< Βασιλειῶν Δʹ 6 >

1 Και είπον οι υιοί των προφητών προς τον Ελισσαιέ, Ιδού τώρα, ο τόπος, εις τον οποίον ημείς κατοικούμεν ενώπιόν σου, είναι στενός δι' ημάς·
Na ka mea nga tama a nga poropiti ki a Eriha, Nana, ko te wahi e noho nei matou i tou aroaro he kuiti rawa mo tatou.
2 ας υπάγωμεν, παρακαλούμεν, έως του Ιορδάνου, και εκείθεν ας λάβωμεν έκαστος μίαν δοκόν, και ας κάμωμεν εις εαυτούς εκεί τόπον, διά να κατοικώμεν εκεί. Ο δε είπεν, Υπάγετε.
Tena, tukua matou kia haere ki Horano, ki te tango kurupae mai i reira, tenei, tenei o matou, ka hanga ai i tetahi wahi i reira hei nohoanga mo tatou. A ka whakahokia e ia, Haere koutou.
3 Και είπεν ο εις, Ευαρεστήθητι, παρακαλώ, να έλθης μετά των δούλων σου. Και είπε, Θέλω ελθεί.
Na ka mea tetahi, Tena, whakaae mai kia haere koe i au pononga. Ano ra ko ia, Ka haere ano ahau.
4 Και υπήγε μετ' αυτών. Και ελθόντες εις τον Ιορδάνην, έκοπτον τα ξύλα.
Heoi haere ana ia i a ratou. I to ratou taenga ki Horano, kei te topetope rakau.
5 Ενώ δε ο εις κατέβαλλε την δοκόν, έπεσε το σιδήριον εις το ύδωρ· και εβόησε και είπεν, Ω, κύριε· και τούτο ήτο δάνειον·
Otiia i tetahi e tua ana i te rakau, ka marere te pane o te toki ki te wai: na ka karanga ia, ka mea, Aue, e toku ariki! he toki na te tangata.
6 είπε δε ο άνθρωπος του Θεού, Που έπεσε; Και έδειξε τον τόπον εις αυτόν. Τότε έκοψε σχίζαν ξύλου, και έρριψεν εκεί· και το σιδήριον επέπλευσε.
Na ka mea te tangata a te Atua, Tena koa te wahi i marere ai? A ka whakaaturia e ia ki a ia te wahi. Na tapahia ana e ia tetahi rakau, a maka ana ki reira, na kua manu taua rino.
7 Και είπεν, Ανάλαβε προς σεαυτόν. Και εκτείνας την χείρα αυτού, έλαβεν αυτό.
Na ka mea ia, Tangohia ki a koe. Na ka totoro tona ringa, a tangohia ana e ia.
8 Ο δε βασιλεύς της Συρίας επολέμει εναντίον του Ισραήλ, και συνεβουλεύθη μετά των δούλων αυτού, λέγων, Εις τον δείνα και δείνα τόπον θέλω στρατοπεδεύσει.
Na ka whawhai te kingi o Hiria ki a Iharaira; a ka whakatakoto whakaaro ia ki ana tangata, ka mea, Ko te wahi hei puni moku, kei mea.
9 Και απέστειλεν ο άνθρωπος του Θεού προς τον βασιλέα του Ισραήλ, λέγων, Φυλάχθητι να μη περάσης τον τόπον εκείνον, διότι οι Σύριοι στρατοπεδεύουσιν εκεί.
Na ka tono tangata te tangata a te Atua ki te kingi o Iharaira ki te ki atu, Kia tupato kei tika koe na taua wahi: kei te haere hoki nga Hirianai ki raro, ki reira.
10 Και απέστειλεν ο βασιλεύς του Ισραήλ εις τον τόπον, τον οποίον είπε προς αυτόν ο άνθρωπος του Θεού και παρήγγειλε περί αυτού· και προεφυλάχθη εκείθεν ουχί άπαξ ουδέ δις.
Na ka unga tangata te kingi o Iharaira ki te wahi i kiia ra e te tangata a te Atua ki a ia, i whakatupato ai ia i a ia; a ka honea ia i reira, ehara ano i te tuatahi, i te tuarua ranei.
