< Βασιλειῶν Γʹ 8 >
1 Τότε συνήθροισεν ο βασιλεύς Σολομών προς εαυτόν εν Ιερουσαλήμ τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και πάντας τους αρχηγούς των φυλών, τους οικογενάρχας των υιών Ισραήλ, διά να αναβιβάσωσι την κιβωτόν της διαθήκης του Κυρίου εκ της πόλεως Δαβίδ, ήτις είναι η Σιών.
Khona uSolomoni wabuthanisa abadala bakoIsrayeli, zonke inhloko zezizwe, iziphathamandla zaboyise babantwana bakoIsrayeli, ukuya enkosini uSolomoni eJerusalema, ukuze benyuse umtshokotsho wesivumelwano sikaJehova bewukhupha emzini kaDavida, oyiZiyoni.
2 Και συνηθροίσθησαν πάντες οι άνδρες Ισραήλ προς τον βασιλέα Σολομώντα εν τη εορτή κατά τον μήνα Εθανείμ, όστις είναι ο έβδομος μην.
Wonke amadoda akoIsrayeli asebuthana enkosini uSolomoni emkhosini enyangeni kaEthanimi eyinyanga yesikhombisa.
3 Και ήλθον πάντες οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ και εσήκωσαν οι ιερείς την κιβωτόν.
Labo bonke abadala bakoIsrayeli beza, abapristi bawuphakamisa umtshokotsho wesivumelwano,
4 Και ανεβίβασαν την κιβωτόν του Κυρίου και την σκηνήν του μαρτυρίου και πάντα τα σκεύη τα άγια τα εν τη σκηνή· οι ιερείς και οι Λευΐται ανεβίβασαν αυτά.
bawenyusa umtshokotsho weNkosi lethente lenhlangano, lazo zonke izitsha ezingcwele ezazisethenteni; abapristi lamaLevi bakwenyusa-ke.
5 Και ο βασιλεύς Σολομών και πάσα η συναγωγή του Ισραήλ, οι συναχθέντες προς αυτόν, ήσαν μετ' αυτού έμπροσθεν της κιβωτού, θυσιάζοντες πρόβατα και βόας, όσα δεν ήτο δυνατόν να λογαριασθώσι και να αριθμηθώσι διά το πλήθος.
Njalo inkosi uSolomoni lenhlangano yonke yakoIsrayeli eyayibuthene babelayo phambi komtshokotsho behlaba izimvu lezinkabi ezingelanani lezingelakubalwa ngobunengi.
6 Και εισήγαγον οι ιερείς την κιβωτόν της διαθήκης του Κυρίου εις τον τόπον αυτής, εις το χρηστήριον του οίκου, εις τα άγια των αγίων, υποκάτω των πτερύγων των χερουβείμ.
Abapristi basebewungenisa umtshokotsho wesivumelwano seNkosi endaweni yawo endaweni yelizwi yendlu, engcweleni yezingcwele, ngaphansi kwempiko zamakherubhi.
7 Διότι τα χερουβείμ είχον εξηπλωμένας τας πτέρυγας επί τον τόπον της κιβωτού, και τα χερουβείμ εκάλυπτον την κιβωτόν και τους μοχλούς αυτής άνωθεν.
Ngoba amakherubhi elulela impiko zawo phezu kwendawo yomtshokotsho, amakherubhi embesa umtshokotsho lemijabo yawo, kuvela phezulu.
8 Και εξείχον οι μοχλοί, και εφαίνοντο τα άκρα των μοχλών εκ του αγίου τόπου έμπροσθεν του χρηστηρίου, έξωθεν όμως δεν εφαίνοντο· και είναι εκεί έως της σήμερον.
Basebeselula imijabo ukuze izihloko zemijabo zibonakale endaweni engcwele phambi kwendawo yelizwi, kodwa yayingabonakali ngaphandle; njalo ikhona lapho kuze kube lamuhla.
9 Δεν ήσαν εν τη κιβωτώ ειμή αι δύο λίθιναι πλάκες, τας οποίας ο Μωϋσής έθεσεν εκεί εν Χωρήβ, όπου ο Κύριος έκαμε διαθήκην προς τους υιούς Ισραήλ, ότε εξήλθον εκ γης Αιγύπτου.
