< Βασιλειῶν Γʹ 1 >

1 Και ο βασιλεύς Δαβίδ ήτο γέρων, προβεβηκώς την ηλικίαν· και εσκέπαζον αυτόν με ιμάτια, πλην δεν εθερμαίνετο.
Afei, na ɔhene Dawid anyini yie, na sɛ wɔde nnasoɔ ahe ara kuru ne ho koraa a, ɛnka ne ho hye koraa.
2 Και είπον οι δούλοι αυτού προς αυτόν, Ας ζητήσωσι διά τον κύριόν μου τον βασιλέα νεάνιδα παρθένον, διά να ίσταται έμπροσθεν του βασιλέως και να περιθάλπη αυτόν, και να κοιμάται εις τον κόλπον σου, διά να θερμαίνηται ο κύριός μου ο βασιλεύς.
Enti, nʼafotufoɔ ka kyerɛɛ no sɛ, “Yɛbɛpɛ ɔbaabunu bi ama wo a ɔbɛtena wo ho ahwɛ wo. Ɔbɛda wo kokom, na ama wo ho ayɛ wo hye.”
3 Και εζήτησαν εν πάσι τοις ορίοις του Ισραήλ νεάνιδα ώραίαν· και εύρηκαν την Αβισάγ την Σουναμίτιν, και έφεραν αυτήν προς τον βασιλέα.
Enti, wɔkyinii ɔman no mu nyinaa, hwehwɛɛ ɔbaa hoɔfɛfoɔ bi. Wɔkɔnyaa Abisag a ɔfiri Sunam, na wɔde no brɛɛ ɔhene no.
4 Ήτο δε η νεάνις ώραία σφόδρα, και περιέθαλπε τον βασιλέα, και υπηρέτει αυτόν· πλην ο βασιλεύς δεν εγνώρισεν αυτήν.
Na ɔyɛ abaayewa hoɔfɛfoɔ, na ɔno na ɔbɛhwɛɛ ɔhene. Nanso, na ɔhene no ne no nni nna mu ayɔnkofa biara.
5 Τότε Αδωνίας ο υιός της Αγγείθ επήρθη εις εαυτόν, λέγων, Εγώ θέλω βασιλεύσει και ητοίμασεν εις εαυτόν αμάξας και ιππείς και πεντήκοντα άνδρας προτρέχοντας έμπροσθεν αυτού.
Saa ɛberɛ no mu Dawid babarima Adoniya a na wɔfrɛ ne maame Hagit no yɛɛ ahomasoɔ kaa sɛ ɔbɛsi ne ho ɔhene, ahyɛ nʼagya a wabɔ akɔkoraa no ananmu. Enti, ɔyɛɛ nteaseɛnam, pɛɛ apɔnkɔ kaa ho. Ɔpɛɛ mmarima aduonum, twii nteaseɛnam no ne apɔnkɔ no dii nʼanim.
6 Ο δε πατήρ αυτού δεν επίκραινέ ποτέ αυτόν, λέγων, Διά τι συ πράττεις ούτω; ήτο δε και ώραίος την όψιν σφόδρα· και η μήτηρ αυτού εγέννησεν αυτόν μετά τον Αβεσσαλώμ.
Na nʼagya, ɔhene Dawid, nteaa no da, mpo sɛ ɔbɛbisa no sɛ, “Ɛdeɛn na woreyɛ yi?” Na Adoniya yɛ ɔbarima hoɔfɛfoɔ. Ɔno na na ɔdi Absalom akyi wɔ awoɔ mu.
7 Και συνελάλησε μετά του Ιωάβ υιού της Σερουΐας, και μετά Αβιάθαρ του ιερέως· και ούτοι, ακολουθήσαντες τον Αδωνίαν, εβοήθουν αυτόν.
Adoniya gyee Seruia babarima Yoab ne ɔsɔfoɔ Abiatar too mu, na wɔn nso penee sɛ wɔbɛboa no ama wadi ɔhene.
