< Βασιλειῶν Αʹ 14 >

1 Ημέραν δε τινά είπεν Ιωνάθαν, ο υιός του Σαούλ, προς τον νέον τον βαστάζοντα τα όπλα αυτού, Ελθέ, και ας περάσωμεν προς την φρουράν των Φιλισταίων, την εν τω πέραν· προς τον πατέρα αυτού όμως δεν εφανέρωσε τούτο.
Kwasekusithi ngolunye usuku, uJonathani indodana kaSawuli wathi emfaneni othwala izikhali zakhe: Woza sichaphele ebuthweni lenqaba yamaFilisti elingaphetsheya ngale. Kodwa kamtshelanga uyise.
2 Ο δε Σαούλ εκάθητο επί του άκρου του Γαβαά, υπό την ροδιάν την εν Μιγρών· και ο λαός ο μετ' αυτού ήτο έως εξακόσιοι άνδρες·
USawuli wayehlala-ke ephethelweni leGibeya ngaphansi kwesihlahla sepomegranati esiseMigironi; labantu ababelaye babengaphose babe ngamadoda angamakhulu ayisithupha;
3 και Αχιά, ο υιός του Αχιτώβ, αδελφού του Ιχαβώδ, υιού του Φινεές, υιού του Ηλεί, ιερεύς του Κυρίου εν Σηλώ, φορών εφόδ. Και ο λαός δεν ήξευρεν ότι υπήγεν ο Ιωνάθαν.
loAhiya, indodana kaAhitubi, umfowabo kaIkabodi, indodana kaPhinehasi, indodana kaEli, umpristi weNkosi eShilo, wayembethe i-efodi. Kodwa abantu babengazi ukuthi uJonathani uhambile.
4 Μεταξύ δε των διαβάσεων, διά των οποίων ο Ιωνάθαν εζήτει να περάση προς την φρουράν των Φιλισταίων, ήτο απότομος βράχος εξ ενός μέρους και απότομος βράχος εκ του άλλου μέρους· και το όνομα του ενός Βοσές, το δε όνομα του άλλον Σενέ.
Laphakathi kwemikhandlo, lapho uJonathani ayezama ukuchapha khona ukuya ebuthweni lenqaba yamaFilisti, kwakuledwala elicijileyo nganeno, ledwala elicijileyo ngaphetsheya; njalo ibizo lelinye laliyiBozezi, lebizo lelinye laliyiSene.
5 Το μέτωπον του ενός βράχου ήτο προς βορράν απέναντι Μιχμάς, και το του άλλου προς νότον απέναντι Γαβαά.
Elinye iliwa laligxile enyakatho maqondana leMikimashi, lelinye ngeningizimu maqondana leGeba.
6 Και είπεν ο Ιωνάθαν προς τον νέον τον βαστάζοντα τα όπλα αυτού, Ελθέ, και ας περάσωμεν προς την φρουράν των απεριτμήτων τούτων· ίσως ενεργήση ο Κύριος υπέρ ημών· διότι δεν είναι εις τον Κύριον εμπόδιον να σώση διά πολλών ή δι' ολίγων.
UJonathani wasesithi emfaneni othwala izikhali zakhe: Woza sichaphele ebuthweni lenqaba elalaba abangasokanga; mhlawumbe iNkosi izasisebenzela, ngoba kakulasenqabelo eNkosini ukusindisa ngabanengi loba ngabalutshwana.
7 Και είπε προς αυτόν ο οπλοφόρος αυτού, Κάμε ό, τι είναι εν τη καρδία σου· προχώρει· ιδού, εγώ είμαι μετά σου κατά την καρδίαν σου.
Umthwali wezikhali zakhe wasesithi kuye: Yenza konke okusenhliziyweni yakho; phambuka, khangela ngilawe njengokwenhliziyo yakho.
8 Τότε είπεν ο Ιωνάθαν, Ιδού, ημείς θέλομεν περάσει προς τους άνδρας και θέλομεν δειχθή εις αυτούς·
UJonathani wasesithi: Khangela, sizachaphela kulabobantu sizibonakalise kibo.
9 εάν είπωσι προς ημάς ούτω, Στάθητε έως να έλθωμεν προς εσάς· τότε θέλομεν σταθή εν τω τόπω ημών και δεν θέλομεν αναβή προς αυτούς·
Uba bekhuluma njalo kithi besithi: Manini mpo, size sifike kini; sizakuma-ke endaweni yethu, singenyukeli kibo.