Kwakungelalutho emtshokotshweni, ngaphandle kwezibhebhe zamatshe ezimbili uMozisi azifaka khona eHorebe mhla iNkosi isenza khona isivumelwano labantwana bakoIsrayeli ekuphumeni kwabo elizweni leGibhithe.
10 Και ως εξήλθον οι ιερείς εκ του αγιαστηρίου, η νεφέλη ενέπλησε τον οίκον του Κυρίου·
Kwasekusithi ekuphumeni kwabapristi endaweni engcwele iyezi layigcwalisa indlu yeNkosi;
11 και δεν ηδύναντο οι ιερείς να σταθώσι διά να λειτουργήσωσιν, εξ αιτίας της νεφέλης· διότι η δόξα του Κυρίου ενέπλησε τον οίκον του Κυρίου.
ngakho abapristi babengelakho ukuma ukuthi bakhonze ngenxa yeyezi, ngoba inkazimulo yeNkosi yayigcwalise indlu yeNkosi.
12 Τότε ελάλησεν ο Σολομών, Ο Κύριος είπεν ότι θέλει κατοικεί εν γνόφω·
Ngalesosikhathi uSolomoni wathi: INkosi yathi izahlala emnyameni onzima.
13 ωκοδόμησα εις σε οίκον κατοικήσεως, τόπον διά να κατοικής αιωνίως.
Ngikwakhele lokukwakhela indlu, indawo yokuhlala, indawo emisiweyo yokuhlala kwakho laphakade.
14 Και στρέψας ο βασιλεύς το πρόσωπον αυτού, ευλόγησε πάσαν την συναγωγήν του Ισραήλ· πάσα δε η συναγωγή του Ισραήλ ίστατο.
Inkosi yasitshibilikisa ubuso bayo, yalibusisa ibandla lonke lakoIsrayeli; lebandla lonke lakoIsrayeli lalimi.
15 Και είπεν, Ευλογητός Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, όστις εξετέλεσε διά της χειρός αυτού εκείνο το οποίον ελάλησε διά του στόματος αυτού προς Δαβίδ τον πατέρα μου, λέγων,
Yasisithi: Kayibusiswe iNkosi, uNkulunkulu kaIsrayeli, eyakhuluma ngomlomo wayo kuDavida ubaba, njalo yagcwalisa ngesandla sayo, isithi:
16 Αφ' ης ημέρας εξήγαγον τον λαόν μου τον Ισραήλ εξ Αιγύπτου, δεν εξέλεξα από πασών των φυλών του Ισραήλ ουδεμίαν πόλιν διά να οικοδομηθή οίκος, ώστε να ήναι το όνομά μου εκεί· αλλ' εξέλεξα τον Δαβίδ, διά να ήναι επί τον λαόν μου Ισραήλ.
Kusukela ngosuku engakhupha ngalo abantu bami uIsrayeli elizweni leGibhithe kangikhethanga muzi ezizweni zonke zakoIsrayeli ukwakha indlu, ukuthi ibizo lami libe lapho, kodwa ngakhetha uDavida ukuthi abe phezu kwabantu bami uIsrayeli.
17 Και ήλθεν εις την καρδίαν Δαβίδ του πατρός μου να οικοδομήση οίκον εις το όνομα Κυρίου του Θεού του Ισραήλ.
Njalo kwakusenhliziyweni kaDavida ubaba ukwakhela ibizo leNkosi uNkulunkulu kaIsrayeli indlu.
18 Αλλ' ο Κύριος είπε προς Δαβίδ τον πατέρα μου, Επειδή ήλθεν εις την καρδίαν σου να οικοδομήσης οίκον εις το όνομά μου, καλώς μεν έκαμες ότι συνέλαβες τούτο εν τη καρδία σου·
Kodwa iNkosi yathi kuDavida ubaba: Njengoba kwakusenhliziyweni yakho ukwakhela ibizo lami indlu, wenze kuhle ukuthi kwakusenhliziyweni yakho;
19 πλην συ δεν θέλεις οικοδομήσει τον οίκον· αλλ' ο υιός σου, όστις θέλει εξέλθει εκ της οσφύος σου, ούτος θέλει οικοδομήσει τον οίκον εις το όνομά μου.
loba kunjalo kawuyikuyakha indlu wena, kodwa indodana yakho ezaphuma ekhalweni lwakho, yona izalakhela ibizo lami indlu.
