< Πραξεις 7 >
1 Είπε δε ο αρχιερεύς· Τωόντι ούτως έχουσι ταύτα;
Then sayd the chiefe Priest, Are these things so?
2 Ο δε είπεν· Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε. Ο Θεός της δόξης εφάνη εις τον πατέρα ημών Αβραάμ ότε ήτο εν τη Μεσοποταμία, πριν κατοικήση εν Χαρράν,
And he sayd, Ye men, brethren and Fathers, hearken. That God of glory appeared vnto our father Abraham, while he was in Mesopotamia, before he dwelt in Charran,
3 και είπε προς αυτόν· Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου, και ελθέ εις γην, την οποίαν θέλω σοι δείξει.
And said vnto him, Come out of thy countrey, and from thy kindred, and come into the land, which I shall shewe thee.
4 Τότε εξελθών εκ της γης των Χαλδαίων κατώκησεν εν Χαρράν· και εκείθεν μετά τον θάνατον του πατρός αυτού μετώκισεν αυτόν εις την γην ταύτην, εις την οποίαν σεις κατοικείτε τώρα·
Then came he out of the land of the Chaldeans, and dwelt in Charran. And after that his father was dead, God brought him from thence into this land, wherein ye now dwell,
5 και δεν έδωκεν εις αυτόν κληρονομίαν εν αυτή ουδέ βήμα ποδός, υπεσχέθη δε ότι θέλει δώσει αυτήν κτήμα εις αυτήν και εις το σπέρμα αυτού μετ' αυτόν, ενώ δεν είχε τέκνον.
And hee gaue him none inheritance in it, no, not the bredth of a foote: yet he promised that he would giue it to him for a possession, and to his seede after him, when as yet hee had no childe.
6 Ελάλησε δε προς αυτόν ο Θεός ούτως, ότι το σπέρμα αυτού θέλει είσθαι πάροικον εν γη ξένη, και θέλουσι δουλώσει αυτό και καταθλίψει τετρακόσια έτη·
But God spake thus, that his seede should be a soiourner in a strange land: and that they should keepe it in bondage, and entreate it euill foure hundreth yeeres.
7 και το έθνος, εις το οποίον θέλουσι δουλωθή, εγώ θέλω κρίνει, είπεν ο Θεός· και μετά ταύτα θέλουσιν εξέλθει και θέλουσι με λατρεύσει εν τω τόπω τούτω.
But the nation to whome they shall be in bondage, will I iudge, sayth God: and after that, they shall come forth and serue me in this place.
8 Και έδωκεν εις αυτόν διαθήκην περιτομής· και ούτως εγέννησε τον Ισαάκ και περιέτεμεν αυτόν τη ογδόη ημέρα, και ο Ισαάκ εγέννησε τον Ιακώβ, και ο Ιακώβ τους δώδεκα πατριάρχας.
Hee gaue him also the couenant of circumcision: and so Abraham begate Isaac, and circumcised him the eight day: and Isaac begate Iacob, and Iacob the twelue Patriarkes.
9 Και οι πατριάρχαι, φθονήσαντες τον Ιωσήφ, επώλησαν εις την Αίγυπτον. Ο Θεός όμως ήτο μετ' αυτού,
And the Patriarkes moued with enuie, solde Ioseph into Egypt: but God was with him,
10 και ηλευθέρωσεν αυτόν εκ πασών των θλίψεων αυτού και έδωκεν εις αυτόν χάριν και σοφίαν ενώπιον Φαραώ του βασιλέως της Αιγύπτου, όστις κατέστησεν αυτόν κυβερνήτην επί της Αιγύπτου και όλου του οίκου αυτού.
And deliuered him out of all his afflictions, and gaue him fauour and wisdome in the sight of Pharao King of Egypt, who made him gouernour ouer Egypt, and ouer his whole house.
11 Ήλθε δε πείνα εφ' όλην την γην της Αιγύπτου και Χαναάν και θλίψις μεγάλη, και δεν εύρισκον τροφάς οι πατέρες ημών.