11 Και εταράχθη η καρδία του βασιλέως της Συρίας διά το πράγμα τούτο· και συγκαλέσας τους δούλους αυτού, είπε προς αυτούς, Δεν θέλετε με αναγγείλει, τις εξ ημών είναι υπέρ του βασιλέως του Ισραήλ;
Na pohewa noa iho te ngakau o te kingi o Hiria i tenei mea; a ka karangatia e ia ana tangata, ka mea ki a ratou, E kore ianei koutou e whakaatu ki ahau, ko wai o tatou kei te kingi o Iharaira?
12 Και είπεν εις εκ των δούλων αυτού, Ουδείς, κύριέ μου βασιλεύ· αλλ' ο Ελισσαιέ ο προφήτης, ο εν τω Ισραήλ, αναγγέλλει προς τον βασιλέα του Ισραήλ τους λόγους, τους οποίους λαλείς εν τω ταμείω του κοιτώνός σου.
Ka mea tetahi o ana tangata, Kahore, e toku ariki, e te kingi; engari ko Eriha, ko te poropiti kei roto i a Iharaira, kei te whakaatu ki te kingi o Iharaira i nga kupu e korero ai koe i tou whare moenga.
13 Και είπεν, Υπάγετε και ιδέτε που είναι, διά να στείλω να συλλάβω αυτόν. Και ανήγγειλαν προς αυτόν, λέγοντες, Ιδού, είναι εν Δωθάν.
Na ka mea ia, Tikina, tirohia, kei hea ia, kia unga ai e ahau he tangata ki te tiki i a ia. A ka korerotia ki a ia, Nana, kei Rotana.
14 Και απέστειλεν εκεί ίππους και αμάξας και στράτευμα μέγα, οίτινες, ελθόντες διά νυκτός, περιεκύκλωσαν την πόλιν.
Na tonoa ana e ia ki reira he hoiho, he hariata, me tetahi ope nui: a haere po ana ratou, karapotia ana te pa.
15 Και ότε εξηγέρθη το πρωΐ ο υπηρέτης του ανθρώπου του Θεού και εξήλθεν, ιδού, στράτευμα είχε περικυκλωμένην την πόλιν με ίππους και αμάξας. Και είπεν ο υπηρέτης αυτού προς αυτόν, Ω, κύριε, τι θέλομεν κάμει;
Na, i te marangatanga o te kaimahi a te tangata a te Atua i te ata tu, i te putanga ki waho, na, he taua e karapoti ana i te pa, me nga hoiho, me nga hariata. Na ka mea tana tangata ki a ia, Aue, e toku ariki, me aha tatou?
16 Ο δε είπε, Μη φοβού· διότι πλειότεροι είναι οι μεθ' ημών παρά τους μετ' αυτών.
Ano ra ko ia, Kaua e wehi; hira ake hoki o tatou hoa i o ratou hoa.
17 Και προσηυχήθη ο Ελισσαιέ και είπε, Κύριε, Άνοιξον, δέομαι, τους οφθαλμούς αυτού, διά να ίδη. Και ήνοιξεν ο Κύριος τους οφθαλμούς του υπηρέτου, και είδε· και ιδού, το όρος ήτο πλήρες ίππων και αμαξών πυρός περί τον Ελισσαιέ.
Na ka inoi a Eriha, a ka mea, E Ihowa, kia titiro ona kanohi, kia kite ai ia. Na whakatirohia ana nga kanohi o taua taitamariki; a ka kite ia; na, kapi tonu te maunga i te hoiho, i te hariata ahi i nga taha katoa o Eriha.
18 Και ότε κατέβησαν προς αυτόν οι Σύριοι, προσηυχήθη ο Ελισσαιέ προς τον Κύριον και είπε, Πάταξον, δέομαι, τον λαόν τούτον με αορασίαν. Και επάταξεν αυτούς με αορασίαν, κατά τον λόγον του Ελισσαιέ.
Na, i to ratou haerenga ki raro ki a ia, ka inoi a Eriha ki a Ihowa, ka mea, Tena ra, patua tenei iwi kia matapo. Na patua ana ratou e ia kia matapo, pera tonu ia me ta Eriha i ki ai.
