< Βασιλειῶν Γʹ 1 >

1 Και ο βασιλεύς Δαβίδ ήτο γέρων, προβεβηκώς την ηλικίαν· και εσκέπαζον αυτόν με ιμάτια, πλην δεν εθερμαίνετο.
Kwathi inkosi uDavida esemdala kakhulu, wayengasafudumali lanxa elele loba bemembathise kakhulu.
2 Και είπον οι δούλοι αυτού προς αυτόν, Ας ζητήσωσι διά τον κύριόν μου τον βασιλέα νεάνιδα παρθένον, διά να ίσταται έμπροσθεν του βασιλέως και να περιθάλπη αυτόν, και να κοιμάται εις τον κόλπον σου, διά να θερμαίνηται ο κύριός μου ο βασιλεύς.
Izinceku zakhe zathi kuye, “Kasidinge intombazana yokunakekela inkosi iyifudumeze. Izalala eceleni kwayo ukuze inkosi yethu ifudumale.”
3 Και εζήτησαν εν πάσι τοις ορίοις του Ισραήλ νεάνιδα ώραίαν· και εύρηκαν την Αβισάγ την Σουναμίτιν, και έφεραν αυτήν προς τον βασιλέα.
Ngakho balibhudula lonke elako-Israyeli bedinga intombi enhle baze bafumana u-Abhishagi, umShunami walethwa enkosini.
4 Ήτο δε η νεάνις ώραία σφόδρα, και περιέθαλπε τον βασιλέα, και υπηρέτει αυτόν· πλην ο βασιλεύς δεν εγνώρισεν αυτήν.
Intombazana leyo yayinhle kakhulu; yayinakekela inkosi yayilondoloza, kodwa inkosi kayiyenzanga umfazi.
5 Τότε Αδωνίας ο υιός της Αγγείθ επήρθη εις εαυτόν, λέγων, Εγώ θέλω βασιλεύσει και ητοίμασεν εις εαυτόν αμάξας και ιππείς και πεντήκοντα άνδρας προτρέχοντας έμπροσθεν αυτού.
Kwathi u-Adonija, unina owayenguHagithi, waziveza wathi, “Yimi engizakuba yinkosi.” Waselungisa izinqola lamabhiza kanye lamadoda angamatshumi amahlanu ukumandulela.
6 Ο δε πατήρ αυτού δεν επίκραινέ ποτέ αυτόν, λέγων, Διά τι συ πράττεις ούτω; ήτο δε και ώραίος την όψιν σφόδρα· και η μήτηρ αυτού εγέννησεν αυτόν μετά τον Αβεσσαλώμ.
(Uyise kazange amkhuze ngokumbuza ukuthi, “Ukwenzeleni konke lokhu?” Laye wayemuhle kakhulu, eselama u-Abhisalomu.)
7 Και συνελάλησε μετά του Ιωάβ υιού της Σερουΐας, και μετά Αβιάθαρ του ιερέως· και ούτοι, ακολουθήσαντες τον Αδωνίαν, εβοήθουν αυτόν.
U-Adonija wacebisana loJowabi indodana kaZeruya lo-Abhiyathari umphristi, laba bamsekela.
8 Σαδώκ όμως ο ιερεύς και Βεναΐας ο υιός του Ιωδαέ και Νάθαν ο προφήτης και Σιμεΐ και Ρεΐ και οι δυνατοί του Δαβίδ δεν ήσαν μετά του Αδωνία.
Kodwa uZadokhi umphristi, loBhenaya indodana kaJehoyada, loNathani umphrofethi, loShimeyi, loReyi kanye labalindi benkosi abamsekelanga u-Adonija.
9 Και έσφαξεν ο Αδωνίας πρόβατα και βόας και σιτευτά πλησίον της πέτρας του Ζωελέθ, ήτις είναι πλησίον της Εν-ρωγήλ, και εκάλεσε πάντας τους αδελφούς αυτού τους υιούς του βασιλέως και πάντας τους άνδρας του Ιούδα τους δούλους του βασιλέως.
