< Βασιλειῶν Βʹ 19 >
1 Και ανηγγέλθη προς τον Ιωάβ, Ιδού, ο βασιλεύς κλαίει και πενθεί διά τον Αβεσσαλώμ.
A sì rò fún Joabu pe, “Wò ó, ọba ń sọkún, ó sì ń gbààwẹ̀ fún Absalomu.”
2 Και εν τη ημέρα εκείνη η σωτηρία μετεβλήθη εις πένθος εν παντί τω λαώ· διότι ήκουσεν ο λαός να λέγωσιν εν τη ημέρα εκείνη, Ο βασιλεύς είναι περίλυπος διά τον υιόν αυτού.
Ìṣẹ́gun ọjọ́ náà sì di àwẹ̀ fún gbogbo àwọn ènìyàn náà, nítorí àwọn ènìyàn náà gbọ́ ní ọjọ́ náà bí inú ọba ti bàjẹ́ nítorí ọmọ rẹ̀.
3 Και εισήρχετο ο λαός εν τη ημέρα εκείνη κρυφίως εις την πόλιν, ως λαός όστις κρύπτεται αισχυνόμενος, όταν εν τη μάχη τραπή εις φυγήν.
Àwọn ènìyàn náà sì yọ́ lọ sí ìlú ní ọjọ́ náà gẹ́gẹ́ bí àwọn bí ènìyàn tí a dójútì ṣe máa ń yọ́ lọ nígbà tí wọ́n bá sá lójú ìjà.
4 Ο δε βασιλεύς εκάλυψε το πρόσωπον αυτού, και εβόα ο βασιλεύς εν φωνή μεγάλη, Υιέ μου Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου.
Ọba sì bo ojú rẹ̀, ọba sì kígbe ní ohùn rara pé, “Á à! Ọmọ mi Absalomu! Absalomu ọmọ mi, ọmọ mi!”
5 Και εισελθών ο Ιωάβ εις τον οίκον προς τον βασιλέα, είπε, Κατήσχυνας σήμερον τα πρόσωπα πάντων των δούλων σου, οίτινες έσωσαν σήμερον την ζωήν σου και την ζωήν των υιών σου και των θυγατέρων σου και την ζωήν των γυναικών σου και την ζωήν των παλλακών σου·
Joabu sì wọ inú ilé tọ ọba lọ, ó sì wí pé, “Ìwọ dójúti gbogbo àwọn ìránṣẹ́ rẹ lónìí, àwọn tí ó gba ẹ̀mí rẹ̀ là lónìí, àti ẹ̀mí àwọn ọmọkùnrin rẹ̀, àti ti àwọn ọmọbìnrin rẹ̀, àti àwọn aya rẹ̀, àti ẹ̀mí àwọn obìnrin rẹ.
6 επειδή αγαπάς τους μισούντάς σε και μισείς τους αγαπώντάς σε· διότι έδειξας σήμερον, ότι δεν είναι παρά σοι ουδέν οι άρχοντές σου και οι δούλοί σου· διότι σήμερον εγνώρισα, ότι εάν ο Αβεσσαλώμ έζη και ημείς πάντες απεθνήσκομεν σήμερον, τότε ήθελεν είσθαι αρεστόν εις σέ·
Nítorí pé ìwọ fẹ́ àwọn ọ̀tá rẹ, ìwọ sì kórìíra àwọn ọ̀rẹ́ rẹ. Nítorí tí ìwọ wí lónìí pé, Ìwọ kò náání àwọn ọmọ ọba tàbí àwọn ìránṣẹ́; èmi sì rí lónìí pé, ìbá ṣe pé Absalomu wà láààyè, kí gbogbo wa sì kú lónìí, ǹjẹ́ ìbá dùn mọ́ ọ gidigidi.
7 τώρα λοιπόν σηκώθητι, έξελθε και λάλησον κατά την καρδίαν των δούλων σου· διότι ομνύω εις τον Κύριον, εάν δεν εξέλθης, δεν θέλει μείνει μετά σου την νύκτα ταύτην ουδέ είς· και τούτο θέλει είσθαι εις σε χειρότεραν υπέρ πάντα τα κακά, όσα ήλθον επί σε εκ νεότητός σου μέχρι του νυν.
