< Βασιλειῶν Αʹ 14 >
1 Ημέραν δε τινά είπεν Ιωνάθαν, ο υιός του Σαούλ, προς τον νέον τον βαστάζοντα τα όπλα αυτού, Ελθέ, και ας περάσωμεν προς την φρουράν των Φιλισταίων, την εν τω πέραν· προς τον πατέρα αυτού όμως δεν εφανέρωσε τούτο.
Un kādā dienā Jonatāns, Saula dēls, sacīja uz savu puisi, kas viņa bruņas nesa: nāc, iesim pāri uz Fīlistu vakti, kas viņā pusē. Un viņš to savam tēvam nesacīja.
2 Ο δε Σαούλ εκάθητο επί του άκρου του Γαβαά, υπό την ροδιάν την εν Μιγρών· και ο λαός ο μετ' αυτού ήτο έως εξακόσιοι άνδρες·
Bet Sauls palika Ģibejas galā apakš tā granāta koka Migronā, un to ļaužu, kas pie viņa, bija pie sešsimt vīru.
3 και Αχιά, ο υιός του Αχιτώβ, αδελφού του Ιχαβώδ, υιού του Φινεές, υιού του Ηλεί, ιερεύς του Κυρίου εν Σηλώ, φορών εφόδ. Και ο λαός δεν ήξευρεν ότι υπήγεν ο Ιωνάθαν.
Un Ahijus, Aķitaba dēls, (tas bija Ihaboda brālis, tas Pinehas dēls, tas Elus dēls, kas bija Tā Kunga priesteris iekš Šīlo), nesa to efodu; bet tie ļaudis nezināja, ka Jonatāns bija aizgājis.
4 Μεταξύ δε των διαβάσεων, διά των οποίων ο Ιωνάθαν εζήτει να περάση προς την φρουράν των Φιλισταίων, ήτο απότομος βράχος εξ ενός μέρους και απότομος βράχος εκ του άλλου μέρους· και το όνομα του ενός Βοσές, το δε όνομα του άλλον Σενέ.
Bet tur tai ceļa šaurumā, kur Jonatānam bija cauri jāiet uz Fīlistu vakti, bija divas asas klintis, viena šai pusē, otra viņā pusē, un vienai bija vārds Bocec un otrai bija vārds Zene.
5 Το μέτωπον του ενός βράχου ήτο προς βορράν απέναντι Μιχμάς, και το του άλλου προς νότον απέναντι Γαβαά.
Vienai gals cēlās uz ziemeļa pusi pret Mikmasu un otrai uz dienasvidu pret Ģebu.
6 Και είπεν ο Ιωνάθαν προς τον νέον τον βαστάζοντα τα όπλα αυτού, Ελθέ, και ας περάσωμεν προς την φρουράν των απεριτμήτων τούτων· ίσως ενεργήση ο Κύριος υπέρ ημών· διότι δεν είναι εις τον Κύριον εμπόδιον να σώση διά πολλών ή δι' ολίγων.
Un Jonatāns sacīja uz to puisi, kas viņa bruņas nesa: ejam pāri uz šo neapgraizīto ļaužu vakti, vai Tas Kungs priekš mums ko nedarīs, jo Tam Kungam nav grūti atpestīt, vai caur daudz, vai caur maz.
7 Και είπε προς αυτόν ο οπλοφόρος αυτού, Κάμε ό, τι είναι εν τη καρδία σου· προχώρει· ιδού, εγώ είμαι μετά σου κατά την καρδίαν σου.
Tad viņa bruņu nesējs uz to sacīja: dari visu, kas tavā sirdī; ej tik, redzi, es iešu tev līdz pēc tava prāta.
8 Τότε είπεν ο Ιωνάθαν, Ιδού, ημείς θέλομεν περάσει προς τους άνδρας και θέλομεν δειχθή εις αυτούς·
Tad Jonatāns sacīja: redzi, iesim pāri pie tiem vīriem un parādīsimies viņiem.
9 εάν είπωσι προς ημάς ούτω, Στάθητε έως να έλθωμεν προς εσάς· τότε θέλομεν σταθή εν τω τόπω ημών και δεν θέλομεν αναβή προς αυτούς·
Ja tie tā uz mums sacīs: stāviet, tiekams mēs pie jums tiksim, tad paliksim stāvot savā vietā un nekāpsim augšā pie viņiem.