U-Adonija wasesenza umhlatshelo ngezimvu, ngenkomo langamathole anonileyo eLitsheni laseZohelethi eduze le-Eni Rogeli. Wanxusa abafowabo, lamadodana enkosi lawo wonke amadoda akoJuda ayengawesikhosini,
10 Τον Νάθαν όμως τον προφήτην και τον Βεναΐαν και τους δυνατούς και Σολομώντα τον αδελφόν αυτού δεν εκάλεσε.
kodwa kamnxusanga uNathani umphrofethi loba uBhenaya loba abalindi benkosi loba umfowabo uSolomoni.
11 Και είπεν ο Νάθαν προς την Βηθ-σαβεέ την μητέρα του Σολομώντος, λέγων, Δεν ήκουσας ότι εβασίλευσεν Αδωνίας ο υιός της Αγγείθ, και ο κύριος ημών Δαβίδ δεν εξεύρει τούτο;
Ngakho uNathani wabuza uBhathishebha, unina kaSolomoni wathi, “Awukezwa yini ukuthi u-Adonija, indodana kaHagithi, useyinkosi, ezibeka inkosi yethu uDavida ingakakwazi lokho?
12 τώρα λοιπόν ελθέ να σοι δώσω, παρακαλώ, συμβουλήν, διά να σώσης την ζωήν σου και την ζωήν του υιού σου Σολομώντος·
Khathesi-ke lalela ngikweluleke, ukuze uzisindise wena lokuvikela impilo yendodana yakho uSolomoni.
13 ύπαγε και είσελθε προς τον βασιλέα Δαβίδ και ειπέ προς αυτόν, Κύριέ μου βασιλεύ, συ δεν ώμοσας εις την δούλην σου, λέγων, Βεβαίως Σολομών ο υιός σου θέλει βασιλεύσει μετ' εμέ, και αυτός θέλει καθίσει επί του θρόνου μου; διά τι λοιπόν εβασίλευσεν ο Αδωνίας;
Ngena lapha okulenkosi uDavida khona ufike uthi kuyo, ‘Wena omkhulu nkosi yami, awufunganga na phambi kwami mina sichaka sakho ukuthi: “Ngoqotho sibili indodana yakho uSolomoni uzakuba yinkosi ngemva kwakho, uzahlala esihlalweni sami”? Kungani pho u-Adonija esebe yinkosi?’
14 ιδού, ενώ έτι συ λαλείς εκεί μετά του βασιλέως, θέλω ελθεί και εγώ κατόπιν σου και θέλω αναπληρώσει τους λόγους σου.
Uzakuthi usuphakathi ukhuluma layo inkosi, lami ngizangena ngifike ngigcwalisele lokho ozabe ukutshilo.”
15 Και εισήλθεν η Βηθ-σαβεέ προς τον βασιλέα εις τον κοιτώνα· ήτο δε ο βασιλεύς γέρων σφόδρα και Αβισάγ η Σουναμίτις υπηρέτει τον βασιλέα.
Ngalokho-ke uBhathishebha wayayibona inkosi eyayivele isiluphele isendlini yayo, lapho u-Abhishagi ongumShunami ayelondoloza khona inkosi.
16 Και κύψασα η Βηθ-σαβεέ, προσεκύνησε τον βασιλέα. Και ο βασιλεύς είπε, Τι έχεις;
UBhathishebha wakhothama wazehlisa waguqa phambi kwenkosi. Inkosi yambuza yathi: “Kuyini okufunayo?”
17 Η δε είπε προς αυτόν, Κύριέ μου, συ ώμοσας εις Κύριον τον Θεόν σου προς την δούλην σου, λέγων, Βεβαίως ο Σολομών, ο υιός σου, θέλει βασιλεύσει μετ' εμέ, και αυτός θέλει καθίσει επί του θρόνου μου·
Wathi kuyo, “nkosi yami, wena uqobo lwakho wafunga kimi inceku yakho ngoThixo uNkulunkulu wakho wathi: ‘USolomoni indodana yakho uzakuba yinkosi ngemva kwami, njalo uzahlala esihlalweni sami sobukhosi.’
18 αλλά τώρα, ιδού, ο Αδωνίας εβασίλευσε· και συ τώρα, κύριέ μου βασιλεύ, δεν εξεύρεις τούτο·
Kodwa khathesi u-Adonija usebe yinkosi, kodwa wena mbusi, nkosi yami awukwazi okwenzakalayo.
