει Κύριος ο Θεός· και δεν θέλεις κάμει κατά την ασέβειαν ταύτην επί πάσι τοις βδελύγμασί σου.
Perciocchè tu non ti sei ricordata dei giorni della tua fanciullezza, e mi hai provocato ad ira con tutte queste cose; ecco, io altresì ti renderò il tuo procedere in sul capo, dice il Signore Iddio. Ed anche, con tutte queste abbominazioni, tu non hai commessa scelleratezza.
44 Ιδού, πας ο παροιμιαζόμενος θέλει παροιμιασθή κατά σου, λέγων, κατά την μητέρα η θυγάτηρ αυτής.
Ecco, tutti quelli che usano di proverbiare proverbieranno di te, dicendo: Qual [fu] la madre, [tale è] la sua figliuola.
45 Συ είσαι η θυγάτηρ της μητρός σου, της αποβαλούσης τον άνδρα αυτής και τα τέκνα αυτής· και είσαι η αδελφή των αδελφών σου, αίτινες απέβαλον τους άνδρας αυτών και τα τέκνα αυτών· η μήτηρ σας ήτο Χετταία και ο πατήρ σας Αμορραίος.
Tu [sei] figliuola di tua madre, che ebbe a sdegno il suo marito, ed i suoi figliuoli; e [sei] sorella delle tue sorelle, che hanno avuti a sdegno i lor mariti, e i lor figliuoli; la madre vostra [fu] Hittea, e il vostro padre Amorreo.
46 Και η αδελφή σου η πρεσβυτέρα είναι η Σαμάρεια, αυτή και αι θυγατέρες αυτής, αι κατοικούσαι εν τοις αριστεροίς σου· η δε νεωτέρα αδελφή σου, η κατοικούσα εν τοις δεξιοίς σου, τα Σόδομα και αι θυγατέρες αυτής.
Or la tua sorella maggiore è Samaria, con le sue terre, la quale è posta alla tua [man] sinistra; e la tua sorella minore, che è posta alla tua destra, [è] Sodoma, con le sue terra.
47 Συ όμως δεν περιεπάτησας κατά τας οδούς αυτών και δεν έπραξας κατά τα βδελύγματα αυτών· αλλ' ως εάν ήτο τούτο πολύ μικρόν, υπερέβης αυτών την διαφθοράν εν πάσαις ταις οδοίς σου.
Ed anche non sei camminata nelle lor vie, e non hai fatto secondo le loro abbominazioni, come [se ciò fosse stata] piccola e leggier cosa; anzi ti sei corrotta in tutte le tue vie, più che esse.
48 Ζω εγώ, λέγει Κύριος ο Θεός, η αδελφή σου Σόδομα δεν έπραξεν, αυτή και αι θυγατέρες αυτής, ως έπραξας συ και αι θυγατέρες σου.
[Come] io vivo, dice il Signore Iddio, Sodoma, tua sorella, con le sue terre, non fecero quanto hai fatto tu, e le tue terre.
49 Ιδού, αύτη ήτο η ανομία της αδελφής σου Σοδόμων, υπερηφανία, πλησμονή άρτου και αφθονία τρυφηλότητος, αυτής και των θυγατέρων αυτής· τον πτωχόν δε και τον ενδεή δεν εβοήθει
Ecco, questa fu l'iniquità di Sodoma, tua sorella, con le sue terre: ella ebbe gran gloria, [ed] abbondanza di pane, ed agio di riposo; ed ella non diede alcun conforto al povero, ed al bisognoso.
50 και υψούντο και έπραττον βδελυρά ενώπιόν μου· όθεν, καθώς είδον ταύτα, ηφάνισα αυτάς.
Ed esse superbirono, e commisero abbominazione nel mio cospetto; laonde io le tolsi via, come vidi [che dovea farsi].
51 Και η Σαμάρεια δεν ημάρτησεν ουδέ το ήμισυ των αμαρτημάτων σου· αλλά συ επλήθυνας τα βδελύγματά σου υπέρ εκείνας και εδικαίωσας τας αδελφάς σου με πάντα τα βδελύγματά σου, τα οποία έπραξας.
E quant'è a Samaria, ella non ha peccato a metà quanto tu; e tu hai moltiplicate le tue abbominazioni, più che l'una e l'altra; ed hai giustificate le tue sorelle con tutte le abbominazioni che hai commesse.
52 Συ λοιπόν, ήτις έκρινες τας αδελφάς σου, βάσταζε την καταισχύνην σου· ένεκα των αμαρτημάτων σου, με τα οποία κατεστάθης βδελυρωτέρα εκείνων, εκείναι είναι δικαιότεραί σου· όθεν αισχύνθητι και συ και βάσταζε την καταισχύνην σου, ότι εδικαίωσας τας αδελφάς σου.