10 αλλ' εάν είπωσιν ούτως, Ανάβητε προς ημάς· τότε θέλομεν αναβή· διότι ο Κύριος παρέδωκεν αυτούς εις την χείρα ημών· και τούτο θέλει είσθαι εις ημάς το σημείον.
Bet ja tie tā sacīs: nāciet augšā pie mums, - tad kāpsim augšā, jo Tas Kungs tos ir devis mūsu rokā, un tas mums būs par zīmi.
11 Εδείχθησαν λοιπόν αμφότεροι εις την φρουράν των Φιλισταίων· και οι Φιλισταίοι είπον, Ιδού, οι Εβραίοι εξέρχονται εκ των τρυπών, όπου είχον κρυφθή.
Kad nu tie abi Fīlistu vakts vīriem parādījās, tad tie Fīlisti sacīja: redzi, Ebreji nāk ārā no tām alām, kur tie bija paslēpušies.
12 Και ελάλησαν οι άνδρες της φρουράς προς τον Ιωνάθαν και προς τον βαστάζοντα τα όπλα αυτού, και είπον, Ανάβητε προς ημάς, και θέλομεν σας φανερώσει τι. Και είπεν ο Ιωνάθαν προς τον οπλοφόρον αυτού, Ανάβα κατόπιν μου· διότι παρέδωκεν αυτούς ο Κύριος εις την χείρα του Ισραήλ.
Un tie vakts vīri sauca Jonatānam un viņa bruņu nesējam un sacīja: nāciet pie mums augšā, mēs jums ko teiksim. Tad Jonatāns uz savu bruņu nesēju sacīja: kāp man pakaļ, jo Tas Kungs tos ir devis Israēla rokās.
13 Και ανέρπυσεν ο Ιωνάθαν με τας χείρας αυτού και με τους πόδας αυτού, και ο βαστάζων τα όπλα αυτού κατόπιν αυτού· και έπεσον έμπροσθεν του Ιωνάθαν· και ο βαστάζων τα όπλα αυτού εθανάτονεν αυτούς κατόπιν αυτού.
Tad Jonatāns ar rokām un kājām uzrāpās, un viņa bruņu nesējs viņam pakaļ.
14 Αύτη δε η πρώτη σφαγή, την οποίαν έκαμον ο Ιωνάθαν και ο οπλοφόρος αυτού, ήτο περίπου είκοσι άνδρες, εις διάστημα γης ημίσεως στρέμματος.
Un tie krita Jonatāna priekšā, un viņa bruņu nesējs tos kāva viņam pakaļ, tā ka šinī pirmā kaušanā Jonatāns un viņa bruņu nesējs nokāva pie divdesmit vīru, tik ne pusbirzuma vietā.
15 Και έγεινε τρόμος εν τω στρατοπέδω, εν τοις αγροίς και εν παντί τω λαώ· η φρουρά και οι λεηλατούντες, και αυτοί κατετρόμαξαν, και η γη συνεταράχθη· ώστε ήτο ως τρόμος Θεού.
Un tur izbailes cēlās lēģerī, uz lauka un starp tiem ļaudīm, un tā vakts un tie sirotāji paši, pat tie drebēja, un zeme trīcēja, un tās bija izbailes no Dieva.
16 Και είδον οι φρουροί του Σαούλ εν Γαβαά του Βενιαμίν, και ιδού, το πλήθος διελύετο και βαθμηδόν διεσκορπίζετο.
Kad nu Saula sargi Benjamina Ģibejā redzēja, ka tas pulks izšķīda un izklīda šurp un turp,
17 Τότε είπεν ο Σαούλ προς τον λαόν τον μετ' αυτού, Απαριθμήσατε τώρα και ιδέτε τις ανεχώρησεν εξ ημών. Και ότε απηρίθμησαν, ιδού, ο Ιωνάθαν και ο οπλοφόρος αυτού δεν ήσαν.
Tad Sauls sacīja uz tiem ļaudīm, kas pie viņa bija: skaitāt jel un redziet, kas no mums ir nogājis. Tad tie skaitīja, un redzi, Jonatāna un viņa bruņu nesēja nebija.
18 Και είπεν ο Σαούλ προς τον Αχιά, Φέρε εδώ την κιβωτόν του Θεού. Διότι η κιβωτός του Θεού ήτο τότε μετά των υιών Ισραήλ.