10 αλλ' εάν είπωσιν ούτως, Ανάβητε προς ημάς· τότε θέλομεν αναβή· διότι ο Κύριος παρέδωκεν αυτούς εις την χείρα ημών· και τούτο θέλει είσθαι εις ημάς το σημείον.
Kodwa uba bekhuluma njalo kithi besithi: Yenyukelani kithi; sizakwenyuka-ke, ngoba iNkosi ibanikele esandleni sethu; lalokhu kuzakuba yisibonakaliso kithi.
11 Εδείχθησαν λοιπόν αμφότεροι εις την φρουράν των Φιλισταίων· και οι Φιλισταίοι είπον, Ιδού, οι Εβραίοι εξέρχονται εκ των τρυπών, όπου είχον κρυφθή.
Ngakho bobabili bazibonakalisa ebuthweni lenqaba yamaFilisti; amaFilisti asesithi: Khangelani, amaHebheru asephuma emilindini abecatshe kiyo.
12 Και ελάλησαν οι άνδρες της φρουράς προς τον Ιωνάθαν και προς τον βαστάζοντα τα όπλα αυτού, και είπον, Ανάβητε προς ημάς, και θέλομεν σας φανερώσει τι. Και είπεν ο Ιωνάθαν προς τον οπλοφόρον αυτού, Ανάβα κατόπιν μου· διότι παρέδωκεν αυτούς ο Κύριος εις την χείρα του Ισραήλ.
Amadoda ebutho lenqaba asephendula oJonathani lomthwali wezikhali zakhe athi: Yenyukelani kithi, sizalitshengisa ulutho. UJonathani wasesithi kumthwali wezikhali zakhe: Yenyuka ungilandele, ngoba iNkosi iwanikele esandleni sikaIsrayeli.
13 Και ανέρπυσεν ο Ιωνάθαν με τας χείρας αυτού και με τους πόδας αυτού, και ο βαστάζων τα όπλα αυτού κατόπιν αυτού· και έπεσον έμπροσθεν του Ιωνάθαν· και ο βαστάζων τα όπλα αυτού εθανάτονεν αυτούς κατόπιν αυτού.
UJonathani wasekhwela ngezandla zakhe langenyawo zakhe, lomthwali wezikhali zakhe emva kwakhe. Asesiwa phambi kukaJonathani, lomthwali wezikhali zakhe wawabulala emva kwakhe.
14 Αύτη δε η πρώτη σφαγή, την οποίαν έκαμον ο Ιωνάθαν και ο οπλοφόρος αυτού, ήτο περίπου είκοσι άνδρες, εις διάστημα γης ημίσεως στρέμματος.
Ukutshaya kokuqala atshaya ngakho uJonathani lomthwali wezikhali zakhe kwakungaba phose ngamadoda angamatshumi amabili, ensimini elingana lengxenye yendima yesipani.
15 Και έγεινε τρόμος εν τω στρατοπέδω, εν τοις αγροίς και εν παντί τω λαώ· η φρουρά και οι λεηλατούντες, και αυτοί κατετρόμαξαν, και η γη συνεταράχθη· ώστε ήτο ως τρόμος Θεού.
Kwasekusiba khona ukuthuthumela enkambeni, egangeni, laphakathi kwabantu bonke; ibutho lenqaba labachithi labo bathuthumela, lomhlaba wanyikinyeka, kwasekusiba yikuthuthumela okukhulu.
16 Και είδον οι φρουροί του Σαούλ εν Γαβαά του Βενιαμίν, και ιδού, το πλήθος διελύετο και βαθμηδόν διεσκορπίζετο.
Abalindi bakaSawuli eGibeya yakoBhenjamini basebebona ukuthi, khangela, ixuku lancibilika lihamba litshayelana phansi.
17 Τότε είπεν ο Σαούλ προς τον λαόν τον μετ' αυτού, Απαριθμήσατε τώρα και ιδέτε τις ανεχώρησεν εξ ημών. Και ότε απηρίθμησαν, ιδού, ο Ιωνάθαν και ο οπλοφόρος αυτού δεν ήσαν.
USawuli wasesithi ebantwini ababelaye: Ake libale, libone ukuthi ngubani osuke kithi. Kwathi sebebalile, khangela, uJonathani lomthwali wezikhali zakhe babengekho.
18 Και είπεν ο Σαούλ προς τον Αχιά, Φέρε εδώ την κιβωτόν του Θεού. Διότι η κιβωτός του Θεού ήτο τότε μετά των υιών Ισραήλ.
