< Δευτερονόμιον 22 >
1 Ιδών τον βουν του αδελφού σου ή το πρόβατον αυτού πλανώμενον, μη παραβλέψης αυτά· θέλεις εξάπαντος επιστρέψει αυτά εις τον αδελφόν σου.
“Kom fin liye cow ku sheep nutin mwet Israel wiom forfor likin kalkal, nimet kom pilesru. Sruokya ac folokunla nu yurin mwet natu ah.
2 Και εάν ο αδελφός σου δεν κατοική πλησίον σου, ή εάν δεν γνωρίζης αυτόν, τότε θέλεις φέρει αυτά εντός της οικίας σου, και θέλουσιν είσθαι μετά σου εωσού ζητήση αυτά ο αδελφός σου· και θέλεις αποδώσει αυτά εις αυτόν.
Tusruktu mwet se natu fin tuh muta loesla, ku kom fin nikin lah nutin su, na tari kom usla nu inkul sum sifacna. Ke mwet se natu ah tuku suk, na kom sang nu sel.
3 Ούτω θέλεις κάμει και διά τον όνον αυτού· ούτω θέλεις κάμει και διά το ιμάτιον αυτού· ούτω θέλεις κάμει και διά πάντα τα χαμένα πράγματα του αδελφού σου· όσα έχασε, και συ εύρες αυτά· δεν δύνασαι να παραβλέψης αυτά.
Oru oapana inge kom fin konauk soko donkey, ku nuknuk se, ku kutena ma saya ma tuhlac ku nikinyukla sin mwet Israel wiom.
4 Ιδών τον όνον του αδελφού σου ή τον βουν αυτού πεσμένον εν τη οδώ, μη παραβλέψης αυτά· θέλεις εξάπαντος σηκώσει αυτά μετ' αυτού.
“Fin soko donkey ku soko cow nutin sie mwet Israel wiom ikori inkanek uh, nik kom pilesru. Kasrel ac welul tulokunak.
5 Η γυνή δεν θέλει φορέσει το ανήκον εις άνδρα, ουδέ ο ανήρ θέλει ενδυθή στολήν γυναικός· επειδή πάντες οι πράττοντες ούτως είναι βδέλυγμα εις Κύριον τον Θεόν σου.
“Mutan uh in tia nukum nuknuk in mukul, ac mukul in tia nukum nuknuk in mutan. Lumah ouinge uh mwe srungayuk yurin LEUM GOD lowos.
6 Εάν απαντήσης καθ' οδόν έμπροσθέν σου φωλεάν πτηνού επί τινός δένδρου ή κατά γης, έχουσαν νεοσσούς ή ωά, και την μητέρα καθημένην επί τους νεοσσούς ή επί τα ωά, δεν θέλεις λάβει την μητέρα μετά των τέκνων·
“Kom fin konauk ahng lun sie won ulun sak uh ku infohk uh ke kientop sac apis atro ku won fusr natul, kom fah tia usla kientop sac.
7 θέλεις εξάπαντος απολύσει την μητέρα, τα δε τέκνα θέλεις λάβει εις σεαυτόν· διά να ευημερήσης και να μακροημερεύσης.
Kom ku in us won fusr uh, tusruk kom enenu in filiya kientop sac, tuh moul lom fah loes ac insewowo.
8 Όταν οικοδομής νέαν οικίαν, θέλεις κάμει περιτείχισμα πέριξ του δώματός σου, διά να μη κάμης ένοχον αίματος την οικίαν σου, εάν πέση τις άνθρωπος απ' αυτής.
“Ke kom musai sie lohm sasu, esam in orala sie kalkal rauneak mangon lohm uh, na mwet fin putatla liki mangon lohm uh ac misa, ac fah wangin koluk lom kac.
9 Δεν θέλεις σπείρει εις τον αμπελώνα σου ετεροειδή σπέρματα· διά να μη μιανθή το γέννημα του σπόρου τον οποίον έσπειρας, και ο καρπός του αμπελώνος.
“Nik kom yukwi sie pac kain in sacn ke ima in grape sunom. Kom fin oru ouinge, ac fah oal nu sum in orekmakin kewana — grape uh ac fahko ke sacn saya.
10 Δεν θέλεις αροτριάσει με βουν και όνον ομού.
“Nik kom kapreni cow mukul soko ac donkey soko in tukeni amakin plao nutum.
11 Δεν θέλεις φορεί ένδυμα σύμμικτον από μάλλινον ομού και λινάριον.