Tad Sauls sacīja uz Ahiju: atnes Dieva šķirstu šurp! (jo Dieva šķirsts to laiku bija pie Israēla bērniem).
19 Και ενώ ελάλει ο Σαούλ προς τον ιερέα, ο θόρυβος εν τω στρατοπέδω των Φιλισταίων επροχώρει επί το μάλλον και επληθύνετο· ο δε Σαούλ είπε προς τον ιερέα, Σύρε οπίσω την χείρα σου.
Un kamēr Sauls vēl uz to priesteri runāja, tad troksnis Fīlistu lēģerī auga un vairojās. Un Sauls sacīja uz to priesteri: apturi savu roku.
20 Και συνηθροίσθησαν ο Σαούλ και πας ο λαός ο μετ' αυτού και ήλθον έως εις την μάχην· και ιδού, παντός ανδρός η ρομφαία ήτο εναντίον του συντρόφου αυτού, σφαγή μεγάλη σφόδρα.
Tad Sauls un visi ļaudis, kas pie viņa bija, sasaucās un gāja kauties un redzi, tur bija zobens pret zobenu, un bija liels troksnis.
21 οι δε Εβραίοι οι μετά των Φιλισταίων όντες ως άλλοτε, οίτινες είχον αναβή μετ' αυτών εις το στρατόπεδον εκ των πέριξ, και αυτοί έτι ηνώθησαν μετά των Ισραηλιτών, οίτινες ήσαν μετά του Σαούλ και Ιωνάθαν.
Un tie Ebreji, kas līdz šim bija pie Fīlistiem lēģerī bijuši un tiem bija līdz nākuši, tie arīdzan pārgāja pie Israēla, kas bija pie Saula un pie Jonatāna.
22 Και πάντες οι άνδρες του Ισραήλ οι κρυπτόμενοι εν τω όρει Εφραΐμ, ακούσαντες ότι οι Φιλισταίοι έφευγον, έδραμον και αυτοί κατόπιν αυτών εις πόλεμον.
Un visi Israēla vīri, kas bija apslēpušies uz Efraīma kalniem, kad tie dzirdēja Fīlistus bēgam, arī dzinās tiem pakaļ kaudamies.
23 Και έσωσεν ο Κύριος τον Ισραήλ εν τη ημέρα εκείνη· και η μάχη επέρασεν εις Βαιθ-αυέν.
Tā Tas Kungs tai dienā Israēli atpestīja, un tā kaušanās stiepās līdz Bet-Avenai.
24 Οι δε άνδρες του Ισραήλ απέκαμον την ημέραν εκείνην· διότι ο Σαούλ είχεν ορκίσει τον λαόν, λέγων, Επικατάρατος ο άνθρωπος, όστις φάγη τροφήν έως εσπέρας, και εκδικηθώ από των εχθρών μου. Όθεν δεν εγεύθη τροφήν πας ο λαός.
Un Israēla vīri nogura tai dienā, un Sauls tiem ļaudīm piekodināja sacīdams: nolādēts tas vīrs, kas maizi ēdīs, pirms vakars nāks un es būšu atriebies pie saviem ienaidniekiem. Un neviens no tiem ļaudīm maizes neēda.
25 Και παν το πλήθος ήλθεν εις δάσος, όπου ήτο μέλι κατά γης.
Un visi ļaudis nāca mežā, un tur bija medus pa zemes virsu.
26 Και ότε εισήλθεν ο λαός εις το δάσος, ιδού, το μέλι εστάλαξεν· ουδείς όμως επλησίασε την χείρα αυτού εις το στόμα αυτού· διότι εφοβήθη ο λαός τον όρκον.
Kad nu tie ļaudis nāca mežā, redzi, tur tecēja medus. Bet neviens nelika savu roku pie mutes, jo tie ļaudis bijās no tā zvēresta.
27 Ο Ιωνάθαν όμως δεν είχεν ακούσει, ότε ο πατήρ αυτού ώρκισε τον λαόν· όθεν ήπλωσε το άκρον της ράβδου της εν τη χειρί αυτού και εβύθισεν αυτό εις κηρήθραν και έβαλε την χείρα αυτού εις το στόμα αυτού, και ανέβλεψαν οι οφθαλμοί αυτού.