USawuli wasesithi kuAhiya: Letha lapha umtshokotsho kaNkulunkulu. Ngoba umtshokotsho kaNkulunkulu ngalolosuku wawukubantwana bakoIsrayeli.
19 Και ενώ ελάλει ο Σαούλ προς τον ιερέα, ο θόρυβος εν τω στρατοπέδω των Φιλισταίων επροχώρει επί το μάλλον και επληθύνετο· ο δε Σαούλ είπε προς τον ιερέα, Σύρε οπίσω την χείρα σου.
Kwasekusithi uSawuli esakhuluma lompristi, umsindo owawusenkambeni yamaFilisti waqhubeka wanda. USawuli wasesithi kumpristi: Buyisela isandla sakho.
20 Και συνηθροίσθησαν ο Σαούλ και πας ο λαός ο μετ' αυτού και ήλθον έως εις την μάχην· και ιδού, παντός ανδρός η ρομφαία ήτο εναντίον του συντρόφου αυτού, σφαγή μεγάλη σφόδρα.
USawuli labo bonke abantu ababelaye basebebizelwa ndawonye bafika empini, khangela-ke, inkemba yalowo lalowo yayimelene lomakhelwane wakhe, isiyaluyalu esikhulu kakhulu.
21 οι δε Εβραίοι οι μετά των Φιλισταίων όντες ως άλλοτε, οίτινες είχον αναβή μετ' αυτών εις το στρατόπεδον εκ των πέριξ, και αυτοί έτι ηνώθησαν μετά των Ισραηλιτών, οίτινες ήσαν μετά του Σαούλ και Ιωνάθαν.
LamaHebheru ayelamaFilisti njengakuqala, enyukela lawo enkambeni inhlangothi zonke, ngitsho lawo aphenduka ukuthi abe loIsrayeli owayeloSawuli loJonathani.
22 Και πάντες οι άνδρες του Ισραήλ οι κρυπτόμενοι εν τω όρει Εφραΐμ, ακούσαντες ότι οι Φιλισταίοι έφευγον, έδραμον και αυτοί κατόπιν αυτών εις πόλεμον.
Kwathi amadoda wonke akoIsrayeli ayecatshe entabeni yakoEfrayimi esezwile ukuthi amaFilisti ayabaleka, ngitsho lawo awanamathela ewalandela empini.
23 Και έσωσεν ο Κύριος τον Ισραήλ εν τη ημέρα εκείνη· και η μάχη επέρασεν εις Βαιθ-αυέν.
Ngokunjalo iNkosi yamsindisa uIsrayeli ngalolosuku; lempi yedlulela eBeti-Aveni.
24 Οι δε άνδρες του Ισραήλ απέκαμον την ημέραν εκείνην· διότι ο Σαούλ είχεν ορκίσει τον λαόν, λέγων, Επικατάρατος ο άνθρωπος, όστις φάγη τροφήν έως εσπέρας, και εκδικηθώ από των εχθρών μου. Όθεν δεν εγεύθη τροφήν πας ο λαός.
Amadoda akoIsrayeli asekhathala ngalolosuku, ngoba uSawuli wafungisa abantu esithi: Kaqalekiswe umuntu odla ukudla kuze kube ntambama, ukuze ngiziphindiselele ezitheni zami. Ngakho kakho ebantwini owanambitha ukudla.
25 Και παν το πλήθος ήλθεν εις δάσος, όπου ήτο μέλι κατά γης.
Bonke abelizwe basebefika ehlathini; njalo kwakuloluju phezu kobuso bomhlabathi.
26 Και ότε εισήλθεν ο λαός εις το δάσος, ιδού, το μέλι εστάλαξεν· ουδείς όμως επλησίασε την χείρα αυτού εις το στόμα αυτού· διότι εφοβήθη ο λαός τον όρκον.
Lapho abantu bengena ehlathini, khangela, uluju lwathonta; kodwa kakho loyedwa owasa isandla sakhe emlonyeni wakhe, ngoba abantu besaba isifungo.
27 Ο Ιωνάθαν όμως δεν είχεν ακούσει, ότε ο πατήρ αυτού ώρκισε τον λαόν· όθεν ήπλωσε το άκρον της ράβδου της εν τη χειρί αυτού και εβύθισεν αυτό εις κηρήθραν και έβαλε την χείρα αυτού εις το στόμα αυτού, και ανέβλεψαν οι οφθαλμοί αυτού.