20 Ο Κύριος λοιπόν εξεπλήρωσε τον λόγον αυτού, τον οποίον ελάλησε· και εγώ ανέστην αντί Δαβίδ του πατρός μου, και εκάθησα επί του θρόνου του Ισραήλ, καθώς ελάλησεν ο Κύριος, και ωκοδόμησα τον οίκον εις το όνομα Κυρίου του Θεού του Ισραήλ.
INkosi isiqinisile ilizwi layo eyalikhulumayo, ngoba ngivukile esikhundleni sikaDavida ubaba, ngihlala esihlalweni sobukhosi sikaIsrayeli njengokuba iNkosi ikhulumile, sengilakhele ibizo leNkosi uNkulunkulu kaIsrayeli indlu.
21 Και διώρισα εκεί τόπον διά την κιβωτόν, εν ή κείται η διαθήκη του Κυρίου, την οποίαν έκαμε προς τους πατέρας ημών, ότε εξήγαγεν αυτούς εκ γης Αιγύπτου.
Njalo ngimisile lapho indawo yomtshokotsho, lapho okulesivumelwano seNkosi khona, eyasenza labobaba ekubakhupheni kwayo elizweni leGibhithe.
22 Και σταθείς ο Σολομών έμπροσθεν του θυσιαστηρίου του Κυρίου, ενώπιον πάσης της συναγωγής του Ισραήλ, εξέτεινε τας χείρας αυτού προς τον ουρανόν,
USolomoni wasesima phambi kwelathi leNkosi maqondana lebandla lonke lakoIsrayeli, welulela izandla zakhe emazulwini,
23 και είπε, Κύριε Θεέ του Ισραήλ, δεν είναι Θεός όμοιός σου εκ τω ουρανώ άνω και επί της γης κάτω, όστις φυλάττεις την διαθήκην και το έλεος προς τους δούλους σου τους περιπατούντας ενώπιόν σου εν όλη τη καρδία αυτών·
wathi: Nkosi, Nkulunkulu kaIsrayeli, kakho unkulunkulu onjengawe emazulwini phezulu lemhlabeni phansi ogcina isivumelwano lomusa ezincekwini zakho ezihamba phambi kwakho ngenhliziyo yazo yonke.
24 όστις εφύλαξας προς τον δούλον σου Δαβίδ τον πατέρα μου όσα ελάλησας προς αυτόν· και ελάλησας διά του στόματός σου και εξετέλεσας διά της χειρός σου, καθώς την ημέραν ταύτην.
Ogcinele inceku yakho uDavida ubaba lokho owakutsho kuye; njalo wakhuluma ngomlomo wakho, wakugcwalisa ngesandla sakho, njengalamuhla.
25 Και τώρα, Κύριε Θεέ του Ισραήλ, φύλαξον προς τον δούλον σου Δαβίδ τον πατέρα μου εκείνο το οποίον υπεσχέθης προς αυτόν, λέγων, Δεν θέλει εκλείψει εις σε ανήρ απ' έμπροσθέν μου καθήμενος επί του θρόνου του Ισραήλ, μόνον εάν προσέχωσιν οι υιοί σου εις την οδόν αυτών, διά να περιπατώσιν ενώπιόν μου, καθώς συ περιεπάτησας ενώπιόν μου.
Ngakho-ke, Nkosi, Nkulunkulu kaIsrayeli, gcinela inceku yakho uDavida ubaba owakukhuluma kuye, usithi: Kakuyikusweleka muntu kuwe phambi kwami ozahlala esihlalweni sobukhosi sikaIsrayeli, kuphela uba amadodana akho egcina indlela yawo ukuhamba phambi kwami njengoba uhambile phambi kwami.
26 Τώρα λοιπόν, Θεέ του Ισραήλ, ας αληθεύση, δέομαι, ο λόγος σου, τον οποίον ελάλησας προς τον δούλον σου Δαβίδ τον πατέρα μου.
Khathesi-ke, Nkulunkulu kaIsrayeli, ake liqiniseke ilizwi lakho owalikhuluma encekwini yakho uDavida ubaba.