Then came there a famine ouer all the land of Egypt and Chanaan, and great affliction, that our fathers found no sustenance.
12 Ακούσας δε ο Ιακώβ ότι υπήρχε σίτος εν Αιγύπτω, εξαπέστειλε πρώτην φοράν τους πατέρας ημών·
But when Iacob heard that there was corne in Egypt, he sent our fathers first:
13 και εν τη δευτέρα ανεγνωρίσθη ο Ιωσήφ εις τους αδελφούς αυτού, και εφανερώθη εις τον Φαραώ το γένος του Ιωσήφ.
And at the second time, Ioseph was knowen of his brethren, and Iosephs kindred was made knowen vnto Pharao.
14 Αποστείλας δε ο Ιωσήφ, εκάλεσε προς εαυτόν τον πατέρα αυτού Ιακώβ και πάσαν την συγγένειαν αυτού εβδομήκοντα πέντε ψυχάς.
Then sent Ioseph and caused his father to be brought, and all his kindred, euen threescore and fifteene soules.
15 Και κατέβη ο Ιακώβ εις Αίγυπτον και ετελεύτησεν εκεί αυτός και οι πατέρες ημών,
So Iacob went downe into Egypt, and he dyed, and our fathers,
16 και μετεκομίσθησαν εις Συχέμ και ετέθησαν εν τω μνήματι, το οποίον ηγόρασεν ο Αβραάμ με τιμήν αργυρίου παρά των υιών του Εμμώρ πατρός του Συχέμ.
And were remoued into Sychem, and were put in the sepulchre, that Abraham had bought for money of the sonnes of Emor, sonne of Sychem.
17 Καθώς δε επλησίαζεν ο καιρός της επαγγελίας, την οποίαν ώμοσεν ο Θεός προς τον Αβραάμ, ηύξησεν ο λαός και επληθύνθη εν Αιγύπτω,
But when the time of the promise drewe neere, which God had sworne to Abraham, the people grewe and multiplied in Egypt,
18 εωσού εσηκώθη βασιλεύς άλλος, όστις δεν ήξευρε τον Ιωσήφ.
Till another King arose, which knewe not Ioseph.
19 Ούτος δολιευθείς το γένος ημών, κατέθλιψε τους πατέρας ημών, ώστε να κάμη να ρίπτωνται τα βρέφη αυτών, διά να μη ζωογονώνται·
The same dealt subtilly with our kindred, and euill entreated our fathers, and made them to cast out their yong children, that they should not remaine aliue.
20 εν τούτω τω καιρώ εγεννήθη ο Μωϋσής, και είχε θείον κάλλος· όστις ανετράφη τρεις μήνας εν τω οίκω του πατρός αυτού.
The same time was Moses borne, and was acceptable vnto God, which was nourished vp in his fathers house three moneths.
21 Αφού δε ερρίφθη, ανέλαβεν αυτόν η θυγάτηρ του Φαραώ και ανέθρεψεν αυτόν διά να ήναι υιός αυτής.
And when he was cast out, Pharaohs daughter tooke him vp, and nourished him for her owne sonne.
22 Και εδιδάχθη ο Μωϋσής πάσαν την σοφίαν των Αιγυπτίων και ήτο δυνατός εν λόγοις και εν έργοις.
And Moses was learned in all the wisdome of the Egyptians, and was mightie in wordes and in deedes.
23 Ενώ δε ετελείονε το τεσσαρακοστόν έτος της ηλικίας αυτού, ήλθεν εις την καρδίαν αυτού να επισκεφθή τους αδελφούς αυτού, τους υιούς Ισραήλ.
Nowe when he was full fourtie yeere olde, it came into his heart to visite his brethren, the children of Israel.
24 Και ιδών τινά αδικούμενον, υπερησπίσθη αυτόν και έκαμεν εκδίκησιν υπέρ του καταθλιβομένου, πατάξας τον Αιγύπτιον.
And whe he saw one of them suffer wrong, he defended him, and auenged his quarell that had the harme done to him, and smote the Egyptian.