Kodwa uJonathani wayengezwanga lapho uyise efungisa abantu; ngakho welula isihloko somqwayi owawusesandleni sakhe, wasigxamuza ehlangeni lwenyosi, wasesisa isandla sakhe emlonyeni wakhe, lamehlo akhe aqaqabuka.
28 Απεκρίθη δε εις εκ του λαού και είπεν, Ο πατήρ σου ώρκισε δι' όρκου τον λαόν, λέγων, Επικατάρατος ο άνθρωπος, όστις φάγη τροφήν σήμερον· διά τούτο ο λαός είναι εκλελυμένος.
Omunye wabantu wasephendula wathi: Uyihlo ubafungisile lokubafungisa abantu esithi: Uqalekisiwe umuntu odla ukudla lamuhla. Abantu basebephele amandla.
29 Ο δε Ιωνάθαν είπεν, Ετάραξεν ο πατήρ μου τον κόσμον· ιδέτε, παρακαλώ, πόσον ανέβλεψαν οι οφθαλμοί μου, διότι εγεύθην ολίγον εκ τούτου του μέλιτος·
UJonathani wasesithi: Ubaba ulihluphile ilizwe; ake libone ukuthi amehlo ami aseqaqabuke njani, ngoba nginambithe ingcosana yaloluluju.
30 πόσω μάλλον, εάν ο λαός ήθελε φάγει την σήμερον ελευθέρως εκ των λαφύρων των εχθρών αυτού, τα οποία εύρηκε; διότι δεν ήθελε γείνει τώρα πολύ μεγαλητέρα σφαγή μεταξύ των Φιλισταίων;
Kudlula kangakanani aluba abantu bebedlile lokudla lamuhla okwempango yezitha zabo abayitholayo? Ngoba khathesi ukubulala kakubanga kukhulu phakathi kwamaFilisti.
31 Επάταξαν δε εν εκείνη τη ημέρα τους Φιλισταίους από Μιχμάς έως Αιαλών· και ο λαός ήτο εκλελυμένος σφόδρα.
Basebetshaya amaFilisti ngalolosuku kusukela eMikimashi kuze kube seAjaloni. Abantu basebephele amandla kakhulu.
32 Όθεν ερρίφθη ο λαός εις τα λάφυρα, και έλαβε πρόβατα και βόας και μόσχους και έσφαξαν κατά γής· και έτρωγεν ο λαός μετά του αίματος.
Abantu basebetheleka empangweni; bathatha izimvu, lezinkabi, lamathole enkomo, bakuhlabela emhlabathini; abantu bakudla kanye legazi.
33 Ανήγγειλαν δε προς τον Σαούλ, λέγοντες, Ιδού, ο λαός αμαρτάνει εις τον Κύριον, διότι τρώγουσι μετά του αίματος. Και είπε, Παραβάται εστάθητε· κυλίσατε προς εμέ σήμερον λίθον μέγαν.
Basebemtshela uSawuli besithi: Khangela, abantu bayona eNkosini ngokudla kanye legazi. Wasesithi: Lenze ngokungathembeki; giqelani kimi ilitshe elikhulu lamuhla.
34 Και είπεν ο Σαούλ, Διασπάρθητε μεταξύ του λαού και είπατε προς αυτούς, Φέρετέ μοι ενταύθα έκαστος τον βουν αυτού και έκαστος το πρόβατον αυτού, και σφάξατε ενταύθα και φάγετε· και μη αμαρτάνετε εις τον Κύριον, τρώγοντες μετά του αίματος. Και έφεραν πας ο λαός έκαστος τον βουν αυτού μεθ' εαυτού εκείνην την νύκτα και έσφαξαν εκεί.
USawuli wasesithi: Zihlakazeni phakathi kwabantu lithi kibo: Sondezani kimi, ngulowo lalowo inkabi yakhe, langulowo lalowo imvu yakhe, lizihlabele lapha, lidle; njalo lingoni eNkosini ngokudla kanye legazi. Ngakho bonke abantu basondeza, ngulowo lalowo inkabi yakhe ngesandla sakhe ngalobobusuku, bazihlaba khona.
35 Και ωκοδόμησεν ο Σαούλ θυσιαστήριον εις τον Κύριον· τούτο ήτο το πρώτον θυσιαστήριον, το οποίον ωκοδόμησεν ο Σαούλ εις τον Κύριον.
USawuli waseyakhela iNkosi ilathi; kwakulilathi lokuqala alakhela iNkosi.