27 Αλλά θέλει αληθώς κατοικήσει Θεός επί της γης; ιδού, ο ουρανός και ο ουρανός των ουρανών δεν είναι ικανοί να σε χωρέσωσι· πόσον ολιγώτερον ο οίκος ούτος, τον οποίον ωκοδόμησα.
Kodwa isibili uNkulunkulu uzahlala yini emhlabeni? Khangela, amazulu, lamazulu amazulu angekwanele; incinyane kangakanani-ke lindlu engiyakhileyo?
28 Πλην επίβλεψον επί την προσευχήν του δούλου σου και επί την δέησιν αυτού, Κύριε Θεέ μου, ώστε να εισακούσης της κραυγής και της δεήσεως, την οποίαν ο δούλός σου δέεται ενώπιόν σου την σήμερον.
Kube kanti phendukela emkhulekweni wenceku yakho lekuncengeni kwayo, Nkosi Nkulunkulu wami, ukuze uzwe ukukhala lomkhuleko inceku yakho ewukhulekayo phambi kwakho lamuhla.
29 διά να ήναι οι οφθαλμοί σου ανεωγμένοι προς τον οίκον τούτον νύκτα και ημέραν, προς τον τόπον περί του οποίου είπας, Το όνομά μου θέλει είσθαι εκεί· διά να εισακούης της δεήσεως, την οποίαν ο δούλός σου θέλει δέεσθαι εν τω τόπω τούτω.
Ukuthi amehlo akho avulekele lindlu ebusuku lemini, indawo owatsho ngayo ukuthi: Ibizo lami lizakuba lapho; ukuze uzwe umkhuleko wenceku yakho ezawukhuleka kulindawo.
30 Και επάκουε της δεήσεως του δούλου σου και του λαού σου Ισραήλ, όταν προσεύχωνται εν τω τόπω τούτω· και άκουε συ εκ του τόπου της κατοικήσεώς σου, εκ του ουρανού· και ακούων, γίνου ίλεως.
Zwana-ke ukuncenga kwenceku yakho lokwabantu bakho uIsrayeli lapho bezakhuleka kulindawo; yebo, uzwe wena, usendaweni yakho yokuhlala emazulwini; lapho usizwa, uthethelele.
31 Εάν αμαρτήση τις άνθρωπος εις τον πλησίον αυτού και ζητήση όρκον παρ' αυτού διά να κάμη αυτόν να ορκισθή, και ο όρκος έλθη έμπροσθεν του θυσιαστηρίου σου εν τω οίκω τούτω,
Uba loba nguwuphi umuntu one umakhelwane wakhe, abeke phezu kwakhe isifungo, amenze afunge, lesifungo size phambi kwelathi lakho kulindlu,
32 τότε συ επάκουσον εκ του ουρανού και ενέργησον και κρίνον τους δούλους σου, καταδικάζων μεν τον άνομον, ώστε να στρέψης κατά της κεφαλής αυτού την πράξιν αυτού, δικαιόνων δε τον δίκαιον, ώστε να αποδώσης εις αυτόν κατά την δικαιοσύνην αυτού.
zwana-ke wena usemazulwini, wenze wahlulele inceku zakho, ulahle omubi, ukunikela indlela yakhe ekhanda lakhe, ukulungisisa olungileyo, ukumnika njengokulunga kwakhe.
33 Όταν κτυπηθή ο λαός σου Ισραήλ έμπροσθεν του εχθρού, διότι ημάρτησαν εις σε, και επιστρέψωσι προς σε και δοξάσωσι το όνομά σου και προσευχηθώσι και δεηθώσιν ενώπιόν σου εν τω οίκω τούτω,
Lapho abantu bakho uIsrayeli betshaywe phambi kwesitha ngoba bonile kuwe, babesebephendukela kuwe, balivume ibizo lakho, bakhuleke bancenge kuwe kulindlu,
34 τότε συ επάκουσον εκ του ουρανού και συγχώρησον την αμαρτίαν του λαού σου Ισραήλ, και επανάγαγε αυτούς εις την γην, την οποίαν έδωκας εις τους πατέρας αυτών.
zwana-ke wena usemazulwini, uthethelele isono sabantu bakho uIsrayeli, ubabuyisele elizweni owalinika oyise.