Sì dìde nísinsin yìí, lọ, kí o sì sọ̀rọ̀ ìtùnú fún àwọn ìránṣẹ́ rẹ, nítorí pé èmi fi Olúwa búra, bí ìwọ kò bá lọ, ẹnìkan kì yóò bá ọ dúró ni alẹ́ yìí, èyí ni yóò sì burú fún ọ ju gbogbo ibi tí ojú rẹ ti ń rí láti ìgbà èwe rẹ wá títí ó fi di ìsinsin yìí.”
8 Τότε εσηκώθη ο βασιλεύς και εκάθησεν εν τη πύλη. Και ανήγγειλαν προς πάντα τον λαόν, λέγοντες, Ιδού, ο βασιλεύς κάθηται εν τη πύλη. Και ήλθε πας ο λαός έμπροσθεν του βασιλέως. Ο δε Ισραήλ έφυγεν έκαστος εις την σκηνήν αυτού.
Ọba sì dìde, ó sì jókòó ní ẹnu-ọ̀nà, wọ́n sì wí fún gbogbo àwọn ènìyàn náà pé, “Wò ó, ọba jókòó ní ẹnu-ọ̀nà.” Gbogbo ènìyàn sì wá sí iwájú ọba. Nítorí pé, Israẹli ti sá, olúkúlùkù sí àgọ́ rẹ̀.
9 Και ήτο πας ο λαός εις έριδα κατά πάσας τας φυλάς του Ισραήλ, λέγοντες, Ο βασιλεύς έσωσεν ημάς εκ χειρός των εχθρών ημών· και αυτός ηλευθέρωσεν ημάς εκ χειρός των Φιλισταίων· και τώρα έφυγεν εκ του τόπου εξ αιτίας του Αβεσσαλώμ·
Gbogbo àwọn ènìyàn náà sì ń bà ara wọn jà nínú gbogbo ẹ̀yà Israẹli, pé, “Ọba ti gbà wá là lọ́wọ́ àwọn ọ̀tá wa, ó sì ti gbà wá kúrò lọ́wọ́ àwọn Filistini; òun sì wá sá kúrò ní ìlú nítorí Absalomu.
10 ο δε Αβεσσαλώμ, τον οποίον εχρίσαμεν βασιλέα εφ' ημάς, απέθανεν εν τη μάχη· τώρα λοιπόν διά τι δεν λαλείτε να επιστρέψωμεν τον βασιλέα;
Absalomu, tí àwa fi jẹ ọba lórí wa sì kú ní ogun, ǹjẹ́ èéṣe tí ẹ̀yin fi dákẹ́ tí ẹ̀yin kò sì sọ̀rọ̀ kan láti mú ọba padà wá?”
11 Και απέστειλεν ο βασιλεύς Δαβίδ προς τον Σαδώκ και προς τον Αβιάθαρ, τους ιερείς, λέγων, Λαλήσατε προς τους πρεσβυτέρους του Ιούδα, λέγοντες, Διά τι είσθε οι έσχατοι εις το να επιστρέψητε τον βασιλέα εις τον οίκον αυτού; διότι οι λόγοι παντός του Ισραήλ έφθασαν προς τον βασιλέα εις τον οίκον αυτού·
Dafidi ọba sì ránṣẹ́ sí Sadoku, àti sí Abiatari àwọn àlùfáà pé, “Sọ fún àwọn àgbàgbà Juda, pé, ‘Èéṣe tí ẹ̀yin fi kẹ́yìn láti mú ọba padà wá sí ilé rẹ̀? Ọ̀rọ̀ gbogbo Israẹli sì ti dé ọ̀dọ̀ ọba àní ní ilé rẹ̀.
12 σεις είσθε αδελφοί μου, σεις οστά μου και σαρξ μου· διά τι λοιπόν είσθε οι έσχατοι εις το να επιστρέψητε τον βασιλέα;
Ẹ̀yin ni ara mi, ẹ̀yin ni egungun mi, àti ẹran-ara mi: èéṣì ti ṣe tí ẹ̀yin fi kẹ́yìn láti mú ọba padà wá.’