Bet Jonatāns to nebija dzirdējis, ka viņa tēvs tos ļaudis ar zvērestu bija apdraudējis, un viņš izstiepa sava zižļa galu, kas bija viņa rokā, un iemērca to tai medū, un grieza savu roku atkal pie mutes, tad viņa acis tapa skaidras.
28 Απεκρίθη δε εις εκ του λαού και είπεν, Ο πατήρ σου ώρκισε δι' όρκου τον λαόν, λέγων, Επικατάρατος ο άνθρωπος, όστις φάγη τροφήν σήμερον· διά τούτο ο λαός είναι εκλελυμένος.
Un viens no tiem ļaudīm bildināja(ieminējās) un sacīja: tavs tēvs tos ļaudis ar zvērestu gauži apdraudējis sacīdams: nolādēts lai ir tas vīrs, kas šodien ko ēd! Un tā tie ļaudis nogurst.
29 Ο δε Ιωνάθαν είπεν, Ετάραξεν ο πατήρ μου τον κόσμον· ιδέτε, παρακαλώ, πόσον ανέβλεψαν οι οφθαλμοί μου, διότι εγεύθην ολίγον εκ τούτου του μέλιτος·
Tad Jonatāns sacīja: mans tēvs to zemi ir sajaucis; redziet jel, kā manas acis palikušas skaidras, kad es maķenīt no šī medus esmu baudījis.
30 πόσω μάλλον, εάν ο λαός ήθελε φάγει την σήμερον ελευθέρως εκ των λαφύρων των εχθρών αυτού, τα οποία εύρηκε; διότι δεν ήθελε γείνει τώρα πολύ μεγαλητέρα σφαγή μεταξύ των Φιλισταίων;
Cik vairāk, kad tie ļaudis būtu ēdin ēduši no savu ienaidnieku laupījuma, ko tie atraduši; bet nu Fīlistu sakaušana nav bijusi tik liela.
31 Επάταξαν δε εν εκείνη τη ημέρα τους Φιλισταίους από Μιχμάς έως Αιαλών· και ο λαός ήτο εκλελυμένος σφόδρα.
Taču tai dienā tie Fīlistus kāva no Mikmasas līdz Ajalonai, un tie ļaudis bija ļoti noguruši.
32 Όθεν ερρίφθη ο λαός εις τα λάφυρα, και έλαβε πρόβατα και βόας και μόσχους και έσφαξαν κατά γής· και έτρωγεν ο λαός μετά του αίματος.
Tad tie ļaudis taisījās uz laupīšanu, un ņēma avis un vēršus un teļus, un tos kāva zemē, un tie ļaudis tos ēda ar asinīm.
33 Ανήγγειλαν δε προς τον Σαούλ, λέγοντες, Ιδού, ο λαός αμαρτάνει εις τον Κύριον, διότι τρώγουσι μετά του αίματος. Και είπε, Παραβάται εστάθητε· κυλίσατε προς εμέ σήμερον λίθον μέγαν.
Tad Saulam to teica un sacīja: redzi, tie ļaudis apgrēkojās pret To Kungu, asinis ēzdami. Un tas sacīja: jūs noziedzāties; atveļat man tagad šurp vienu lielu akmeni.
34 Και είπεν ο Σαούλ, Διασπάρθητε μεταξύ του λαού και είπατε προς αυτούς, Φέρετέ μοι ενταύθα έκαστος τον βουν αυτού και έκαστος το πρόβατον αυτού, και σφάξατε ενταύθα και φάγετε· και μη αμαρτάνετε εις τον Κύριον, τρώγοντες μετά του αίματος. Και έφεραν πας ο λαός έκαστος τον βουν αυτού μεθ' εαυτού εκείνην την νύκτα και έσφαξαν εκεί.
Un Sauls sacīja: ejat šurp un turp pa tiem ļaudīm un sakāt tiem: atvediet pie manis ikviens savu vērsi un ikviens savu avi, un nokaujiet tos šeit un ēdiet un neapgrēkojaties pret To Kungu, ar asinīm ēzdami. Tad visi ļaudis naktī atveda ikviens savu vērsi ar savu roku un tos tur nokāva.
35 Και ωκοδόμησεν ο Σαούλ θυσιαστήριον εις τον Κύριον· τούτο ήτο το πρώτον θυσιαστήριον, το οποίον ωκοδόμησεν ο Σαούλ εις τον Κύριον.
Tad Sauls Tam Kungam uztaisīja vienu altāri. Šis bija tas pirmais altāris, ko viņš Tam Kungam cēla.