35 Όταν ο ουρανός κλεισθή, και δεν γίνηται βροχή, διότι ημάρτησαν εις σε, εάν προσευχηθώσι προς τον τόπον τούτον και δοξάσωσι το όνομά σου και επιστρέψωσιν από των αμαρτιών αυτών, αφού ταπεινώσης αυτούς,
Lapho amazulu evaliwe, kungelazulu ngoba bonile kuwe, uba bekhuleka kulindawo belivuma ibizo lakho, baphenduke esonweni sabo lapho ubahluphile,
36 τότε συ επάκουσον εκ του ουρανού και συγχώρησον την αμαρτίαν των δούλων σου και του λαού σου Ισραήλ, διδάξας αυτούς την οδόν την αγαθήν, εις την οποίαν πρέπει να περιπατώσι, και δος βροχήν επί την γην σου, την οποίαν έδωκας εις τον λαόν σου διά κληρονομίαν.
zwana-ke wena usemazulwini, uthethelele isono senceku zakho lesabantu bakho uIsrayeli, lapho usubafundisile indlela elungileyo abangahamba ngayo, unike izulu elizweni lakho owalinika abantu bakho libe yilifa.
37 Πείνα εάν γείνη εν τη γη, θανατικόν εάν γείνη, ανεμοφθορία, ερυσίβη, ακρίς, βρούχος εάν γείνη, ο εχθρός αυτών εάν πολιορκήση αυτούς εν τω τόπω της κατοικίας αυτών, οποιαδήποτε πληγή, οποιαδήποτε νόσος γείνη,
Uba kukhona indlala elizweni, uba kukhona umatshayabhuqe wesifo, ukutshisa, ingumane, isikhonyane, uba kulemihogoyi; uba isitha sabo sibavimbezele elizweni lemizi yabo, loba yiyiphi inhlupheko, loba yiwuphi umkhuhlane,
38 πάσαν προσευχήν, πάσαν δέησιν γινομένην υπό παντός ανθρώπου, υπό παντός του λαού σου Ισραήλ, όταν γνωρίση έκαστος την πληγήν της καρδίας αυτού και εκτείνη τας χείρας αυτού προς τον οίκον τούτον,
wonke umkhuleko, konke ukuncenga, okwenziwa yiloba nguwuphi umuntu, ngabantu bakho bonke bakoIsrayeli, abazakwazi ngulowo inhlupheko yenhliziyo yakhe, eselula izandla zakhe kulindlu,
39 τότε συ επάκουσον εκ του ουρανού, του τόπου της κατοικήσεώς σου, και συγχώρησον και ενέργησον και δος εις έκαστον κατά πάσας τας οδούς αυτού, όπως γνωρίζεις την καρδίαν αυτού, διότι συ, μόνος συ, γνωρίζεις τας καρδίας πάντων των υιών ανθρώπων.
zwana-ke wena usemazulwini, indawo yakho yokuhlala emisiweyo, uthethelele, wenze, unike ngulowo njengezindlela zakhe zonke, onhliziyo yakhe uyayazi, ngoba nguwe wedwa owaziyo inhliziyo yabo bonke abantwana babantu,
40 διά να σε φοβώνται πάσας τας ημέρας όσας ζώσιν επί προσώπου της γης, την οποίαν έδωκας εις τους πατέρας ημών.
ukuze bakwesabe zonke izinsuku abaziphila ebusweni belizwe owalinika obaba.
41 Και τον ξένον έτι, όστις δεν είναι εκ του λαού σου Ισραήλ, αλλ' έρχεται από γης μακράς διά το όνομά σου,
Futhi-ke mayelana lowezizweni ongesuye wabantu bakho uIsrayeli kodwa evela elizweni elikhatshana ngenxa yebizo lakho,
42 διότι θέλουσιν ακούσει το όνομά σου το μέγα και την χείρα σου την κραταιάν και τον βραχίονά σου τον εξηπλωμένον, όταν έλθη και προσευχηθή προς τον οίκον τούτον,
(ngoba bazakuzwa ngebizo lakho elikhulu langesandla sakho esilamandla langengalo yakho eyeluliweyo) uba esiza akhuleke kulindlu,
43 συ επάκουσον εκ του ουρανού, του τόπου της κατοικήσεώς σου, και ενέργησον κατά πάντα περί όσων ο ξένος σε επικαλεσθή· διά να γνωρίσωσι πάντες οι λαοί της γης το όνομά σου, να σε φοβώνται, καθώς ο λαός σου Ισραήλ· και διά να γνωρίσωσιν ότι το όνομά σου εκλήθη επί τον οίκον τούτον, τον οποίον ωκοδόμησα.
zwana wena usemazulwini, indawo yakho yokuhlala emisiweyo, wenze njengakho konke owezizweni akubizela khona, ukuze izizwe zonke zomhlaba zazi ibizo lakho, zikwesabe, njengabantu bakho uIsrayeli, ukuze zazi ukuthi ibizo lakho libiziwe phezu kwale indlu engiyakhileyo.