19 Και είπε προς αυτούς ο Ελισσαιέ, Δεν είναι αύτη η οδός ουδέ αύτη η πόλις· έλθετε κατόπιν μου, και θέλω σας φέρει προς τον άνθρωπον, τον οποίον ζητείτε. Και έφερεν αυτούς εις την Σαμάρειαν.
Na ka mea a Eriha ki a ratou, Ehara tenei i te huarahi, ehara hoki tenei i te pa: whai mai i ahau, a maku koutou e arahi ki ta koutou tangata e rapu nei. A arahina ana ratou e ia ki Hamaria.
20 Και ότε ήλθον εις την Σαμάρειαν, είπεν ο Ελισσαιέ, Άνοιξον, Κύριε, τους οφθαλμούς τούτων, διά να βλέπωσι. Και ήνοιξεν ο Κύριος τους οφθαλμούς αυτών, και είδον· και ιδού, ήσαν εκ τω μέσω της Σαμαρείας.
A, no te taenga ki Hamaria, ka mea a Eriha, E Ihowa, whakatirohia nga kanohi o enei, kia kite ai ratou. Na whakatirohia ana e Ihowa o ratou kanohi, a ka kite ratou; na, i waenganui pu ratou o Hamaria.
21 Και ως είδεν αυτούς ο βασιλεύς του Ισραήλ, είπε προς τον Ελισσαιέ, Να πατάξω, να πατάξω, πάτερ μου;
Na ka mea te kingi o Iharaira ki a Eriha, i tona kitenga i a ratou, Kia patua e ahau, e toku papa? kia patua e ahau?
22 Ο δε είπε, Μη πατάξης· ήθελες πατάξει εκείνους, τους οποίους ηχμαλώτευσας διά της ρομφαίας σου και διά του τόξου σου; θες άρτον και ύδωρ έμπροσθεν αυτών, και ας φάγωσι και ας πίωσι και ας απέλθωσι προς τον κύριον αυτών.
Ano ra ko ia, Kaua e patua e koe. E patua ranei e koe au i hopu ai ki tau hoari, ki tau kopere? Whakatakotoria he taro, he wai ki o ratou aroaro, kia kai ratou, kia inu, kia hoki ki to ratou ariki.
23 Και έθεσεν έμπροσθεν αυτών άφθονον τροφήν· και αφού έφαγον και έπιον, απέστειλεν αυτούς, και ανεχώρησαν προς τον κύριον αυτών. Και δεν ήλθον πλέον τα τάγματα της Συρίας εις την γην του Ισραήλ.
Na taka ana e ia he kai ma ratou, he nui: a, ka kai ratou, ka inu, ka tonoa atu ratou e ia, a haere ana ratou ki to ratou ariki. Na heoi ano haerenga mai o nga taua a nga Hiriani ki te whenua o Iharaira.
24 Μετά δε ταύτα ο Βεν-αδάδ βασιλεύς της Συρίας συνήθροισεν άπαν το στράτευμα αυτού, και ανέβη και επολιόρκησε την Σαμάρειαν.
Na, muri iho i tenei, ka huihuia e Peneharara kingi o Hiria tana ope katoa, a haere ana, whakapaea ana a Hamaria.
25 Έγεινε δε πείνα μεγάλη εν Σαμαρεία· και ιδού, επολιόρκουν αυτήν, εωσού κεφαλή όνου επωλήθη δι' ογδοήκοντα αργύρια και το τέταρτον ενός κάβου κόπρου περιστερών διά πέντε αργύρια.
Na nui atu te matekai o Hamaria: na, whakapaea ana a reira e ratou, nawai a ka hokona te upoko kaihe mo nga pihi hiriwa e waru tekau, te wahi wha hoki o te kapa paru kukupa mo nga pihi hiriwa e rima.
26 Και ενώ διέβαινεν ο βασιλεύς του Ισραήλ επί του τείχους, γυνή τις εβόησε προς αυτόν, λέγουσα, Σώσον, κύριέ μου βασιλεύ.
Na, i te kingi o Iharaira e haere ana na runga i te taiepa, ka karanga tetahi wahine ki a ia, ka mea, Whakaorangia, e te ariki, e te kingi.