25 Ενόμιζε δε ότι οι αδελφοί αυτού ήθελον νοήσει ότι ο Θεός διά της χειρός αυτού δίδει εις αυτούς σωτηρίαν· εκείνοι όμως δεν ενόησαν.
For hee supposed his brethren would haue vnderstand, that God by his hande should giue them deliuerance: but they vnderstoode it not.
26 Την δε ακόλουθον ημέραν εφάνη εις αυτούς, ενώ εμάχοντο, και παρεκίνησεν αυτούς εις ειρήνην, ειπών· Άνθρωποι, αδελφοί είσθε σείς· διά τι αδικείτε αλλήλους;
And the next day, he shewed himselfe vnto them as they stroue, and woulde haue set them at one againe, saying, Syrs, ye are brethren: why doe ye wrong one to another?
27 Ο δε αδικών τον πλησίον απέσπρωξεν αυτόν, ειπών· Τις σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν εφ' ημάς;
But he that did his neighbour wrong, thrust him away, saying, Who made thee a prince, and a iudge ouer vs?
28 Μήπως θέλεις συ να με φονεύσης, καθ' ον τρόπον εφόνευσας χθές τον Αιγύπτιον;
Wilt thou kill mee, as thou diddest the Egyptian yesterday?
29 Τότε ο Μωϋσής έφυγε διά τον λόγον τούτον και έγεινε πάροικος εν γη Μαδιάμ, όπου εγέννησε δύο υιούς.
Then fled Moses at that saying, and was a stranger in the land of Madian, where he begate two sonnes.
30 Και αφού συνεπληρώθησαν τεσσαράκοντα έτη, εφάνη εις αυτόν άγγελος Κυρίου εν τη ερήμω του όρους Σινά εν μέσω φλογός καιομένης βάτου.
And when fourtie yeres were expired, there appeared to him in the wildernes of mout Sina, an Angel of the Lord in a flame of fire, in a bush.
31 Ο δε Μωϋσής ιδών εθαύμασε διά το όραμα· και ενώ επλησίαζε διά να παρατηρήση, ήλθε φωνή Κυρίου προς αυτόν·
And when Moses sawe it, hee wondred at the sight: and as he drew neere to consider it, the voyce of the Lord came vnto him, saying,
32 Εγώ είμαι ο Θεός των πατέρων σου, ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. Έντρομος δε γενόμενος ο Μωϋσής, δεν ετόλμα να παρατηρήση.
I am the God of thy fathers, the God of Abraham, and the God of Isaac, and the God of Iacob. Then Moses trembled, and durst not behold it.
33 Και είπε προς αυτόν ο Κύριος· Λύσον το υπόδημα των ποδών σου· διότι ο τόπος, επί του οποίου ίστασαι, είναι γη αγία.
Then the Lord said to him, Put off thy shoes from thy feete: for the place where thou standest, is holy ground.
34 Είδον, είδον την ταλαιπωρίαν του λαού μου του εν Αιγύπτω και ήκουσα τον στεναγμόν αυτών και κατέβην διά να ελευθερώσω αυτούς· και τώρα ελθέ, θέλω σε αποστείλει εις Αίγυπτον.
I haue seene, I haue seene the affliction of my people, which is in Egypt, and I haue heard their groning, and am come downe to deliuer them: and nowe come, and I will sende thee into Egypt.
35 Τούτον τον Μωϋσήν τον οποίον ηρνήθησαν ειπόντες· Τις σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν; τούτον ο Θεός απέστειλεν αρχηγόν και λυτρωτήν διά χειρός του αγγέλου του φανέντος εις αυτόν εν τη βάτω.
This Moses whome they forsooke, saying, Who made thee a prince and a iudge? the same God sent for a prince, and a deliuerer by the hand of the Angel, which appeared to him in the bush.
36 Ούτος εξήγαγεν αυτούς, αφού έκαμε τέρατα και σημεία εν γη Αιγύπτου και εν τη Ερυθρά θαλάσση και εν τη ερήμω τεσσαράκοντα έτη.
Hee brought them out, doing wonders, and miracles in the land of Egypt, and in the red sea, and in the wildernes fourtie yeeres.