44 Όταν ο λαός σου εξέλθη εις πόλεμον εναντίον των εχθρών αυτών, όπου αποστείλης αυτούς, και προσευχηθώσιν εις τον Κύριον, προς την πόλιν, την οποίαν εξέλεξας, και τον οίκον, τον οποίον ωκοδόμησα εις το όνομά σου,
Uba abantu bakho bephuma impi bemelene lesitha sabo ngendlela obathuma ngayo, babesebekhuleka eNkosini bekhangele emzini owukhethileyo lendlini engiyakhele ibizo lakho,
45 τότε επάκουσον εκ του ουρανού της προσευχής αυτών και της δεήσεως αυτών, και κάμε το δίκαιον αυτών.
zwana-ke usemazulwini umkhuleko wabo lokuncenga kwabo, wenze udaba lwabo.
46 Όταν αμαρτήσωσιν εις σε, διότι ουδείς άνθρωπος είναι αναμάρτητος, και οργισθής εις αυτούς και παραδώσης αυτούς εις τον εχθρόν, ώστε οι αιχμαλωτισταί να φέρωσιν αυτούς αιχμαλώτους εις την γην του εχθρού, μακράν ή πλησίον,
Uba besona kuwe, ngoba kakulamuntu ongoniyo, ubusubathukuthelela, ubanikele esitheni, ukuze abathumbi babo babathumbele elizweni lesitha, khatshana kumbe eduze,
47 και έλθωσιν εις εαυτούς εν τη γη, όπου εφέρθησαν αιχμάλωτοι, και επιστρέψωσι και δεηθώσι προς σε εν τη γη των αιχμαλωτισάντων αυτούς, λέγοντες, Ημάρτομεν, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν,
kodwa babuye enhliziyweni yabo elizweni abathunjelwe kilo, baphenduke, bancenge kuwe elizweni lababathumbileyo, besithi: Sonile, saphambeka, senza okubi;
48 και επιστρέψωσι προς σε εξ όλης της καρδίας αυτών και εξ όλης της ψυχής αυτών, εν τη γη των εχθρών των αιχμαλωτισάντων αυτούς, και προσευχηθώσι προς σε προς την γην αυτών την οποίαν έδωκας εις τους πατέρας αυτών, την πόλιν την οποίαν εξέλεξας, και τον οίκον τον οποίον ωκοδόμησα εις το όνομά σου,
babuyele kuwe ngenhliziyo yonke yabo langomphefumulo wonke wabo elizweni lezitha zabo ezibathumbileyo, bakhuleke kuwe bekhangele elizweni labo owalinika oyise, umuzi owawukhethayo, lendlu engiyakhele ibizo lakho,
49 τότε επάκουσον εκ του ουρανού, του τόπου της κατοικήσεώς σου, της προσευχής αυτών και της δεήσεως αυτών και κάμε το δίκαιον αυτών,
zwana-ke usemazulwini umkhuleko wabo lokuncenga kwabo, endaweni yakho yokuhlala, ubamele.
50 και συγχώρησον εις τον λαόν σου, τον αμαρτήσαντα εις σε, και άφες πάσας τας παραβάσεις αυτών, διά των οποίων έγειναν παραβάται εναντίον σου, και κίνησον εις οικτιρμόν αυτών τους αιχμαλωτίσαντας αυτούς ώστε να οικτείρωσιν αυτούς·
Uthethelele abantu bakho abone kuwe, leziphambeko zabo zonke, abaphambeke ngazo kuwe, ubaphe isihawu phambi kwababathumbileyo, ukuthi babe lesihawu kibo,
51 διότι λαός σου και κληρονομία σου είναι, τον οποίον εξήγαγες εξ Αιγύπτου, εκ μέσου του σιδηρού χωνευτηρίου.
ngoba bayisizwe sakho, lelifa lakho owabakhupha eGibhithe, phakathi kwesithando sensimbi.