“Ke kom orek nuknuk, kom fah tia sisani turet ma orekla ke unen sheep ac turet orekla ke flax in oan ke nuknuk sefanna.
12 Θέλεις κάμει εις σεαυτόν κρόσσια εις τας τέσσαρας άκρας του ενδύματός σου, με το οποίον σκεπάζεσαι.
“Orala mwe yun ke turet in oan atla ke sruwasrik akosr ke polo nuknuk afinyom.
13 Εάν τις λάβη γυναίκα και εισέλθη προς αυτήν και μισήση αυτήν,
“Fin pa sie mukul el payuk sin sie mutan fusr, na tok mukul sac el srungalla,
14 και δώση αφορμήν να κακολογήσωσιν αυτήν, και φέρη δυσφημίαν επ' αυτήν, και είπη, Έλαβον ταύτην την γυναίκα, και ότε προσήλθον προς αυτήν, δεν εύρηκα αυτήν παρθένον,
na el kinauk kas kikiap lainul, ac fahk mu ke eltal payukyak el konauk tuh na mutan sac el tia virgin se.
15 τότε ο πατήρ της νέας και η μήτηρ αυτής θέλουσι λάβει και εκφέρει προς τους πρεσβυτέρους της πόλεως, εις την πύλην, τα παρθένια της νέας·
“Fin sikyak ouiya se inge, papa ac nina kien mutan fusr sac fah us sie mwe akpwaye lah mutan fusr se natultal ah virgin se, ac eltal fah us nu ke acn in nununku, tuh mwet kol lun siti sac in liye.
16 και ο πατήρ της νέας θέλει ειπεί προς τους πρεσβυτέρους, Την θυγατέρα μου έδωκα εις τον άνθρωπον τούτον διά γυναίκα, και αυτός μισεί αυτήν·
Papa tumun mutan fusr sac fah fahk nu selos, ‘Nga sang acn nutik in payukyak sin mukul se inge, a inge mukul sac el srungalla.
17 και ιδού, έδωκεν αφορμήν να κακολογώσιν αυτήν, λέγων, Δεν εύρηκα την θυγατέρα σου παρθένον· πλην ιδού, τα παρθένια της θυγατρός μου. Και θέλουσιν εκδιπλώσει το ιμάτιον έμπροσθεν των πρεσβυτέρων της πόλεως.
El kinauk kas kikiap lainul ke el fahk mu mutan se inge tia virgin se ke pacl se eltal marutla. Tusruktu oasr mwe akpwaye lah acn nutik el tuh virgin se. Liye, pa inge mwe akpwaye.’ Na el fah laknelik kaot in marut laltal ye mutalos.
18 Και θέλουσι λάβει οι πρεσβύτεροι της πόλεως εκείνης τον άνθρωπον και θέλουσι τιμωρήσει αυτόν·
Na mwet kol lun siti sac fah eis mukul tumun mutan sac ac srunglul.
19 και θέλουσι ζημιώσει αυτόν εκατόν σίκλους αργυρίου, και δώσει αυτούς εις τον πατέρα της νέας, διότι έφερε δυσφημίαν επί παρθένον Ισραηλίτιν· και θέλει είσθαι γυνή αυτού· δεν δύναται να αποβάλη αυτήν πάσας τας ημέρας αυτού.
Elos fah oayapa sap elan moli ipin silver siofok ac sang nu sin papa tumun mutan fusr sac, mweyen mukul sac el tuh akkolukye inen sie mutan virgin lun Israel. Sayen ma inge, mutan sac el ac srakna ma kien mukul sac, ac mukul sac fah tia ku in sisulla ke lusenna moul lal.
20 Εάν όμως το πράγμα τούτο ήναι αληθινόν, και δεν ευρεθή παρθένος η κόρη,
“Tusruktu, fin pwaye tukak lun mukul sac, ac wangin mwe akpwaye lah mutan sac el tuh virgin se,
21 τότε θέλουσιν εκφέρει την νέαν εις την θύραν του οίκου του πατρός αυτής, και οι άνθρωποι της πόλεως αυτής θέλουσι λιθοβολίσει αυτήν με λίθους, και θέλει αποθάνει διότι έπραξεν αφροσύνην εν τω Ισραήλ, πορνεύουσα τον οίκον του πατρός αυτής· και θέλεις εξαφανίσει το κακόν εκ μέσου σου.
na elos fah usla mutan sac nu ke mutunoa in lohm sin papa tumal, na mukul in siti sac fah tanglal nwe ke el misa, mweyen el orala sie mwe mwekin in facl Israel ke el oan yurin mukul meet liki el payuk, ke el srakna muta in lohm sin papa tumal. Ouinge kowos fah sisla ouiya koluk se inge liki Israel.