8 Σαδώκ όμως ο ιερεύς και Βεναΐας ο υιός του Ιωδαέ και Νάθαν ο προφήτης και Σιμεΐ και Ρεΐ και οι δυνατοί του Δαβίδ δεν ήσαν μετά του Αδωνία.
Na wɔn a wɔtaa Dawid akyi, na wɔampɛ sɛ wɔboa Adoniya na ɔdi ɔhene no bi ne ɔsɔfoɔ Sadok, Yehoiada babarima Benaia, odiyifoɔ Natan, Simei, Rei ne Dawid ho banbɔfoɔ.
9 Και έσφαξεν ο Αδωνίας πρόβατα και βόας και σιτευτά πλησίον της πέτρας του Ζωελέθ, ήτις είναι πλησίον της Εν-ρωγήλ, και εκάλεσε πάντας τους αδελφούς αυτού τους υιούς του βασιλέως και πάντας τους άνδρας του Ιούδα τους δούλους του βασιλέως.
Adoniya kɔɔ Sohelet boɔ a ɛbɛn En-Rogel asutire ho. Ɛhɔ na ɔde nnwan, anantwie ne anantwie mma bɔɔ afɔdeɛ. Ɔtoo nsa frɛɛ ne nuammarima nyinaa, ɔhene Dawid mmammarima no, ne Yuda adehyeɛ mpanimfoɔ.
10 Τον Νάθαν όμως τον προφήτην και τον Βεναΐαν και τους δυνατούς και Σολομώντα τον αδελφόν αυτού δεν εκάλεσε.
Nanso, wamfrɛ odiyifoɔ Natan anaa Benaia anaa ɔhene ho banbɔfoɔ anaa ne nuabarima Salomo.
11 Και είπεν ο Νάθαν προς την Βηθ-σαβεέ την μητέρα του Σολομώντος, λέγων, Δεν ήκουσας ότι εβασίλευσεν Αδωνίας ο υιός της Αγγείθ, και ο κύριος ημών Δαβίδ δεν εξεύρει τούτο;
Na odiyifoɔ Natan kɔɔ Batseba a ɔyɛ Salomo maame no nkyɛn kɔbisaa no sɛ, “Wonim sɛ Hagit babarima Adoniya asi ne ho ɔhene a yɛn wura Dawid mpo nnim ho hwee?
12 τώρα λοιπόν ελθέ να σοι δώσω, παρακαλώ, συμβουλήν, διά να σώσης την ζωήν σου και την ζωήν του υιού σου Σολομώντος·
Sɛ wopɛ sɛ wonya wo tiri didi mu, na wogye wo babarima Salomo nso nkwa a, tie mʼafotuo yi.
13 ύπαγε και είσελθε προς τον βασιλέα Δαβίδ και ειπέ προς αυτόν, Κύριέ μου βασιλεύ, συ δεν ώμοσας εις την δούλην σου, λέγων, Βεβαίως Σολομών ο υιός σου θέλει βασιλεύσει μετ' εμέ, και αυτός θέλει καθίσει επί του θρόνου μου; διά τι λοιπόν εβασίλευσεν ο Αδωνίας;
Kɔ ɔhene Dawid nkyɛn ntɛm so, na kɔbisa no sɛ, ‘Me wura, ɛnyɛ wo na wohyɛɛ me bɔ sɛ, me babarima Salomo na da bi ɔbɛdi wʼadeɛ sɛ ɔhene, na watena wʼahennwa no so? Na adɛn enti na Adoniya ayɛ ɔhene?’
14 ιδού, ενώ έτι συ λαλείς εκεί μετά του βασιλέως, θέλω ελθεί και εγώ κατόπιν σου και θέλω αναπληρώσει τους λόγους σου.
Na ɛberɛ a wɔgu so ne no rekasa no, mɛba abɛsi asɛm biara a woaka no so dua.”
15 Και εισήλθεν η Βηθ-σαβεέ προς τον βασιλέα εις τον κοιτώνα· ήτο δε ο βασιλεύς γέρων σφόδρα και Αβισάγ η Σουναμίτις υπηρέτει τον βασιλέα.