52 Ας ήναι λοιπόν οι οφθαλμοί σου ανεωγμένοι εις την δέησιν του δούλου σου και εις την δέησιν του λαού σου Ισραήλ, διά να εισακούης αυτούς περί όσων σε επικαλεσθώσι,
Ukuze amehlo akho avulekele ukuncenga kwenceku yakho lokuncenga kwabantu bakho uIsrayeli, ukubezwa kukho konke ukukhala kwabo kuwe.
53 διότι συ εξεχώρισας αυτούς από πάντων των λαών της γης, διά να ήναι κληρονομία σου, καθώς ελάλησας διά χειρός Μωϋσέως του δούλου σου, ότε εξήγαγες τους πατέρας ημών εξ Αιγύπτου, Δέσποτα Κύριε.
Ngoba wena wazehlukanisela bona babe yilifa bevela kuzo zonke izizwe zomhlaba, njengokukhuluma kwakho ngesandla sikaMozisi, inceku yakho, ekukhupheni kwakho obaba eGibhithe, Nkosi Jehova.
54 Και αφού ετελείωσεν ο Σολομών να κάμνη όλην την προσευχήν και την δέησιν ταύτην προς τον Κύριον, εσηκώθη απ' έμπροσθεν του θυσιαστηρίου του Κυρίου, όπου ήτο γονυπετής με τας χείρας αυτού εξηπλωμένας προς τον ουρανόν.
Kwasekusithi eseqedile uSolomoni ukukhuleka wonke lo umkhuleko lokuncenga eNkosini, wasukuma esuka ngaphambi kwelathi leNkosi ekuguqeni ngamadolo akhe lezandla zakhe zelulekele emazulwini,
55 Και εστάθη και ευλόγησε πάσαν την σύναξιν του Ισραήλ μετά φωνής μεγάλης, λέγων,
wasesima wabusisa ibandla lonke lakoIsrayeli ngelizwi elikhulu esithi:
56 Ευλογητός Κύριος, όστις έδωκεν ανάπαυσιν εις τον λαόν αυτού Ισραήλ, κατά πάντα όσα υπεσχέθη· δεν έπεσεν ουδέ εις εκ πάντων των λόγων των αγαθών, τους οποίους ελάλησε διά χειρός Μωϋσέως του δούλου αυτού.
Kayibusiswe iNkosi enike abantu bayo uIsrayeli ukuphumula njengakho konke eyakukhulumayo; kakuwanga lelilodwa ilizwi kuwo wonke amazwi ayo eyawakhuluma ngesandla sikaMozisi inceku yayo.
57 Γένοιτο Κύριος ο Θεός ημών μεθ' ημών, καθώς ήτο μετά των πατέρων ημών να μη αφήση ημάς, μηδέ να εγκαταλείψη ημάς·
INkosi uNkulunkulu wethu kayibe lathi njengalokhu yayilabobaba, ingasitshiyi ingasideli,
58 διά να επικλίνη τας καρδίας ημών εις εαυτόν ώστε να περιπατώμεν εις πάσας τας οδούς αυτού και να φυλάττωμεν τας εντολάς αυτού και τα διατάγματα αυτού και τας κρίσεις αυτού, τα οποία προσέταξεν εις τους πατέρας ημών.
ukuze ithobele inhliziyo yethu kuyo, ukuhamba ngazo zonke indlela zayo, lokugcina imilayo yayo lezimiso zayo lezahlulelo zayo, eyakulaya obaba.
59 Και ούτοι οι λόγοι μου, τους οποίους εδεήθην ενώπιον του Κυρίου, να ήναι ημέραν και νύκτα πλησίον Κυρίου του Θεού ημών, διά να κάμνη το δίκαιον του δούλου αυτού και το δίκαιον του λαού αυτού Ισραήλ, κατά την ανάγκην εκάστης ημέρας·
Lala amazwi ami, engincenga ngawo phambi kweNkosi, abe seduzane leNkosi uNkulunkulu wethu emini lebusuku, ukuze imele udaba lwenceku yayo lodaba lwabantu bayo uIsrayeli, udaba losuku ngosuku lwalo,
60 διά να γνωρίσωσι πάντες οι λαοί της γης, ότι ο Κύριος, αυτός είναι ο Θεός, ουδείς άλλος.
ukuze izizwe zonke zomhlaba zazi ukuthi iNkosi inguNkulunkulu, kakho omunye.