36 Και είπεν ο Σαούλ, Ας καταβώμεν εξοπίσω των Φιλισταίων διά νυκτός, και ας διαρπάσωμεν αυτούς έως να φέγξη η ημέρα, και ας μη αφήσωμεν μηδέ ένα εξ αυτών. Και είπον, Κάμε παν ό, τι σοι φαίνεται καλόν. Τότε είπεν ο ιερεύς, Ας προσέλθωμεν ενταύθα εις τον Θεόν.
USawuli wasesithi: Asehleni silandele amaFilisti ebusuku, siwaphange kuze kube yikukhanya kokusa, singatshiyi lamuntu kiwo. Basebesithi: Yenza konke okuhle emehlweni akho. Kodwa umpristi wathi: Asisondeleni lapha kuNkulunkulu.
37 Και ηρώτησεν ο Σαούλ τον Θεόν, Να καταβώ εξοπίσω των Φιλισταίων; θέλεις παραδώσει αυτούς εις την χείρα του Ισραήλ; Αλλά δεν απεκρίθη προς αυτόν την ημέραν εκείνην.
USawuli wasebuza kuNkulunkulu wathi: Ngehle ngilandele amaFilisti yini? Uzawanikela esandleni sikaIsrayeli yini? Kodwa kamphendulanga ngalolosuku.
38 Και είπεν ο Σαούλ, Πλησιάσατε ενταύθα πάντες οι αρχηγοί του λαού· και μάθετε και ιδέτε, εις ποίον εστάθη η αμαρτία αύτη σήμερον·
USawuli wasesithi: Sondelani lapha lonke bakhokheli babantu, lazi libone ukuthi lesisono sikukuphi lamuhla.
39 διότι ζη Κύριος, ο σώσας τον Ισραήλ, ότι και εις τον Ιωνάθαν τον υιόν μου αν εστάθη, θέλει βεβαίως θανατωθή. Και δεν ευρέθη ουδείς μεταξύ παντός του λαού, όστις απεκρίθη προς αυτόν.
Ngoba kuphila kukaJehova owasindisa uIsrayeli, lanxa kungaba kuJonathani indodana yami, isibili uzakufa lokufa. Kodwa kakho loyedwa owamphendulayo ebantwini bonke.
40 Και είπε προς πάντα τον Ισραήλ, Σταθήτε σεις εκ του ενός μέρους, εγώ δε και Ιωνάθαν ο υιός μου θέλομεν σταθή εκ του άλλου μέρους. Και είπεν ο λαός προς τον Σαούλ, Κάμε παν ό, τι σοι φαίνεται καλόν.
Wasesithi kuIsrayeli wonke: Banini nganxanye lina, mina-ke loJonathani indodana yami sizakuba nganxanye. Abantu basebesithi kuSawuli: Yenza okuhle emehlweni akho.
41 Τότε είπεν ο Σαούλ προς τον Κύριον τον Θεόν του Ισραήλ, Δείξον τον αθώον. Και επιάσθη ο Ιωνάθαν και ο Σαούλ· ο δε λαός απελύθη.
Ngakho uSawuli wathi eNkosini uNkulunkulu kaIsrayeli: Phana opheleleyo. UJonathani loSawuli basebebanjwa, kodwa abantu baphunyuka.
42 Και είπεν ο Σαούλ, Ρίψατε κλήρους μεταξύ εμού και Ιωνάθαν του υιού μου. Και επιάσθη ο Ιωνάθαν.
USawuli wasesithi: Yenzani inkatho yokuphosa phakathi kwami loJonathani indodana yami. UJonathani wasebanjwa.
43 Τότε είπεν ο Σαούλ προς τον Ιωνάθαν, Φανέρωσόν μοι τι έπραξας. Και εφανέρωσε προς αυτόν ο Ιωνάθαν, και είπε, Τωόντι εγεύθην ολίγον μέλι διά του άκρου της ράβδου της εν τη χειρί μου· ιδού, εγώ, αποθνήσκω.
USawuli wasesithi kuJonathani: Ngitshela okwenzileyo. UJonathani wasemtshela wathi: Oqotho nginambithe ngesihloko somqwayi obusesandleni sami imbijana yoluju; khangela ngilapha, sengizakufa!
44 Και απεκρίθη ο Σαούλ, Ούτω να κάμη ο Θεός και ούτω να προσθέση· βεβαίως θέλεις αποθάνει, Ιωνάθαν.