19 και έσφαξε βόας και σιτευτά και πρόβατα εν αφθονία, και εκάλεσε πάντας τους υιούς του βασιλέως και Αβιάθαρ τον ιερέα και Ιωάβ τον αρχιστράτηγον· τον δούλον σου όμως Σολομώντα δεν εκάλεσεν·
Usenikele ngenkomo ezinengi, amaguqa anonisiweyo, kanye lezimvu, njalo usenxuse wonke amadodana enkosi, u-Abhiyathari umphristi kanye loJowabi umlawuli webutho, kodwa kamnxusanga uSolomoni inceku yakho.
20 αλλ' εις σε, κύριέ μου βασιλεύ, εις σε αποβλέπουσιν οι οφθαλμοί παντός του Ισραήλ, διά να απαγγείλης προς αυτούς τις θέλει καθίσει επί του θρόνου του κυρίου μου του βασιλέως μετ' αυτόν·
Mbusi wami, nkosi, abako-Israyeli bonke bakukhangele, badinga ukwazi ukuthi ngubani ozahlala esihlalweni sakho sobukhosi ngemva kwakho.
21 ειδεμή, αφού ο κύριός μου ο βασιλεύς κοιμηθή μετά των πατέρων αυτού, εγώ και ο υιός μου ο Σολομών θέλομεν θεωρείσθαι πταίσται.
Kungenzeka phela ukuthi inkosi yami ingavele iyephumula kubokhokho, mina lendodana yami uSolomoni sizaphathwa njengezigangi.”
22 Και ιδού, ενώ αυτή ελάλει έτι μετά του βασιλέως, ήλθε και Νάθαν ο προφήτης.
Kwathi elokhu esakhuluma lenkosi, kwafika uNathani umphrofethi.
23 Και ανήγγειλαν προς τον βασιλέα, λέγοντες, Ιδού, Νάθαν ο προφήτης. Και εισελθών ενώπιον του βασιλέως, προσεκύνησε τον βασιλέα κατά πρόσωπον αυτού έως εδάφους.
Bayibikela inkosi bathi, “UNathani umphrofethi ulapha.” Waya phambi kwenkosi wakhothama embele ubuso bakhe phansi.
24 Και είπεν ο Νάθαν, Κύριέ μου βασιλεύ, συ είπας, Ο Αδωνίας θέλει βασιλεύσει μετ' εμέ και αυτός θέλει καθίσει επί του θρόνου μου;
UNathani wabuza wathi, “Kambe, nkosi yami, nguwe na othe u-Adonija uzamele athathe ubukhosi bakho ungasekho wena, utshilo na ukuthi uzahlala esihlalweni sakho sobukhosi?
25 διότι κατέβη σήμερον και έσφαξε βόας και σιτευτά και πρόβατα εν αφθονία, και εκάλεσε πάντας τους υιούς του βασιλέως και τους στρατηγούς και Αβιάθαρ τον ιερέα· και ιδού, τρώγουσι και πίνουσιν ενώπιον αυτού και λέγουσι, Ζήτω ο βασιλεύς Αδωνίας·
Lamuhla lokhu wehlile wayakwenza umhlatshelo wenkomo ezinengi, amaguqa anonisiweyo, lezimvu. Unxuse wonke amadodana enkosi, abalawuli bamabutho enkosi kanye lo-Abhiyathari umphristi. Khona khathesi nje bayadla benatha kanye laye besitsho besithi, ‘Mpilonde nkosi Adonija!’
26 εμέ δε, εμέ τον δούλον σου, και Σαδώκ τον ιερέα και Βεναΐαν τον υιόν του Ιωδαέ και Σολομώντα τον δούλον σου δεν εκάλεσε·
Kodwa mina inceku yakho, loZadokhi umphristi, loBhenaya indodana kaJehoyada, kanye lenceku yakho uSolomoni kasinxusanga.
27 παρά του κυρίου μου του βασιλέως έγεινε το πράγμα τούτο, και δεν εφανέρωσας εις τον δούλον σου τις θέλει καθίσει επί του θρόνου του κυρίου μου του βασιλέως μετ' αυτόν;
Kambe kungaba yikuthi lokhu inkosi yami ikwenze ingatshelanga izinceku zayo ukuthi ngubani ozahlala esihlalweni sobukhosi benkosi yami ngemva kokuba inkosi ingasekho?”