Na Batseba kɔɔ ɔhene piam. Afei, na wabɔ akɔkoraa posoposo a Abisag na na ɔhwɛ no.
16 Και κύψασα η Βηθ-σαβεέ, προσεκύνησε τον βασιλέα. Και ο βασιλεύς είπε, Τι έχεις;
Batseba kotoo no, na ɔhene no bisaa no sɛ, “Ɛdeɛn na menyɛ mma wo?”
17 Η δε είπε προς αυτόν, Κύριέ μου, συ ώμοσας εις Κύριον τον Θεόν σου προς την δούλην σου, λέγων, Βεβαίως ο Σολομών, ο υιός σου, θέλει βασιλεύσει μετ' εμέ, και αυτός θέλει καθίσει επί του θρόνου μου·
Ɔbuaa no sɛ, “Me wura, wogyina Awurade, wo Onyankopɔn, anim hyɛɛ me bɔ sɛ, me babarima Salomo na ɔbɛdi wʼadeɛ, na watena wʼahennwa so.
18 αλλά τώρα, ιδού, ο Αδωνίας εβασίλευσε· και συ τώρα, κύριέ μου βασιλεύ, δεν εξεύρεις τούτο·
Nanso, ɛwiee aseɛ no, Adoniya na wabɛyɛ ɔhene foforɔ a mpo, wonnim ho hwee.
19 και έσφαξε βόας και σιτευτά και πρόβατα εν αφθονία, και εκάλεσε πάντας τους υιούς του βασιλέως και Αβιάθαρ τον ιερέα και Ιωάβ τον αρχιστράτηγον· τον δούλον σου όμως Σολομώντα δεν εκάλεσεν·
Ɔde anantwie ne anantwie mma a wɔadɔre sradeɛ ne nnwan abɔ afɔdeɛ. Na ɔtoo nsa frɛɛ wo mmammarima nyinaa ne ɔsɔfoɔ Abiatar ne Yoab a ɔyɛ akodɔm sahene no. Nanso, wanto nsa amfrɛ wo ɔsomfoɔ Salomo bi.
20 αλλ' εις σε, κύριέ μου βασιλεύ, εις σε αποβλέπουσιν οι οφθαλμοί παντός του Ισραήλ, διά να απαγγείλης προς αυτούς τις θέλει καθίσει επί του θρόνου του κυρίου μου του βασιλέως μετ' αυτόν·
Na, me wura ɔhene, Israel nyinaa retwɛn deɛ wobɛkyerɛ sɛ ɔnni wʼadeɛ sɛ ɔhene.
21 ειδεμή, αφού ο κύριός μου ο βασιλεύς κοιμηθή μετά των πατέρων αυτού, εγώ και ο υιός μου ο Σολομών θέλομεν θεωρείσθαι πταίσται.
Na sɛ woanyɛ biribi na sɛ wonya kɔ wo kra akyi pɛ a, wɔbɛyɛ me ne me ba Salomo sɛ awudifoɔ.”
22 Και ιδού, ενώ αυτή ελάλει έτι μετά του βασιλέως, ήλθε και Νάθαν ο προφήτης.
Ɔgu so ne no rekasa no ara pɛ na, odiyifoɔ Natan bɛduruu hɔ.
23 Και ανήγγειλαν προς τον βασιλέα, λέγοντες, Ιδού, Νάθαν ο προφήτης. Και εισελθών ενώπιον του βασιλέως, προσεκύνησε τον βασιλέα κατά πρόσωπον αυτού έως εδάφους.
Ɔhene afotufoɔ no ka kyerɛɛ no sɛ, “Odiyifoɔ Natan aba ha, na ɔpɛ sɛ ɔhunu woɔ.” Natan kɔɔ mu kɔkotoo ɔhene no.