22 Εάν τις ευρεθή κοιμώμενος μετά γυναικός υπάνδρου, τότε αμφότεροι θέλουσι θανατόνεσθαι, ο ανήρ ο κοιμώμενος μετά της γυναικός, και η γυνή· και θέλεις εξαφανίσει το κακόν εκ του Ισραήλ.
“Mukul se fin koneyukyak ke el oan yurin mutan kien sie pacna mukul, eltal na kewa fah anwuki. Ouinge kowos fah sisla ouiya koluk se inge liki Israel.
23 Εάν νέα τις παρθένος ήναι ηρραβωνισμένη μετά ανδρός, και εύρη τις αυτήν εν τη πόλει και κοιμηθή μετ' αυτής,
“Mukul se fin koneyukyak in sie siti ke el oan yurin sie mutan fusr su ako nu sin siena mukul,
24 τότε θέλετε εκφέρει αυτούς αμφοτέρους εις την πύλην της πόλεως εκείνης, και θέλετε λιθοβολήσει αυτούς με λίθους, και θέλουσιν αποθάνει· την νέαν, διότι δεν εφώναξεν, ούσα εν τη πόλει και τον άνθρωπον, διότι εταπείνωσε την γυναίκα του πλησίον αυτού· και θέλεις εξαφανίσει το κακόν εκ μέσου σου.
kowos fah usaltalla nu likin siti uh ac tanglaltal nwe ke eltal misa. Mutan fusr sac in misa mweyen el tia wowoyak in suk kasru, sruhk el muta in siti uh yen mwet uh ac ku in lohng pusracl. Ac mukul sac elan misa mweyen el oan yurin mutan fusr se su ako nu sin siena mukul. Pa inge ma kowos in oru tuh ouiya koluk inge in tia sifil sikyak inmasrlowos.
25 Αλλ' εάν τις εύρη εν αγρώ την νέαν την ηρραβωνισμένην, και ο άνθρωπος βιάση αυτήν και κοιμηθή μετ' αυτής, τότε μόνος ο άνθρωπος, ο κοιμηθείς μετ' αυτής, θέλει θανατόνεσθαι·
“Sie mukul fin sruinkuiya mutan fusr se su ako nu sin siena mukul ke eltal muta likin siti uh, na mukul sac mukena fah anwuki.
26 εις δε την νέαν δεν θέλεις κάμει ουδέν· δεν είναι εις την νέαν αμάρτημα θανάτου· διότι καθώς όταν τις εφορμήση επί τον πλησίον αυτού και φονεύση αυτόν, ούτως είναι το πράγμα τούτο·
Wangin ma ac orek nu sin mutan fusr sac, mweyen el tia orala ma koluk ma fal nu ke misa. Ouiya se inge oana ke sie mukul el anwuk nu sin sie pac mukul ac unilya.
27 διότι εν τω αγρώ εύρηκεν αυτήν, εφώναξεν η ηρραβωνισμένη νέα, αλλά δεν υπήρχεν ο σώζων αυτήν.
Ke sripen eltal muta likin siti uh, mutan sac el ne wowoyak in kasreyuk el, wangin mwet we in kasrel.
28 Εάν τις εύρη νέαν παρθένον μη ηρραβωνισμένην και πιάση αυτήν και κοιμηθή μετ' αυτής, και ευρεθώσι·
“Mukul se fin koneyukyak ke el sruinkui sie mutan fusr su soenna oasr mwet ako nu sel,
29 τότε ο άνθρωπος ο κοιμηθείς μετ' αυτής θέλει δώσει εις τον πατέρα της νέας πεντήκοντα σίκλους αργυρίου, και αυτή θέλει είσθαι γυνή αυτού· επειδή εταπείνωσεν αυτήν, δεν δύναται να αποβάλη αυτήν πάσας τας ημέρας αυτού.
na mukul sac fah moli nu sin papa tumun mutan sac ke ipin silver lumngaul, fal nu ke molin payuk se. Na mutan fusr sac fah payukyak sel, mweyen mukul sac el akkohsyel elan oan yorol. Mukul sac fah tia ku in sisella ke lusenna moul lal.
30 Δεν θέλει λάβει τις την γυναίκα του πατρός αυτού, ουδέ θέλει εκκαλύψει το συγκάλυμμα του πατρός αυτού.
“Wangin sie mukul fah akmwekinye papa tumal ke orek kosro yurin kutena sin mutan kien papa tumal.