36 Και είπεν ο Σαούλ, Ας καταβώμεν εξοπίσω των Φιλισταίων διά νυκτός, και ας διαρπάσωμεν αυτούς έως να φέγξη η ημέρα, και ας μη αφήσωμεν μηδέ ένα εξ αυτών. Και είπον, Κάμε παν ό, τι σοι φαίνεται καλόν. Τότε είπεν ο ιερεύς, Ας προσέλθωμεν ενταύθα εις τον Θεόν.
Un Sauls sacīja: dzīsimies Fīlistiem pakaļ pa nakti un aplaupīsim tos, līdz kamēr gaisma metās, un neatlicināsim no tiem neviena. Tie sacīja: dari visu, kas tavām acīm patīk. Bet tas priesteris sacīja: iesim še pie Dieva.
37 Και ηρώτησεν ο Σαούλ τον Θεόν, Να καταβώ εξοπίσω των Φιλισταίων; θέλεις παραδώσει αυτούς εις την χείρα του Ισραήλ; Αλλά δεν απεκρίθη προς αυτόν την ημέραν εκείνην.
Tad Sauls vaicāja Dievu: vai man Fīlistiem būs dzīties pakaļ? Vai tu tos dosi Israēla rokā? Bet Viņš tam tai dienā neatbildēja.
38 Και είπεν ο Σαούλ, Πλησιάσατε ενταύθα πάντες οι αρχηγοί του λαού· και μάθετε και ιδέτε, εις ποίον εστάθη η αμαρτία αύτη σήμερον·
Tad Sauls sacīja: nāciet šurp visi ļaužu virsnieki, un izmeklējiet un raugiet, pie kā tas grēks ir šim brīžam.
39 διότι ζη Κύριος, ο σώσας τον Ισραήλ, ότι και εις τον Ιωνάθαν τον υιόν μου αν εστάθη, θέλει βεβαίως θανατωθή. Και δεν ευρέθη ουδείς μεταξύ παντός του λαού, όστις απεκρίθη προς αυτόν.
Jo tik tiešām kā Tas Kungs dzīvo, kas Israēli atpestījis, jebšu tas būtu pie mana dēla Jonatāna, tad tam tiešām būs mirt. Un neviens no visiem ļaudīm tam neatbildēja.
40 Και είπε προς πάντα τον Ισραήλ, Σταθήτε σεις εκ του ενός μέρους, εγώ δε και Ιωνάθαν ο υιός μου θέλομεν σταθή εκ του άλλου μέρους. Και είπεν ο λαός προς τον Σαούλ, Κάμε παν ό, τι σοι φαίνεται καλόν.
Atkal tas sacīja uz visu Israēli: jums būs vienā pusē stāvēt, un es un mans dēls Jonatāns stāvēsim otrā pusē. Tad tie ļaudis sacīja uz Saulu: dari, kā tev patīk.
41 Τότε είπεν ο Σαούλ προς τον Κύριον τον Θεόν του Ισραήλ, Δείξον τον αθώον. Και επιάσθη ο Ιωνάθαν και ο Σαούλ· ο δε λαός απελύθη.
Tad Sauls sacīja uz To Kungu, Israēla Dievu: parādi taisnību. Tad Jonatāns un Sauls tapa iezīmēti, bet tie ļaudis izgāja bez vainas.
42 Και είπεν ο Σαούλ, Ρίψατε κλήρους μεταξύ εμού και Ιωνάθαν του υιού μου. Και επιάσθη ο Ιωνάθαν.
Tad Sauls sacīja: metiet par mani un par manu dēlu Jonatānu. Tad Jonatāns tapa iezīmēts.
43 Τότε είπεν ο Σαούλ προς τον Ιωνάθαν, Φανέρωσόν μοι τι έπραξας. Και εφανέρωσε προς αυτόν ο Ιωνάθαν, και είπε, Τωόντι εγεύθην ολίγον μέλι διά του άκρου της ράβδου της εν τη χειρί μου· ιδού, εγώ, αποθνήσκω.
Un Sauls sacīja uz Jonatānu: saki man, ko tu esi darījis? Tad Jonatāns viņam teica un sacīja: es tikai maķenīt medus esmu baudījis ar sava zižļa galu, kas bija manā rokā; redzi, man nu jāmirst.