24 Και είπεν ο Νάθαν, Κύριέ μου βασιλεύ, συ είπας, Ο Αδωνίας θέλει βασιλεύσει μετ' εμέ και αυτός θέλει καθίσει επί του θρόνου μου;
Ɔbisaa sɛ, “Me wura, woayɛ wʼadwene sɛ Adoniya na ɔnni wʼadeɛ, na ɔntena wʼahennwa so anaa?
25 διότι κατέβη σήμερον και έσφαξε βόας και σιτευτά και πρόβατα εν αφθονία, και εκάλεσε πάντας τους υιούς του βασιλέως και τους στρατηγούς και Αβιάθαρ τον ιερέα· και ιδού, τρώγουσι και πίνουσιν ενώπιον αυτού και λέγουσι, Ζήτω ο βασιλεύς Αδωνίας·
Ɛnnɛ, ɔde anantwie, anantwie mma a wɔadɔre sradeɛ ne nnwan abɔ afɔdeɛ, na ɔtoo nsa frɛɛ wo mmammarima nyinaa, ma wɔbaa afahyɛ no ase. Ɔfrɛɛ Yoab a ɔyɛ akodɔm sahene no ne ɔsɔfoɔ Abiatar nso. Merekasa yi, wɔne no redidi, nom, teateam sɛ, ‘Ɔhene Adoniya nkwa so!’
26 εμέ δε, εμέ τον δούλον σου, και Σαδώκ τον ιερέα και Βεναΐαν τον υιόν του Ιωδαέ και Σολομώντα τον δούλον σου δεν εκάλεσε·
Na me a meyɛ wo ɔsomfoɔ no, wanto nsa amfrɛ me; saa ara nso na wamfrɛ ɔsɔfoɔ Sadok, Yehoiada babarima Benaia ne Salomo nso.
27 παρά του κυρίου μου του βασιλέως έγεινε το πράγμα τούτο, και δεν εφανέρωσας εις τον δούλον σου τις θέλει καθίσει επί του θρόνου του κυρίου μου του βασιλέως μετ' αυτόν;
Ɛyɛ nokorɛ sɛ me wura ayɛ saa a wamma nʼasomfoɔ no mu biara ante onipa a ɔbɛdi nʼadeɛ sɛ ɔhene no ho hwee?”
28 Και απεκρίθη ο βασιλεύς Δαβίδ και είπε, Καλέσατέ μοι την Βηθ-σαβεέ. Και εισήλθεν ενώπιον του βασιλέως και εστάθη έμπροσθεν του βασιλέως.
Dawid kaa sɛ, “Momfrɛ Batseba mma me.” Na ɔbaa ɔhene anim bɛgyinaa hɔ.
29 Και ώμοσεν ο βασιλεύς και είπε, Ζη Κύριος, όστις ελύτρωσε την ψυχήν μου εκ πάσης στενοχωρίας,
Na ɔhene hyɛɛ bɔ sɛ, “Mmerɛ dodoɔ a Awurade a ɔgyee me firii ɔhaw ne abɛbrɛsɛ mu da so te ase yi,
30 βεβαίως, καθώς ώμοσα προς σε εις Κύριον τον Θεόν του Ισραήλ, λέγων, ότι Σολομών ο υιός σου θέλει βασιλεύσει μετ' εμέ, και αυτός θέλει καθίσει αντ' εμού επί του θρόνου μου, ούτω θέλω κάμει την ημέραν ταύτην.
ɛnnɛ, mehyɛ mmara sɛ, wo babarima Salomo na ɔbɛdi adeɛ sɛ ɔhene, na ɔbɛtena mʼahennwa so, sɛdeɛ mekaa ntam kyerɛɛ wo wɔ Awurade, Israel Onyankopɔn, anim no.”
31 Τότε η Βηθ-σαβεέ, κύψασα κατά πρόσωπον έως εδάφους, προσεκύνησε τον βασιλέα και είπε, Ζήτω ο κύριός μου ο βασιλεύς Δαβίδ εις τον αιώνα.
Na Batseba sane kotoo no bio, na ɔteaam sɛ, “Me wura, ɔhene Dawid, ntena ase afebɔɔ!”