61 Ας ήναι λοιπόν η καρδία σας τελεία προς Κύριον τον Θεόν ημών, διά να περιπατήτε εις τα διατάγματα αυτού και να φυλάττητε τας εντολάς αυτού, καθώς εν τη ημέρα ταύτη.
Ngakho inhliziyo yenu kayibe ngepheleleyo kuJehova uNkulunkulu wethu, ukuhamba ezimisweni zayo, lokugcina imilayo yayo njengalamuhla.
62 Και ο βασιλεύς και πας ο Ισραήλ μετ' αυτού, προσέφεραν θυσίαν ενώπιον του Κυρίου.
Inkosi loIsrayeli wonke elayo basebehlaba umhlatshelo phambi kukaJehova.
63 Και εθυσίασεν Σολομών τας θυσίας τας ειρηνικάς, τας οποίας προσέφερεν εις τον Κύριον, εικοσιδύο χιλιάδας βοών και εκατόν είκοσι χιλιάδας προβάτων· ούτως εγκαινίασαν τον οίκον του Κυρίου ο βασιλεύς και πάντες οι υιοί Ισραήλ.
USolomoni wasehlaba umhlatshelo weminikelo yokuthula awuhlabela uJehova, inkabi ezizinkulungwane ezingamatshumi amabili lambili, lezimvu ezizinkulungwane ezilikhulu lamatshumi amabili. Ngokunjalo inkosi labo bonke abantwana bakoIsrayeli bayehlukanisa indlu kaJehova.
64 Την αυτήν ημέραν καθιέρωσεν ο βασιλεύς το μέσον της αυλής της κατά πρόσωπον του οίκου του Κυρίου· διότι εκεί προσέφερε τα ολοκαυτώματα και την εξ αλφίτων προσφοράν και το στέαρ των ειρηνικών προσφορών· επειδή το θυσιαστήριον το χάλκινον, το κατ' έμπροσθεν του Κυρίου, ήτο μικρόν ώστε να χωρέση τα ολοκαυτώματα και την εξ αλφίτων προσφοράν και το στέαρ των ειρηνικών προσφορών.
Ngalona lolosuku inkosi yangcwelisa iphakathi leguma elalingaphambi kwendlu kaJehova, ngoba lapho yanikela umnikelo wokutshiswa lomnikelo wokudla, lamahwahwa eminikelo yokuthula, ngoba ilathi lethusi elaliphambi kukaJehova lalilincinyane kakhulu ukwanela umnikelo wokutshiswa lomnikelo wokudla lamahwahwa eminikelo yokuthula.
65 Και κατ' εκείνον τον καιρόν έκαμεν Σολομών την εορτήν, και πας ο Ισραήλ μετ' αυτού, σύναξις μεγάλη, από της εισόδου Αιμάθ μέχρι του ποταμού Αιγύπτου, ενώπιον Κυρίου του Θεού ημών, επτά ημέρας και επτά ημέρας, δεκατέσσαρας ημέρας.
Ngalesosikhathi uSolomoni wasesenza idili, loIsrayeli wonke laye, ibandla elikhulu, kusukela ekungeneni kweHamathi kusiya esifuleni seGibhithe, phambi kweNkosi uNkulunkulu wethu, insuku eziyisikhombisa lensuku eziyisikhombisa, insuku ezilitshumi lane.
66 την ογδόην ημέραν απέλυσε τον λαόν· και ευλόγησαν τον βασιλέα και ανεχώρησαν εις τας σκηνάς αυτών, χαίροντες και ευφραινόμενοι εκ καρδίας, διά πάντα τα αγαθά όσα ο Κύριος έκαμε προς Δαβίδ τον δούλον αυτού και προς Ισραήλ τον λαόν αυτού.
Ngosuku lwesificaminwembili wabayekela abantu bahamba; bayibusisa inkosi, baya emathenteni abo bethokoza bejabula enhliziyweni ngakho konke okuhle iNkosi eyayikwenzele uDavida inceku yayo loIsrayeli abantu bayo.