13 προς τον Αμασά μάλιστα είπατε, Δεν είσαι συ οστούν μου και σαρξ μου; ούτω να κάμη ο Θεός εις εμέ και ούτω να προσθέση, εάν δεν γείνης αρχιστράτηγος πάντοτε έμπροσθέν μου αντί του Ιωάβ.
Kí ẹ̀yin sì wí fún Amasa pé, ‘Egungun àti ẹran-ara mi kọ́ ni ìwọ jẹ́ bí? Kí Ọlọ́run ó ṣe bẹ́ẹ̀ sí mi àti jù bẹ́ẹ̀ lọ pẹ̀lú, bí ìwọ kò ba ṣe olórí ogun níwájú mi títí, ní ipò Joabu.’”
14 Και έκλινε την καρδίαν πάντων των ανδρών Ιούδα ως ενός ανθρώπου· και απέστειλαν προς τον βασιλέα, λέγοντες, Επίστρεψον συ και πάντες οι δούλοί σου.
Òun sì yí gbogbo àwọn ọkùnrin Juda lọ́kàn padà àní bí ọkàn ènìyàn kan; wọ́n sì ránṣẹ́ sí ọba, pé, “Ìwọ padà àti gbogbo àwọn ìránṣẹ́ rẹ.”
15 Επέστρεψε λοιπόν ο βασιλεύς και ήλθεν έως του Ιορδάνου. Και ο Ιούδας ήλθεν εις Γάλγαλα, διά να υπάγη εις συνάντησιν του βασιλέως, να διαβιβάση τον βασιλέα διά του Ιορδάνου.
Ọba sì padà, o sì wá sí odò Jordani. Juda sì wá sí Gilgali láti lọ pàdé ọba, àti láti mú ọba kọjá odò Jordani.
16 Έσπευσε δε Σιμεΐ ο υιός του Γηρά, ο Βενιαμίτης, εκ Βαουρείμ, και κατέβη μετά των ανδρών Ιούδα εις συνάντησιν του βασιλέως Δαβίδ.
Ṣimei ọmọ Gera, ará Benjamini ti Bahurimu, ó yára ó sì bá àwọn ọkùnrin Juda sọ̀kalẹ̀ láti pàdé Dafidi ọba.
17 Και ήσαν μετ' αυτού χίλιοι άνδρες εκ του Βενιαμίν, και Σιβά ο δούλος του οίκου του Σαούλ, και οι δεκαπέντε υιοί αυτού και είκοσι δούλοι αυτού μετ' αυτού· και διέβησαν τον Ιορδάνην ενώπιον του βασιλέως.
Ẹgbẹ̀rún ọmọkùnrin sì wà lọ́dọ̀ rẹ̀ nínú àwọn ọmọkùnrin Benjamini, Ṣiba ìránṣẹ́ ilé Saulu, àti àwọn ọmọkùnrin rẹ̀ mẹ́ẹ̀ẹ́dógún àti ogún ìránṣẹ́ sì pẹ̀lú rẹ̀; wọ́n sì gòkè odò Jordani ṣáájú ọba.
18 Έπειτα επέρασεν η λέμβος διά να διαβιβάση την οικογένειαν του βασιλέως, και να κάμη ό, τι ήθελε φανή εις αυτόν αρεστόν. Και Σιμεΐ ο υιός του Γηρά έπεσεν ενώπιον του βασιλέως, ενώ διέβαινε τον Ιορδάνην·
Ọkọ̀ èrò kan ti rékọjá láti kó àwọn ènìyàn ilé ọba sí òkè, àti láti ṣe èyí tí ó tọ́ lójú rẹ̀. Ṣimei ọmọ Gera wólẹ̀. Ó sì dojúbolẹ̀ níwájú ọba, bí ó tí gòkè odò Jordani.