28 Και απεκρίθη ο βασιλεύς Δαβίδ και είπε, Καλέσατέ μοι την Βηθ-σαβεέ. Και εισήλθεν ενώπιον του βασιλέως και εστάθη έμπροσθεν του βασιλέως.
Ngalokho iNkosi uDavida yathi, “Mbize, angene uBhathishebha.” Ngakho weza enkosini wema phambi kwayo.
29 Και ώμοσεν ο βασιλεύς και είπε, Ζη Κύριος, όστις ελύτρωσε την ψυχήν μου εκ πάσης στενοχωρίας,
Inkosi yasifunga yathi: “Ngeqiniso lokuthi uThixo wami ngophilayo, lowo owangikhipha ezinhluphekweni zami zonke,
30 βεβαίως, καθώς ώμοσα προς σε εις Κύριον τον Θεόν του Ισραήλ, λέγων, ότι Σολομών ο υιός σου θέλει βασιλεύσει μετ' εμέ, και αυτός θέλει καθίσει αντ' εμού επί του θρόνου μου, ούτω θέλω κάμει την ημέραν ταύτην.
ngempela khona lamuhla lokhu ngizagcwalisa lokho engakufunga ngoThixo, uNkulunkulu ka-Israyeli: uSolomoni indodana yakho uzakuba yinkosi ngemva kwami, njalo uzahlala esihlalweni sami esikhundleni sami.”
31 Τότε η Βηθ-σαβεέ, κύψασα κατά πρόσωπον έως εδάφους, προσεκύνησε τον βασιλέα και είπε, Ζήτω ο κύριός μου ο βασιλεύς Δαβίδ εις τον αιώνα.
Ngalokho uBhathishebha wakhothamisa ikhanda ekhangele phansi, kwathi eseguqe phambi kwenkosi, wathi. “Umbusi wami inkosi uDavida kaphile kuze kube nini lanini!”
32 Και είπεν ο βασιλεύς Δαβίδ, Καλέσατέ μοι Σαδώκ τον ιερέα και Νάθαν τον προφήτην και Βεναΐαν τον υιόν του Ιωδαέ. Και ήλθον ενώπιον του βασιλέως.
INkosi uDavida yathi, “Ngibizela uZadokhi umphristi, uNathani umphrofethi kanye loBhenaya indodana kaJehoyada.” Bathe sebephambi kwenkosi,
33 Και είπε προς αυτούς ο βασιλεύς, Λάβετε μεθ' εαυτών τους δούλους του κυρίου σας και καθίσατε Σολομώντα τον υιόν μου επί την ημίονόν μου και καταβιβάσατε αυτόν εις Γιών·
yathi kubo: “Thathani izinceku zenkosi yenu lihambe lazo liyekhweza uSolomoni indodana yami phezu kwembongolo yami lehle laye liye eGihoni.
34 και ας χρίσωσιν αυτόν εκεί Σαδώκ ο ιερεύς και Νάθαν ο προφήτης βασιλέα επί τον Ισραήλ· και σαλπίσατε διά της σάλπιγγος και είπατε, Ζήτω ο βασιλεύς Σολομών·
Khonale uZadokhi umphristi loNathani umphrofethi kuzamele bamgcobe ubukhosi phezu kuka-Israyeli wonke. Livuthele icilongo limemeze lithi, ‘Kayiphile okulaphakade iNkosi uSolomoni!’
35 τότε θέλετε αναβή κατόπιν αυτού, διά να έλθη και να καθίση επί τον θρόνον μου· και αυτός θέλει βασιλεύσει αντ' εμού· και αυτόν προσέταξα να ήναι ηγεμών επί τον Ισραήλ και επί τον Ιούδαν.
Lizakhwela laye, abuye azohlala esihlalweni sami sobukhosi aze abuse esikhundleni sami. Sengimkhethile ukuthi abuse phezu kuka-Israyeli lakoJuda.”
36 Και απεκρίθη Βεναΐας ο υιός του Ιωδαέ προς τον βασιλέα, και είπεν, Αμήν· ούτως ας επικυρώση Κύριος ο Θεός του κυρίου μου του βασιλέως·
UBhenaya indodana kaJehoyada waphendula inkosi wathi, “Akube njalo! Kungathi uThixo, uNkulunkulu wombusi lenkosi yami, angakumisa kube njalo.