32 Και είπεν ο βασιλεύς Δαβίδ, Καλέσατέ μοι Σαδώκ τον ιερέα και Νάθαν τον προφήτην και Βεναΐαν τον υιόν του Ιωδαέ. Και ήλθον ενώπιον του βασιλέως.
Na ɔhene Dawid hyɛɛ sɛ, “Momfrɛ ɔsɔfoɔ Sadok, odiyifoɔ Natan ne Yehoiada babarima Benaia mma me.” Wɔbaa ɔhene anim no,
33 Και είπε προς αυτούς ο βασιλεύς, Λάβετε μεθ' εαυτών τους δούλους του κυρίου σας και καθίσατε Σολομώντα τον υιόν μου επί την ημίονόν μου και καταβιβάσατε αυτόν εις Γιών·
ɔhene ka kyerɛɛ wɔn sɛ, “Momfa Salomo ne me mpanimfoɔ no nkɔ Gihon asutire no ho. Salomo ntena mʼafunumpɔnkɔ so.
34 και ας χρίσωσιν αυτόν εκεί Σαδώκ ο ιερεύς και Νάθαν ο προφήτης βασιλέα επί τον Ισραήλ· και σαλπίσατε διά της σάλπιγγος και είπατε, Ζήτω ο βασιλεύς Σολομών·
Ɛhɔ na ɔsɔfoɔ Sadok ne odiyifoɔ Natan bɛsra no ngo sɛ Israelhene. Monhyɛn totorobɛnto, na monteateam sɛ, ‘Ɔhene Salomo nkwa so!’
35 τότε θέλετε αναβή κατόπιν αυτού, διά να έλθη και να καθίση επί τον θρόνον μου· και αυτός θέλει βασιλεύσει αντ' εμού· και αυτόν προσέταξα να ήναι ηγεμών επί τον Ισραήλ και επί τον Ιούδαν.
Na sɛ mosane de no ba ha a, ɔbɛtena mʼahennwa so. Ɔbɛdi mʼadeɛ sɛ ɔhene, ɛfiri sɛ, mayi no sɛ ɔnyɛ ɔhene wɔ Israel ne Yuda so.”
36 Και απεκρίθη Βεναΐας ο υιός του Ιωδαέ προς τον βασιλέα, και είπεν, Αμήν· ούτως ας επικυρώση Κύριος ο Θεός του κυρίου μου του βασιλέως·
Yehoiada babarima Benaia gyee so sɛ, “Amen! Awurade a ɔyɛ me wura, ɔhene Onyankopɔn no mmara no mmra mu saa.
37 καθώς εστάθη ο Κύριος μετά του κυρίου μου του βασιλέως, ούτω να ήναι και μετά του Σολομώντος, και να μεγαλύνη τον θρόνον αυτού υπέρ τον θρόνον του κυρίου μου του βασιλέως Δαβίδ.
Na Awurade nka Salomo ho sɛdeɛ ɔkaa wo ho no, na Salomo ahennie nyɛ yie nkyɛn wo deɛ no mpo.”
38 Τότε κατέβη Σαδώκ ο ιερεύς και Νάθαν ο προφήτης και Βεναΐας ο υιός του Ιωδαέ και οι Χερεθαίοι και οι Φελεθαίοι, και εκάθισαν τον Σολομώντα επί την ημίονον του βασιλέως Δαβίδ και έφεραν αυτόν εις Γιών.
Enti, ɔsɔfoɔ Sadok, odiyifoɔ Natan ne Yehoiada babarima Benaia ne ɔhene ho banbɔfoɔ faa Salomo de no kɔɔ Gihon asutire no ho a, na Salomo te ɔhene Dawid afunumpɔnkɔ so.
39 Και έλαβε Σαδώκ ο ιερεύς το κέρας του ελαίου εκ της σκηνής και έχρισε τον Σολομώντα. Και εσάλπισαν διά της σάλπιγγος· και είπε πας ο λαός, Ζήτω ο βασιλεύς Σολομών.