19 και είπε προς τον βασιλέα, Ας μη λογαριάση ο κύριός μου ανομίαν εις εμέ, και μη ενθυμηθής την ανομίαν, την οποίαν έπραξεν ο δούλός σου, καθ' ην ημέραν εξήρχετο ο κύριός μου ο βασιλεύς εξ Ιερουσαλήμ, ώστε να βάλη τούτο ο βασιλεύς εν τη καρδία αυτού·
Ó sì wí fún ọba pé, “Kí olúwa mi ó má ṣe ka ẹ̀ṣẹ̀ sí mi lọ́rùn, má sì ṣe rántí àfojúdi tí ìránṣẹ́ rẹ̀ ṣe ni ọjọ́ tí olúwa mi ọba jáde ní Jerusalẹmu, kí ọba má sì fi sí inú.
20 διότι ο δούλός σου εγνώρισεν ότι εγώ ήμαρτον· και ιδού εγώ ήλθον σήμερον πρότερος παντός του οίκου Ιωσήφ, διά να καταβώ εις συνάντησιν του κυρίου μου του βασιλέως.
Nítorí pé ìránṣẹ́ rẹ mọ̀ pé èmi ti ṣẹ̀; sì wò ó, mo wá lónìí yìí, ẹni àkọ́kọ́ ní gbogbo ìdílé Josẹfu tí yóò sọ̀kalẹ̀ wá pàdé olúwa mi ọba.”
21 Και απεκρίθη ο Αβισαί ο υιός της Σερουΐας, λέγων, Δεν πρέπει ο Σιμεΐ να θανατωθή διά τούτο, διότι κατηράσθη τον κεχρισμένον του Κυρίου;
Ṣùgbọ́n Abiṣai ọmọ Seruiah dáhùn ó sì wí pé, “Kò ha tọ́ kí a pa Ṣimei nítorí èyí? Nítorí pé òun ti bú ẹni àmì òróró Olúwa.”
22 Αλλ' ο Δαβίδ είπε, Τι μεταξύ εμού και υμών, υιοί της Σερουΐας, ώστε γίνεσθε σήμερον επίβουλοι εις εμέ; πρέπει την ημέραν ταύτην να θανατωθή άνθρωπος εν Ισραήλ; διότι δεν γνωρίζω εγώ ότι σήμερον είμαι βασιλεύς επί τον Ισραήλ;
Dafidi sì wí pé, “Kí ni èmi ní ṣe pẹ̀lú yín, ẹ̀yin ọmọ Seruiah tí ẹ dàbí ọ̀tá fún mi lónìí? A ha lè pa ènìyàn kan lónìí ní Israẹli? Tàbí èmi kò ha mọ̀ pé lónìí èmi ni ọba Israẹli.”
23 Και είπεν ο βασιλεύς προς τον Σιμεΐ, Δεν θέλεις αποθάνει. Και ώμοσε προς αυτόν ο βασιλεύς.
Ọba sì wí fún Ṣimei pé, “Ìwọ kì yóò kú!” Ọba sì búra fún un.
24 Και Μεμφιβοσθέ, ο υιός του Σαούλ, κατέβη εις συνάντησιν του βασιλέως· και ούτε τους πόδας αυτού είχε νίψει ούτε τον πώγωνα αυτού ευπρεπίσει ούτε τα ιμάτια αυτού είχε πλύνει, αφ' ης ημέρας ο βασιλεύς ανεχώρησε μέχρι της ημέρας καθ' ην επέστρεψεν εν ειρήνη.
Mefiboṣeti ọmọ Saulu sì sọ̀kalẹ̀ láti wá pàdé ọba, kò wẹ ẹsẹ̀ rẹ̀, kò sí tọ́ irùngbọ̀n rẹ̀, bẹ́ẹ̀ ni kò sì fọ aṣọ rẹ̀ láti ọjọ́ tí ọba ti jáde títí ó fi di ọjọ́ tí ó fi padà ní àlàáfíà.
25 Και ότε ήλθεν εις Ιερουσαλήμ προς συνάντησιν του βασιλέως, ο βασιλεύς είπε προς αυτόν, Διά τι δεν ήλθες μετ' εμού, Μεμφιβοσθέ;
Nígbà tí òun sì wá sí Jerusalẹmu láti pàdé ọba, ọba sì wí fún un pé, “Èéṣe tí ìwọ kò fi bá mi lọ, Mefiboṣeti?”