37 καθώς εστάθη ο Κύριος μετά του κυρίου μου του βασιλέως, ούτω να ήναι και μετά του Σολομώντος, και να μεγαλύνη τον θρόνον αυτού υπέρ τον θρόνον του κυρίου μου του βασιλέως Δαβίδ.
Njengoba uThixo elondoloze umbusi wami oyinkosi, akube njalo lakuSolomoni ukuze enze ubukhosi bakhe bube ngaphezu kwalobo obenkosi yami iNkosi uDavida!”
38 Τότε κατέβη Σαδώκ ο ιερεύς και Νάθαν ο προφήτης και Βεναΐας ο υιός του Ιωδαέ και οι Χερεθαίοι και οι Φελεθαίοι, και εκάθισαν τον Σολομώντα επί την ημίονον του βασιλέως Δαβίδ και έφεραν αυτόν εις Γιών.
Ngakho uZadokhi umphristi, loNathani umphrofethi, loBhenaya indodana kaJehoyada lamaKherethi lamaPhelethi behla bafika bakhweza uSolomoni embongolweni yeNkosi uDavida bamqhuba bamusa eGihoni.
39 Και έλαβε Σαδώκ ο ιερεύς το κέρας του ελαίου εκ της σκηνής και έχρισε τον Σολομώντα. Και εσάλπισαν διά της σάλπιγγος· και είπε πας ο λαός, Ζήτω ο βασιλεύς Σολομών.
UZadokhi umphristi wathatha uphondo lwamafutha ethenteni elingcwele wagcoba uSolomoni. Ngakho bahle bavuthela icilongo, abantu bonke bahlaba umkhosi behaya besithi, “Mpilonde Nkosi Solomoni!”
40 Και ανέβη πας ο λαός κατόπιν αυτού· και έπαιζεν ο λαός αυλούς και ευφραίνετο ευφροσύνην μεγάλην, και η γη εσχίζετο εκ των φωνών αυτών.
Bonke bamlandela, bavuthela imihubhe bejabula kakhulu, kwaze kwanyikinyeka umhlaba.
41 Και ήκουσεν Αδωνίας και πάντες οι κεκλημένοι αυτού, καθώς ετελείωσαν να τρώγωσι. Και ότε ήκουσεν ο Ιωάβ την φωνήν της σάλπιγγος, είπε, Τις η φωνή αύτη της πόλεως θορυβούσης;
U-Adonija kanye lezethekeli ezazilaye zawuzwa lumkhosi njengoba bona basebeqedisa ukudla. UJowabi wathi esizwa icilongo wabuza wathi, “Utshoni umsindo wonke lo edolobheni?”
42 Ενώ έτι ελάλει, ιδού, Ιωνάθαν, ο υιός Αβιάθαρ του ιερέως, ήλθε· και είπεν ο Αδωνίας προς αυτόν, Είσελθε· διότι συ είσαι ανήρ γενναίος και φέρεις αγαθάς αγγελίας.
Kwathi elokhu esakhuluma kwafika uJonathani indodana ka-Abhiyathari umphristi. U-Adonija wathi, “Ngena phakathi. Indoda eqakathekileyo njengawe kufanele ukuthi isiphathele izindaba ezimnandi.”
43 Και αποκριθείς ο Ιωνάθαν είπε προς τον Αδωνίαν, Βεβαίως κύριος ημών ο βασιλεύς Δαβίδ έκαμε βασιλέα τον Σολομώντα·
UJonathani waphendula wathi, “Akulalutho. Inkosi uDavida uMbusi wethu usegcobe uSolomoni ubukhosi.
44 και απέστειλε μετ' αυτού ο βασιλεύς Σαδώκ τον ιερέα και Νάθαν τον προφήτη και Βεναΐαν τον υιόν του Ιωδαέ και τους Χερεθαίους και τους Φελεθαίους, και εκάθισαν αυτόν επί την ημίονον του βασιλέως·
Inkosi isimthumele kanye loZadokhi umphristi, loNathani umphrofethi, loBhenaya indodana kaJehoyada, lamaKherethi lamaPhelethi, njalo sebehle bamkhweza embongolweni yenkosi.