USawuli wasesithi: UNkulunkulu kenze njalo langokunjalo engezelele; ngoba uzakufa lokufa, Jonathani.
45 Ο δε λαός είπε προς τον Σαούλ, Ο Ιωνάθαν θέλει αποθάνει, όστις έκαμε την μεγάλην ταύτην σωτηρίαν εις τον Ισραήλ; Μη γένοιτο· Ζη Κύριος, ουδέ μία θριξ εκ της κεφαλής αυτού θέλει πέσει εις την γήν· διότι ενήργησε μετά του Θεού την ημέραν ταύτην. Και ελύτρωσεν ο λαός τον Ιωνάθαν, και δεν απέθανε.
Kodwa abantu bathi kuSawuli: Uzakufa yini uJonathani, owenze lolusindiso olukhulu koIsrayeli? Kakube khatshana! Kuphila kukaJehova, kakuyikuwela emhlabathini lolulodwa unwele lwekhanda lakhe, ngoba usebenze loNkulunkulu lamuhla. Ngakho abantu bamhlenga uJonathani ukuthi angafi.
46 Τότε ανέβη ο Σαούλ εκ της καταδιώξεως των Φιλισταίων· και οι Φιλισταίοι υπήγαν εις τον τόπον αυτών.
USawuli wasesenyuka esuka ekulandeleni amaFilisti; amaFilisti asesiya endaweni yawo.
47 Και έλαβεν ο Σαούλ την βασιλείαν επί τον Ισραήλ, και επολέμησεν εναντίον πάντων των εχθρών αυτού κύκλω· εναντίον του Μωάβ και εναντίον των υιών του Αμμών και εναντίον του Εδώμ και εναντίον των βασιλέων της Σωβά και εναντίον των Φιλισταίων· και εναντίον πάντων όπου και αν εστρέφετο, κατετρόπονε.
USawuli wasethatha ubukhosi phezu kukaIsrayeli, walwa emelene lezitha zakhe zonke inhlangothi zonke, emelene loMowabi, njalo emelene labantwana bakoAmoni, njalo emelene loEdoma, njalo emelene lamakhosi eZoba, njalo emelene lamaFilisti; laloba ngaphi lapho aphendukela khona wayejezisa.
48 Συνεκρότησεν έτι δύναμιν και επάταξε τον Αμαλήκ, και ηλευθέρωσε τον Ισραήλ εκ χειρός των διαρπαζόντων αυτούς.
Wenza ngobuqhawe wasetshaya amaAmaleki, wakhulula uIsrayeli esandleni somphangi wakhe.
49 Οι δε υιοί του Σαούλ ήσαν Ιωνάθαν και Ισονεί και Μελχί-σουέ· και τα ονόματα των δύο θυγατέρων αυτού, το όνομα της πρωτοτόκου Μεράβ, και το όνομα της νεωτέρας Μιχάλ·
Lamadodana kaSawuli ayengoJonathani loIshivi, loMaliki-Shuwa; lamabizo amadodakazi akhe amabili yila: Ibizo lezibulo lalinguMerabi, lebizo lencinyane linguMikhali.
50 το δε όνομα της γυναικός του Σαούλ ήτο Αχινοάμ, θυγάτηρ του Αχιμάας. Και το όνομα του αρχιστρατήγου αυτού Αβενήρ, υιός του Νηρ, θείου του Σαούλ.
Lebizo lomkaSawuli lalinguAhinowama indodakazi kaAhimahazi; lebizo lenduna yebutho lakhe lalinguAbhineri indodana kaNeri, uyise omncinyane kaSawuli.
51 Ο δε Κείς ο πατήρ του Σαούλ, και ο Νηρ ο πατήρ του Αβενήρ, ήσαν υιοί του Αβιήλ.
Njalo uKishi wayenguyise kaSawuli, loNeri uyise kaAbhineri wayeyindodana kaAbiyeli.
52 Ήτο δε πόλεμος δυνατός εναντίον των Φιλισταίων κατά πάσας τας ημέρας του Σαούλ· και οπότε έβλεπεν ο Σαούλ άνδρα τινά δυνατόν ή άνδρείον, παρελάμβανεν αυτόν πλησίον εαυτού.
Njalo kwakukhona impi enzima lamaFilisti zonke izinsuku zikaSawuli; lapho uSawuli ebona indoda elamandla loba iqhawe, wayezibuthela yona.

< Βασιλειῶν Αʹ 14 >