26 Ο δε απεκρίθη, Κύριέ μου βασιλεύ, ο δούλός μου με ηπάτησε· διότι ο δούλός σου είπε, Θέλω στρώσει δι' εμαυτόν τον όνον, και θέλω αναβή επ' αυτόν και υπάγει προς τον βασιλέα· διότι ο δούλός σου είναι χωλός·
Òun sì dáhùn wí pé, “Olúwa mi, ọba, ìránṣẹ́ mi ni ó tàn mí, nítorí ìránṣẹ́ rẹ wí fún un pé, ‘Di kẹ́tẹ́kẹ́tẹ́ ní gàárì fún mi èmi ó gùn ún, èmi ó sì tọ ọba lọ.’ Nítorí tí ìránṣẹ́ rẹ yarọ.
27 και εσυκοφάντησε τον δούλον σου προς τον κύριόν μου τον βασιλέα· πλην ο κύριός μου ο βασιλεύς είναι ως άγγελος Θεού· κάμε λοιπόν το αρεστόν εις τους οφθαλμούς σου·
Ó sì sọ̀rọ̀ ìbàjẹ́ sí ìránṣẹ́ rẹ, fún olúwa mi ọba, ṣùgbọ́n bí angẹli Ọlọ́run ni olúwa mi ọba rí, nítorí náà ṣe èyí tí ó dára lójú rẹ.
28 διότι πας ο οίκος του πατρός μου δεν ήτο παρά άξιος θανάτου ενώπιον του κυρίου μου του βασιλέως· συ όμως κατέταξας τον δούλον σου μεταξύ εκείνων οίτινες έτρωγον επί της τραπέζης σου· και τι δίκαιον έχω εγώ πλέον, και διά τι να παραπονώμαι έτι προς τον βασιλέα;
Nítorí pé gbogbo ilé baba mi bí òkú ènìyàn ni wọ́n sá à rí níwájú olúwa mi ọba, ìwọ sì fi ipò fún ìránṣẹ́ rẹ láàrín àwọn tí ó ń jẹun ní ibi oúnjẹ. Nítorí náà àre kín ni èmi ní tí èmi yóò fi máa ké pe ọba síbẹ̀.”
29 Και είπε προς αυτόν ο βασιλεύς, Διά τι λαλείς έτι περί των πραγμάτων σου; εγώ είπα, Συ και ο Σιβά διαμοιράσθητε τους αγρούς.
Ọba sì wí fún un pé, “Èéṣe tí ìwọ fi ń sọ ọ̀ràn ara rẹ fún mi èmi sá à ti wí pé, kí ìwọ àti Ṣiba pín ilẹ̀ náà.”
30 Και είπεν ο Μεμφιβοσθέ προς τον βασιλέα, Και τα πάντα ας λάβη, αφού ο κύριός μου ο βασιλεύς επέστρεψεν εις τον οίκον αυτού εν ειρήνη.
Mefiboṣeti sì wí fún ọba pé, “Jẹ́ kí ó mú gbogbo rẹ̀, kí olúwa mi ọba sá à ti padà bọ̀ wá ilé rẹ̀ ni àlàáfíà.”
31 Και ο Βαρζελλαΐ ο Γαλααδίτης κατέβη από Ρωγελλίμ και διέβη τον Ιορδάνην μετά του βασιλέως, διά να συμπροπέμψη αυτόν έως πέραν του Ιορδάνου.
Barsillai ará Gileadi sì sọ̀kalẹ̀ láti Rogelimu wá, ó sì bá ọba gòkè odò Jordani, láti ṣe ìkẹ́ rẹ̀ sí ìkọjá odò Jordani.
32 Ήτο δε ο Βαρζελλαΐ άνθρωπος γέρων σφόδρα, ογδοήκοντα ετών ηλικίας· και διέτρεφε τον βασιλέα, ότε εκάθητο εν Μαχαναΐμ· διότι ήτο άνθρωπος μέγας σφόδρα.