37 Ούτος είναι ο Μωϋσής, όστις είπε προς τους υιούς του Ισραήλ· προφήτην εκ των αδελφών σας θέλει σας αναστήσει Κύριος ο Θεός σας, ως εμέ· αυτού θέλετε ακούσει.
This is that Moses, which saide vnto the children of Israel, A Prophet shall the Lord your God raise vp vnto you, euen of your brethren, like vnto me: him shall ye heare.
38 Ούτος είναι όστις εν τη εκκλησία εν τη ερήμω εστάθη μετά του αγγέλου του λαλούντος προς αυτόν εν τω όρει Σινά και μετά των πατέρων ημών, και παρέλαβε λόγια ζωοποιά διά να δώση εις ημάς.
This is he that was in the Congregation, in the wildernes with the Angell, which spake to him in mount Sina, and with our fathers, who receiued the liuely oracles to giue vnto vs.
39 Εις τον οποίον οι πατέρες ημών δεν ηθέλησαν να υπακούσωσιν, αλλ' απέβαλον και εστράφησαν εν ταις καρδίαις αυτών εις Αίγυπτον
To whom our fathers would not obey, but refused, and in their hearts turned backe againe into Egypt:
40 ειπόντες προς τον Ααρών· Κάμε εις ημάς θεούς, οίτινες θέλουσι προπορεύεσθαι ημών· διότι ούτος ο Μωϋσής, όστις εξήγαγεν ημάς εξ Αιγύπτου, δεν εξεύρομεν τι συνέβη εις αυτόν.
Saying vnto Aaron, Make vs gods that may goe before vs: for we knowe not what is become of this Moses that brought vs out of the land of Egypt.
41 Και κατεσκεύασαν μόσχον εν ταις ημέραις εκείναις και προσέφεραν θυσίαν εις το είδωλον και ευφραίνοντο εις τα έργα των χειρών αυτών.
And they made a calfe in those dayes, and offered sacrifice vnto the idole, and reioyced in the workes of their owne handes.
42 Όθεν εστράφη ο Θεός και παρέδωκεν αυτούς εις το να λατρεύσωσι την στρατιάν του ουρανού, καθώς είναι γεγραμμένον εν τω βιβλίω των προφητών. Μήπως προσεφέρατε εις εμέ σφάγια και θυσίας τεσσαράκοντα έτη εν τη ερήμω, οίκος Ισραήλ;
Then God turned himselfe away, and gaue them vp to serue the host of heauen, as it is written in the booke of the Prophets, O house of Israel, haue ye offred to me slaine beasts and sacrifices by the space of fourtie yeres in the wildernes?
43 Μάλιστα ανελάβετε την σκηνήν του Μολόχ και το άστρον του Θεού σας Ρεμφάν, τους τύπους, τους οποίους εκάμετε διά να προσκυνήτε αυτούς· διά τούτο θέλω σας μετοικίσει επέκεινα της Βαβυλώνος.
And ye tooke vp the tabernacle of Moloch, and the starre of your god Remphan, figures, which ye made to worship them: therefore I will carie you away beyond Babylon.
44 Η σκηνή του μαρτυρίου ήτο μετά των πατέρων ημών εν τη ερήμω, καθώς διέταξεν εκείνος, όστις ελάλει προς τον Μωϋσήν, να κατασκευάση αυτήν κατά τον τύπον τον οποίον είχεν ιδεί·
Our fathers had the tabernacle of witnes, in the wildernes, as hee had appointed, speaking vnto Moses, that he should make it according to the fashion that he had seene.
45 την οποίαν και παραλαβόντες οι πατέρες ημών, έφεραν μετά του Ιησού εις την κατακτηθείσαν γην των εθνών, τα οποία ο Θεός έξωσεν απ' έμπροσθεν των πατέρων ημών, έως των ημερών του Δαβίδ·
Which tabernacle also our fathers receiued, and brought in with Iesus into the possession of the Gentiles, which God draue out before our fathers, vnto the dayes of Dauid:
46 όστις εύρε χάριν ενώπιον του Θεού και ηυχήθη να εύρη κατοικίαν διά τον Θεόν του Ιακώβ.