Tu, che hai giudicate amendue le tue sorelle, porta anche tu il tuo vituperio, per il tuoi peccati, per li quali ti sei renduta più abbominevole di loro; elleno son più giuste di te; ed anche tu sii svergognata, e porta il tuo vituperio, poichè tu giustifichi le tue sorelle.
53 Όταν φέρω οπίσω τους αιχμαλώτους αυτών, τους αιχμαλώτους Σοδόμων και των θυγατέρων αυτής και τους αιχμαλώτους της Σαμαρείας και των θυγατέρων αυτής, τότε θέλω επιστρέψει και τους αιχμαλώτους της αιχμαλωσίας σου μεταξύ αυτών·
[Se] mai il le ritiro di cattività, [cioè] Sodoma e le sue terre, e Samaria e le sue terre, [ritrarrò] te altresì fra loro dalla cattività delle tue cattività.
54 διά να βαστάζης την ατιμίαν σου και να καταισχύνησαι διά πάντα όσα έπραξας και να ήσαι παρηγορία εις αυτάς.
Acciocchè, consolandole, tu porti il tuo vituperio, e sii svergognata per tutto ciò che hai fatto.
55 Όταν η αδελφή σου Σόδομα και αι θυγατέρες αυτής επιστρέψωσιν εις την προτέραν αυτών κατάστασιν, και η Σαμάρεια και αι θυγατέρες αυτής επιστρέψωσιν εις την προτέραν αυτών κατάστασιν, τότε θέλεις επιστρέψει συ και αι θυγατέρες σου εις την προτέραν σας κατάστασιν.
E [quando] le tue sorelle, Sodoma e le sue terre, e Samaria e le sue terre ritorneranno al lor primiero stato, allora eziandio tu e le tue terre, ritornerete al vostro primiero stato.
56 Διότι η αδελφή σου Σόδομα δεν ανεφέρθη εκ του στόματός σου εν ταις ημέραις της υπερηφανίας σου,
Or Sodoma, tua sorella, non è stata mentovata dalla bocca tua, nel giorno delle tue magnificenze;
57 πριν ανακαλυφθή η κακία σου, καθώς ανεκαλύφθη εν καιρώ του γενομένου εις σε ονείδους υπό των θυγατέρων της Συρίας και πασών των πέριξ αυτής, των θυγατέρων των Φιλισταίων, αίτινες σε ελεηλάτησαν πανταχόθεν.
avanti che la tua malvagità fosse palesata, come [fu] nel tempo del vituperio [che ti fu fatto] dalle figliuole di Siria, e di tutti i suoi luoghi circonvicini; [e] dalle figliuole de' Filistei, che ti predarono d'ogn'intorno.
58 Συ εβάστασας την ασέβειάν σου και τα βδελύγματά σου, λέγει Κύριος.
Tu porti addosso la tua scelleratezza, e le tue abbominazioni, dice il Signore.
59 Διότι ούτω λέγει Κύριος ο Θεός· Εγώ θέλω κάμει εις σε καθώς έκαμες συ, ήτις κατεφρόνησας τον όρκον, παραβαίνουσα την διαθήκην.
Perciocchè, così ha detto il Signore Iddio: Io altresì farò inverso te, come tu hai fatto; conciossiachè tu abbi sprezzato il giuramento, per rompere il patto.
60 Αλλ' όμως θέλω ενθυμηθή την διαθήκην μου την γενομένην προς σε εν ταις ημέραις της νεότητός σου, και θέλω στήσει εις σε διαθήκην αιώνιον.
Ma pure, io mi ricorderò del mio patto, [che io feci] teco ne' giorni della tua fanciullezza; e ti fermerò un patto eterno.
61 Τότε θέλεις ενθυμηθή τας οδούς σου και αισχυνθή, όταν δεχθής τας αδελφάς σου, τας πρεσβυτέρας σου και τας νεωτέρας σου· και θέλω δώσει αυτάς εις σε διά θυγατέρας, ουχί όμως κατά την διαθήκην σου.
Allor tu ti ricorderai delle tue vie, e sarai confusa, quando riceverai le tue sorelle maggiori, insieme con le minori di te, le quali io ti darò per figliuole; ma non già secondo il tuo patto.
62 Και εγώ θέλω στήσει την διαθήκην μου προς σε, και θέλεις γνωρίσει έτι εγώ είμαι ο Κύριος·
Ed io fermerò il mio patto teco, e tu conoscerai che io [sono] il Signore;
63 διά να ενθυμηθής, και να αισχυνθής και να μη ανοίξης πλέον το στόμα σου υπό της εντροπής σου, όταν εξιλεωθώ προς σε διά πάντα όσα έπραξας, λέγει Κύριος ο Θεός.
acciocchè tu ti ricordi [di queste cose], ed abbi vergogna, e non apra più la bocca, per lo tuo vituperio, dopo che io mi sarà placato inverso te, di tutto ciò che tu avrai fatto, dice il Signore Iddio.