Barsillai sì jẹ́ arúgbó ọkùnrin gidigidi, ẹni ogbó ọgọ́rin ọdún sì ni, ó sì pèsè ohun jíjẹ fún ọba nígbà tí ó ti wà ní Mahanaimu; nítorí pé ọkùnrin ọlọ́lá ni òun ń ṣe.
33 Και είπεν ο βασιλεύς προς τον Βαρζελλαΐ, Διάβα συ μετ' εμού, και θέλω σε τρέφει μετ' εμού εν Ιερουσαλήμ.
Ọba sì wí fún Barsillai pé, “Ìwọ wá bá mi gòkè odò, èmi ó sì máa pèsè fún ọ ní Jerusalẹmu.”
34 Ο δε Βαρζελλαΐ είπε προς τον βασιλέα, Πόσαι είναι αι ημέραι των ετών της ζωής μου, ώστε να αναβώ μετά του βασιλέως εις Ιερουσαλήμ;
Barsillai sì wí fún ọba pé, “Ọjọ́ mélòó ni ọdún ẹ̀mí mi kù, tí èmi ó fi bá ọba gòkè lọ sí Jerusalẹmu.
35 είμαι σήμερον ογδοήκοντα ετών ηλικίας· δύναμαι να κάμω διάκρισιν μεταξύ καλού και κακού; δύναται ο δούλός σου να αισθανθή τι τρώγω, ή τι πίνω; δύναμαι να ακούσω πλέον την φωνήν των αδόντων ή των αδουσών; διά τι λοιπόν ο δούλός σου να ήναι έτι και φορτίον εις τον κύριόν μου τον βασιλέα;
Ẹni ogbó ọgọ́rin ọdún sá à ni èmi lónìí, ǹjẹ́ èmi mọ ìyàtọ̀ nínú rere àti búburú? Ǹjẹ́ ìránṣẹ́ rẹ le mọ adùn ohun tí òun ń jẹ tàbí ohun ti òun ń mu bí? Èmi tún lè mọ adùn ohùn àwọn ọkùnrin tí ń kọrin àti àwọn obìnrin tí ń kọrin bí, ǹjẹ́ nítorí kín ni ìránṣẹ́ rẹ yóò ṣe jẹ́ ìyọnu síbẹ̀ fún olúwa mi ọba.
36 ο δούλός σου θέλει διαβή τον Ιορδάνην μετά του βασιλέως μέχρις ολίγου διαστήματος· και διά τι ο βασιλεύς ήθελε κάμει εις εμέ την ανταπόδοσιν ταύτην;
Ìránṣẹ́ rẹ yóò sì sin ọba lọ díẹ̀ gòkè odò Jordani; èéṣì ṣe tí ọba yóò fi san ẹ̀san yìí fún mi.
37 ας επιστρέψη ο δούλός σου, παρακαλώ, διά να αποθάνω εν τη πόλει μου και να ενταφιασθώ πλησίον του τάφου του πατρός μου και της μητρός μου· πλην ιδού, ο δούλός σου Χιμάμ· ας διαβή μετά του κυρίου μου του βασιλέως· και κάμε εις αυτόν ό, τι φανή αρεστόν εις τους οφθαλμούς σου.
Èmi bẹ̀ ọ́, jẹ́ kí ìránṣẹ́ rẹ padà, èmi ó sì kú ní ìlú mi, a ó sì sin mí ní ibojì baba àti ìyá mi. Sì wo Kimhamu ìránṣẹ́ rẹ, yóò bá olúwa mi ọba gòkè; ìwọ ó sì ṣe ohun tí ó bá tọ́ lójú rẹ fún un.”
38 Και είπεν ο βασιλεύς, Μετ' εμού θέλει διαβή ο Χιμάμ, και εγώ θέλω κάμει εις αυτόν ό, τι φαίνεται αρεστόν εις τους οφθαλμούς σου· και εις σε θέλω κάμει παν ό, τι ζητήσης παρ' εμού.