Who found fauour before God, and desired that hee might finde a tabernacle for the God of Iacob.
47 Ο Σολομών δε ωκοδόμησεν εις αυτόν οίκον.
But Salomon built him an house.
48 Αλλ' ο Ύψιστος δεν κατοικεί εν χειροποιήτοις ναοίς, καθώς ο προφήτης λέγει·
Howbeit the most High dwelleth not in temples made with handes, as saith the Prophet,
49 Ο ουρανός είναι θρόνος μου, η δε γη υποπόδιον των ποδών μου· ποίον οίκον θέλετε οικοδομήσει δι' εμέ, λέγει Κύριος, ή ποίος ο τόπος της αναπαύσεώς μου;
Heauen is my throne, and earth is my footestoole: what house wil ye build for me, saith the Lord? or what place is it that I should rest in?
50 Η χειρ μου δεν έκαμε ταύτα πάντα;
Hath not mine hand made all these things?
51 Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι την καρδίαν και τα ώτα, σεις πάντοτε αντιφέρεσθε κατά του Πνεύματος του Αγίου· καθώς οι πατέρες σας, ούτω και σεις.
Ye stiffenecked and of vncircumcised heartes and eares, ye haue alwayes resisted the holy Ghost: as your fathers did, so do you.
52 Τίνα των προφητών δεν εδίωξαν οι πατέρες σας; μάλιστα εφόνευσαν εκείνους, οίτινες προκατήγγειλαν περί της ελεύσεως του δικαίου, του οποίου σεις εγείνατε τώρα προδόται και φονείς·
Which of the Prophets haue not your fathers persecuted? and they haue slaine them, which shewed before of the comming of that Iust, of whome ye are now the betrayers and murtherers,
53 οίτινες ελάβετε τον νόμον εκ διαταγών αγγέλων και δεν εφυλάξατε.
Which haue receiued the Lawe by the ordinance of Angels, and haue not kept it.
54 Ακούοντες δε ταύτα, κατεκόπτοντο τας καρδίας αυτών και έτριζον τους οδόντας κατ' αυτού.
But when they heard these thinges, their heartes brast for anger, and they gnashed at him with their teeth.
55 Ο δε Στέφανος, πλήρης ων Πνεύματος Αγίου, ατενίσας εις τον ουρανόν, είδε την δόξαν του Θεού και τον Ιησούν ιστάμενον εκ δεξιών του Θεού
But he being full of the holy Ghost, looked stedfastly into heauen, and sawe the glory of God, and Iesus standing at the right hand of God,
56 και είπεν· Ιδού, θεωρώ τους ουρανούς ανεωγμένους και τον Υιόν του ανθρώπου ιστάμενον εκ δεξιών του Θεού.
And said, Beholde, I see the heauens open, and the Sonne of man standing at the right hand of God.
57 Τότε φωνάξαντες μετά φωνής μεγάλης, έφραξαν τα ώτα αυτών και ώρμησαν ομοθυμαδόν επ' αυτόν,
Then they gaue a shoute with a loude voyce, and stopped their eares, and ranne vpon him violently all at once,
58 και εκβαλόντες έξω της πόλεως ελιθοβόλουν. Και οι μάρτυρες απέθεσαν τα ιμάτια αυτών εις τους πόδας νεανίου τινός ονομαζομένου Σαύλου.
And cast him out of the citie, and stoned him: and the witnesses layd downe their clothes at a yong mans feete, named Saul.
59 Και ελιθοβόλουν τον Στέφανον, επικαλούμενον και λέγοντα· Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμά μου.
And they stoned Steuen, who called on God, and said, Lord Iesus, receiue my spirit.
60 Και γονατίσας εφώναξε μετά φωνής μεγάλης· Κύριε, μη λογαριάσης εις αυτούς την αμαρτίαν ταύτην. Και τούτο ειπών εκοιμήθη.
And he kneeled downe, and cried with a loude voyce, Lord, laye not this sinne to their charge. And when he had thus spoken, he slept.