Ɛhɔ na ɔsɔfoɔ Sadok faa ngotoa firii ntomadan kronkron mu hɔ bɛhwie guu Salomo tirim. Afei, wɔhyɛn totorobɛnto maa nnipa no nyinaa teateaam sɛ, “Ɔhene Salomo nkwa so!”
40 Και ανέβη πας ο λαός κατόπιν αυτού· και έπαιζεν ο λαός αυλούς και ευφραίνετο ευφροσύνην μεγάλην, και η γη εσχίζετο εκ των φωνών αυτών.
Na nnipa no nyinaa sane ne Salomo kɔɔ Yerusalem a wɔrebɔ mmɛn, di ahurisie. Na anigyeɛ ne ahosɛpɛ ne nteateam no ano yɛɛ den ara kɔsii sɛ, wɔn nne no wosoo asase.
41 Και ήκουσεν Αδωνίας και πάντες οι κεκλημένοι αυτού, καθώς ετελείωσαν να τρώγωσι. Και ότε ήκουσεν ο Ιωάβ την φωνήν της σάλπιγγος, είπε, Τις η φωνή αύτη της πόλεως θορυβούσης;
Adoniya ne nʼahɔhoɔ tee osebɔ ne nteateam ɛberɛ a wɔreyɛ awie wɔn apontoɔ no. Na Yoab tee totorobɛnto nne no, ɔbisaa sɛ, “Na asɛm bɛn na asie? Na adɛn nso na kuro no mu ayɛ gyegyeegye yi?”
42 Ενώ έτι ελάλει, ιδού, Ιωνάθαν, ο υιός Αβιάθαρ του ιερέως, ήλθε· και είπεν ο Αδωνίας προς αυτόν, Είσελθε· διότι συ είσαι ανήρ γενναίος και φέρεις αγαθάς αγγελίας.
Ɛberɛ a ɔgu so rekasa no, Yonatan a ɔyɛ ɔsɔfoɔ Abiatar babarima no kɔɔ hɔ. Adoniya ka kyerɛɛ no sɛ, “Bra mu, ɛfiri sɛ, woyɛ onipa papa. Minim sɛ asɛm pa wɔ wʼano.”
43 Και αποκριθείς ο Ιωνάθαν είπε προς τον Αδωνίαν, Βεβαίως κύριος ημών ο βασιλεύς Δαβίδ έκαμε βασιλέα τον Σολομώντα·
Yonatan buaa sɛ, “Dabi! Seesei ara, yɛn wura ɔhene Dawid, asi Salomo ɔhene.
44 και απέστειλε μετ' αυτού ο βασιλεύς Σαδώκ τον ιερέα και Νάθαν τον προφήτη και Βεναΐαν τον υιόν του Ιωδαέ και τους Χερεθαίους και τους Φελεθαίους, και εκάθισαν αυτόν επί την ημίονον του βασιλέως·
Ɔhene no maa ɔne ɔsɔfoɔ Sadok, odiyifoɔ Natan, Yehoiada babarima Benaia a ɔhene ho banbɔfoɔ rebɔ wɔn ho ban, kɔɔ Gihon asutire ho. Wɔmaa no tenaa ɔhene afunumpɔnkɔ so,
45 και έχρισαν αυτόν Σαδώκ ο ιερεύς και Νάθαν ο προφήτης βασιλέα εν Γιών· και ανέβησαν εκείθεν ευφραινόμενοι, και η πόλις αντήχησεν· αύτη είναι η φωνή, την οποίαν ηκούσατε·
ɛnna Sadok ne Natan sraa no ngo sɛ ɔhene foforɔ. Wɔreba ara ni, na kuro mu no nyinaa agye bum ahokeka so. Gyegyeegye no asekyerɛ ara ne no.
46 και μάλιστα εκάθησεν ο Σολομών επί του θρόνου της βασιλείας·
Afei, seesei, Salomo te ahennwa so sɛ ɔhene.