Ọba sì dáhùn wí pé, “Kimhamu yóò bá mi gòkè, èmi ó sì ṣe èyí tí ó tọ́ lójú rẹ̀ fún un; ohunkóhun tí ìwọ bá sì béèrè lọ́wọ́ mi, èmi ó ṣe é fún ọ.”
39 Και διέβη πας ο λαός τον Ιορδάνην. Και ότε διέβη ο βασιλεύς, κατεφίλησεν ο βασιλεύς τον Βαρζελλαΐ και ευλόγησεν αυτόν· ο δε επέστρεψεν εις τον τόπον αυτού.
Gbogbo àwọn ènìyàn sì gòkè odò Jordani ọba sì gòkè; ọba sì fi ẹnu ko Barsillai lẹ́nu, ó sì súre fún un; òun sì padà sí ilé rẹ̀.
40 Τότε διέβη ο βασιλεύς εις Γάλγαλα, και ο Χιμάμ διέβη μετ' αυτού· και πας ο λαός του Ιούδα και έτι το ήμισυ του λαού Ισραήλ διεβίβασαν τον βασιλέα.
Ọba sì ń lọ́ sí Gilgali, Kimhamu sì ń bà a lọ, gbogbo àwọn ènìyàn Juda sì ń ṣe ìkẹ́ ọba, àti ààbọ̀ àwọn ènìyàn Israẹli.
41 Και ιδού, πάντες οι άνδρες Ισραήλ ήλθον προς τον βασιλέα και είπον προς τον βασιλέα, Διά τι σε έκλεψαν οι αδελφοί ημών, οι άνδρες Ιούδα, και διεβίβασαν τον βασιλέα και την οικογένειαν αυτού, διά του Ιορδάνου, και πάντας τους άνδρας του Δαβίδ μετ' αυτού;
Sì wò ó, gbogbo àwọn ọkùnrin Israẹli sì tọ ọba wá, wọ́n sì wí fún ọba pé, “Èéṣe tí àwọn arákùnrin wa àwọn ọkùnrin Juda fi jí ọ kúrò, tí wọ́n sì fi mú ọba àti àwọn ará ilé rẹ̀ gòkè odò Jordani, àti gbogbo àwọn ènìyàn Dafidi pẹ̀lú rẹ?”
42 Και απεκρίθησαν πάντες οι άνδρες Ιούδα προς τους άνδρας Ισραήλ, Διότι ο βασιλεύς είναι συγγενής ημών· και τι θυμόνετε διά το πράγμα τούτο; μήπως εφάγομεν τι εκ του βασιλέως; ή έδωκεν εις ημάς δώρον;
Gbogbo ọkùnrin Juda sì dá àwọn ọkùnrin Israẹli lóhùn pé, “Nítorí pé ọba bá wa tan ni; èéṣe tí ẹ̀yin fi bínú nítorí ọ̀ràn yìí? Àwa jẹ nínú oúnjẹ ọba rárá bí? Tàbí ó fi ẹ̀bùn kan fún wa bí?”
43 Και απεκρίθησαν οι άνδρες Ισραήλ προς τους άνδρας Ιούδα και είπον, Ημείς έχομεν δέκα μέρη εις τον βασιλέα, και μάλιστα έχομεν εις τον Δαβίδ πλειότερον παρά σείς· διά τι λοιπόν περιφρονείτε ημάς; και δεν ελαλήσαμεν ημείς πρώτοι μεταξύ ημών περί της επιστροφής του βασιλέως ημών; Και οι λόγοι των ανδρών Ιούδα ήσαν σκληρότεροι παρά τους λόγους των ανδρών Ισραήλ.
Àwọn ọkùnrin Israẹli náà sì dá àwọn ọkùnrin Juda lóhùn pé, “Àwa ní ipá mẹ́wàá nínú ọba, àwa sì ní nínú Dafidi jù yín lọ, èéṣì ṣe tí ẹ̀yin kò fi kà wá sí, tí ìmọ̀ wa kò fi ṣáájú láti mú ọba wa padà?” Ọ̀rọ̀ àwọn ọkùnrin Juda sì le ju ọ̀rọ̀ àwọn ọkùnrin Israẹli.