27 Ο δε είπεν, Εάν ο Κύριος δεν σε σώση, πόθεν θέλω σε σώσει εγώ; μη εκ του αλωνίου ή εκ του ληνού;
Ano ra ko ia, Ka kore nei a Ihowa e whakaora i a koe, kei hea he mea maku hei whakaora i a koe? kei te tapunga witi ranei? kei te poka waina ranei?
28 Και είπε προς αυτήν ο βασιλεύς, Τι έχεις; Η δε είπε, Η γυνή αύτη μοι είπε, Δος τον υιόν σου, διά να φάγωμεν αυτόν σήμερον, και αύριον θέλομεν φάγει τον υιόν μου·
A ka mea te kingi ki a ia, He aha tau? Ano ra ko ia, I mea mai te wahine nei ki ahau, Homai tau tama hei kai ma taua aianei, a hei apopo ka kai taua i taku tama.
29 και εβράσαμεν τον υιόν μου και εφάγομεν αυτόν· είπον δε προς αυτήν την ακόλουθον ημέραν, Δος τον υιόν σου, διά να φάγωμεν αυτόν· η δε έκρυψε τον υιόν αυτής.
Heoi kohuatia ana e maua taku tama, kainga ana e maua: na i te aonga ake ka mea atu ahau ki a ia, Homai tau tama kia kainga e taua: na kua huna e ia tana tama.
30 Και ως ήκουσεν ο βασιλεύς τους λόγους της γυναικός, διέρρηξε τα ιμάτια αυτού· και ενώ διέβαινεν επί του τείχους, ο λαός είδε, και ιδού, σάκκος έσωθεν επί της σαρκός αυτού.
Na, i te rongonga o te kingi i nga kupu a taua wahine, ka haea e ia ona kakahu; i runga hoki ia i te taiepa e haere ana; a ka titiro te iwi, na, he kakahu taratara tena kei roto, kei tona kiri.
31 Και είπεν, Ούτω να κάμη εις εμέ ο Θεός και ούτω να προσθέση, εάν η κεφαλή του Ελισσαιέ υιού του Σαφάτ σταθή επάνω αυτού σήμερον.
Katahi ia ka mea, Kia meatia mai tenei ki ahau e te Atua, me tetahi atu mea, ki te u te matenga o Eriha tama a Hapata ki runga ki a ia aianei.
32 Ο δε Ελισσαιέ εκάθητο εν τω οίκω αυτού, και οι πρεσβύτεροι εκάθηντο μετ' αυτού· και απέστειλεν ο βασιλεύς άνδρα απ' έμπροσθεν αυτού· πριν δε έλθη προς αυτόν ο μηνυτής, αυτός είπε προς τους πρεσβυτέρους, Δεν βλέπετε ότι ούτος ο υιός του φονευτού έστειλε να αφαιρέση την κεφαλήν μου; βλέπετε, καθώς έλθη ο μηνυτής, κλείσατε την θύραν και εμποδίσατε αυτόν προς την θύραν· η φωνή των ποδών του κυρίου αυτού δεν είναι εξόπισθεν αυτού;
Otiia i noho a Eriha i roto i tona whare, a i noho tahi ratou ko nga kaumatua; na ka unga tangata te kingi i tona aroaro: otiia kiano te karere i tae noa ki a ia, ka mea ia ki nga kaumatua, Kia kite koutou kua unga tangata mai tenei tama a te ka ikohuru ki te tango i toku upoko? Kia mohio, ina tae mai te karere, tutakina te tatau, kia u hoki te pupuri atu i te tatau ki a ia: he teka ianei kei muri i a ia te tapuwae o nga waewae o tona ariki?
33 Και ενώ έτι ελάλει μετ' αυτών, ιδού, κατέβη προς αυτόν ο μηνυτής· και είπεν, Ιδού, παρά Κυρίου είναι το κακόν τούτο· τι πλέον να ελπίσω εις τον Κύριον;
I a ia ano e korero ana ki a ratou, na ko te karere kua tae iho ki a ia: a ka mea ia, Nana, na Ihowa tenei kino; ko te ahau taku e tatari atu ai ano i a Ihowa?

< Βασιλειῶν Δʹ 6 >