47 και εισήλθον έτι οι δούλοι του βασιλέως να ευχηθώσι τον κύριον ημών τον βασιλέα Δαβίδ, λέγοντες, Ο Θεός να λαμπρύνη το όνομα του Σολομώντος υπέρ το όνομά σου, και να μεγαλύνη τον θρόνον σου και να μεγαλύνη τον θρόνον αυτού υπέρ τον θρόνον σου. και προσεκύνησεν ο βασιλεύς επί της κλίνης·
Adehyeɛ mpanimfoɔ nyinaa kɔɔ ɔhene Dawid nkyɛn, kɔmaa no amo, kaa sɛ, ‘Onyankopɔn mma Salomo ahennie nhyeta nkyɛn wo deɛ no, na Salomo ahemman nso nyɛ kɛseɛ nsene wo deɛ no!’ Na ɔhene sii ne tiri ase yii Awurade ayɛ, ɛberɛ a na ɔda ne mpa mu,
48 και είπε προσέτι ο βασιλεύς ούτως· Ευλογητός Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, όστις έδωκεν εις εμέ σήμερον διάδοχον καθήμενον επί του θρόνου μου, και οι οφθαλμοί μου βλέπουσι τούτο.
na ɔkaa saa nsɛm yi, ‘Nhyira nka Awurade, Israel Onyankopɔn, a ɛnnɛ da yi wayi obi sɛ ɔntena mʼahennwa so wɔ ɛberɛ a mete ase, na mehunu deɛ ɛrekɔ so nyinaa.’”
49 Τότε πάντες οι κεκλημένοι, οι μετά του Αδωνία, εξεπλάγησαν και σηκωθέντες, υπήγαν έκαστος την οδόν αυτού.
Ɛhɔ ara, Adoniya ahɔhoɔ no nyinaa de ehu gyee bum, firii apontoɔ no ase, na ntɛm so, obiara kɔɔ ne kwan.
50 Ο δε Αδωνίας εφοβήθη από προσώπου του Σολομώντος και σηκωθείς υπήγε και επιάσθη από των κεράτων του θυσιαστηρίου.
Na Adoniya no ankasa suro Salomo, enti ɔdwane kɔɔ ntomadan kronkron no mu kɔsosɔɔ mmɛn a ɛsisi afɔrebukyia no so no mu.
51 Και ανήγγειλαν προς τον Σολομώντα, λέγοντες, Ιδού, ο Αδωνίας φοβείται τον βασιλέα Σολομώντα· και ιδού, επιάσθη από των κεράτων του θυσιαστηρίου, λέγων, Ας ομόση προς εμέ σήμερον ο βασιλεύς Σολομών, ότι δεν θέλει θανατώσει τον δούλον αυτού διά ρομφαίας.
Ankyɛre na Salomo tee sɛ Adoniya akɔsosɔ mmɛn a ɛsisi afɔrebukyia no so, na ɔresrɛ sɛ, “Momma Salomo nsuae nkyerɛ ɛnnɛ yi ara, na wankum me!”
52 Και είπεν ο Σολομών, Εάν σταθή ανήρ αγαθός, ουδέ μία εκ των τριχών αυτού θέλει πέσει επί την γήν· εάν όμως ευρεθή κακία εν αυτώ θέλει θανατωθή.
Salomo buaa sɛ, “Sɛ ɔbɛdi me nokorɛ deɛ a, wɔrenha no. Na sɛ wanyɛ saa deɛ a, wɔbɛkum no.”
53 Και απέστειλεν ο βασιλεύς Σολομών, και κατεβίβασαν αυτόν από του θυσιαστηρίου· και ήλθε και προσεκύνησε τον βασιλέα Σολομώντα· και είπε προς αυτόν ο Σολομών, Ύπαγε εις τον οίκόν σου.
Enti, ɔhene Salomo frɛɛ Adoniya, na wɔde no firi afɔrebukyia no so kɔeɛ. Ɔkotoo ɔhene no, na Salomo ka kyerɛɛ no sɛ, “Kɔ efie.”

< Βασιλειῶν Γʹ 1 >