44 Και απεκρίθη ο Σαούλ, Ούτω να κάμη ο Θεός και ούτω να προσθέση· βεβαίως θέλεις αποθάνει, Ιωνάθαν.
Tad Sauls sacīja: lai Dievs man šā un tā dara, Jonatān, - tev tiešām jāmirst.
45 Ο δε λαός είπε προς τον Σαούλ, Ο Ιωνάθαν θέλει αποθάνει, όστις έκαμε την μεγάλην ταύτην σωτηρίαν εις τον Ισραήλ; Μη γένοιτο· Ζη Κύριος, ουδέ μία θριξ εκ της κεφαλής αυτού θέλει πέσει εις την γήν· διότι ενήργησε μετά του Θεού την ημέραν ταύτην. Και ελύτρωσεν ο λαός τον Ιωνάθαν, και δεν απέθανε.
Tad tie ļaudis sacīja uz Saulu: vai Jonatānam būs mirt, kas šo lielo pestīšanu iekš Israēla padarījis. Nebūt ne! Tik tiešām kā Tas Kungs dzīvo, ne matam no viņa galvas nebūs zemē krist, jo viņš to šodien ir izdarījis ar Dievu. Tā tie ļaudis Jonatānu izpestīja, ka tam nebija jāmirst.
46 Τότε ανέβη ο Σαούλ εκ της καταδιώξεως των Φιλισταίων· και οι Φιλισταίοι υπήγαν εις τον τόπον αυτών.
Un Sauls no Fīlistiem atstājās un griezās atpakaļ, un Fīlisti gāja atkal uz savu vietu.
47 Και έλαβεν ο Σαούλ την βασιλείαν επί τον Ισραήλ, και επολέμησεν εναντίον πάντων των εχθρών αυτού κύκλω· εναντίον του Μωάβ και εναντίον των υιών του Αμμών και εναντίον του Εδώμ και εναντίον των βασιλέων της Σωβά και εναντίον των Φιλισταίων· και εναντίον πάντων όπου και αν εστρέφετο, κατετρόπονε.
Bet Sauls valdību bija uzņēmis pār Israēli un karoja visapkārt ar visiem saviem ienaidniekiem, arī pret Moabu un pret Amona bērniem un pret Edomu un pret Cobas ķēniņiem un pret Fīlistiem, un visiem, kurp viņš griezās viņš lika just savu bardzību.
48 Συνεκρότησεν έτι δύναμιν και επάταξε τον Αμαλήκ, και ηλευθέρωσε τον Ισραήλ εκ χειρός των διαρπαζόντων αυτούς.
Un viņš parādīja spēku un sakāva Amalekiešus un izpestīja Israēli no viņu laupītāju rokas.
49 Οι δε υιοί του Σαούλ ήσαν Ιωνάθαν και Ισονεί και Μελχί-σουέ· και τα ονόματα των δύο θυγατέρων αυτού, το όνομα της πρωτοτόκου Μεράβ, και το όνομα της νεωτέρας Μιχάλ·
Un Saula dēli bija Jonatāns, Izvus un Malķizuūs, un viņa abu meitu vārdi - tās pirmdzimtās vārds bija Merabe un tās jaunākās vārds bija Mikale.
50 το δε όνομα της γυναικός του Σαούλ ήτο Αχινοάμ, θυγάτηρ του Αχιμάας. Και το όνομα του αρχιστρατήγου αυτού Αβενήρ, υιός του Νηρ, θείου του Σαούλ.
Un Saula sievas vārds bija Akinoame, Aķimaāca meita; un viņa kara virsnieka vārds bija Abners, Nera, Saula tēva brāļa, dēls.
51 Ο δε Κείς ο πατήρ του Σαούλ, και ο Νηρ ο πατήρ του Αβενήρ, ήσαν υιοί του Αβιήλ.
Un Ķis, Saula tēvs, un Ners, Abnera tēvs, bija Abiēļa dēli.
52 Ήτο δε πόλεμος δυνατός εναντίον των Φιλισταίων κατά πάσας τας ημέρας του Σαούλ· και οπότε έβλεπεν ο Σαούλ άνδρα τινά δυνατόν ή άνδρείον, παρελάμβανεν αυτόν πλησίον εαυτού.
Un karš bija briesmīgs pret Fīlistiem, kamēr Sauls dzīvoja. Un kad Sauls redzēja kādu stipru un varenu vīru, tad viņš to ņēma pie sevis.