45 και έχρισαν αυτόν Σαδώκ ο ιερεύς και Νάθαν ο προφήτης βασιλέα εν Γιών· και ανέβησαν εκείθεν ευφραινόμενοι, και η πόλις αντήχησεν· αύτη είναι η φωνή, την οποίαν ηκούσατε·
Njalo uZadokhi umphristi loNathani umphrofethi sebehle bamgcobela ubukhosi eGihoni. Besuka lapho bahle bahaya bembuka, kanti ledolobho lonke lihlokoma ngenjabulo. Yiwo lo umkhosi eliwuzwayo.
46 και μάλιστα εκάθησεν ο Σολομών επί του θρόνου της βασιλείας·
Kunjalo-nje uSolomoni usehle wahlala esihlalweni sobukhosi.
47 και εισήλθον έτι οι δούλοι του βασιλέως να ευχηθώσι τον κύριον ημών τον βασιλέα Δαβίδ, λέγοντες, Ο Θεός να λαμπρύνη το όνομα του Σολομώντος υπέρ το όνομά σου, και να μεγαλύνη τον θρόνον σου και να μεγαλύνη τον θρόνον αυτού υπέρ τον θρόνον σου. και προσεκύνησεν ο βασιλεύς επί της κλίνης·
Phezu kwalokho izikhulu zesikhosini sezifikile ukuthi zizokwenzela iNkosi uDavida amhlophe zisithi, ‘Sengathi uNkulunkulu wakho angenza ibizo likaSolomoni lidume kulelakho kuthi lesihlalo sakhe sobukhosi sibe lodumo ukwedlula esakho!’ Ngalokho inkosi yakhothama yakhonza isembhedeni wayo
48 και είπε προσέτι ο βασιλεύς ούτως· Ευλογητός Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, όστις έδωκεν εις εμέ σήμερον διάδοχον καθήμενον επί του θρόνου μου, και οι οφθαλμοί μου βλέπουσι τούτο.
yathi, ‘Udumo alube kuye uThixo, uNkulunkulu ka-Israyeli, yena ovumele ukuthi ngizibonele ngawami amehlo lowo ozathatha isihlalo sami sobukhosi lamuhla.’”
49 Τότε πάντες οι κεκλημένοι, οι μετά του Αδωνία, εξεπλάγησαν και σηκωθέντες, υπήγαν έκαστος την οδόν αυτού.
Ngenxa yalokhu, izethekeli zika-Adonija zathi lothu zaphakama ngokwethuka zachitheka.
50 Ο δε Αδωνίας εφοβήθη από προσώπου του Σολομώντος και σηκωθείς υπήγε και επιάσθη από των κεράτων του θυσιαστηρίου.
Kodwa u-Adonija, ngokwesaba uSolomoni, wahamba wayabamba impondo ze-alithare.
51 Και ανήγγειλαν προς τον Σολομώντα, λέγοντες, Ιδού, ο Αδωνίας φοβείται τον βασιλέα Σολομώντα· και ιδού, επιάσθη από των κεράτων του θυσιαστηρίου, λέγων, Ας ομόση προς εμέ σήμερον ο βασιλεύς Σολομών, ότι δεν θέλει θανατώσει τον δούλον αυτού διά ρομφαίας.
USolomoni wasetshelwa ukuthi, “U-Adonija uyayesaba iNkosi uSolomoni ngakho usegagadlele impondo ze-alithare. Uthi yena, ‘INkosi uSolomoni kayifunge kimi lamuhla ithi kayiyikubulala isichaka sayo ngenkemba.’”
52 Και είπεν ο Σολομών, Εάν σταθή ανήρ αγαθός, ουδέ μία εκ των τριχών αυτού θέλει πέσει επί την γήν· εάν όμως ευρεθή κακία εν αυτώ θέλει θανατωθή.
USolomoni waphendula wathi, “Nxa angatshengisela ukuthi uyindoda uqobo lwayo akulanwele lolulodwa lwekhanda lakhe oluzawela emhlabathini; kodwa nxa ebanjwe yikona, uzakufa.”
53 Και απέστειλεν ο βασιλεύς Σολομών, και κατεβίβασαν αυτόν από του θυσιαστηρίου· και ήλθε και προσεκύνησε τον βασιλέα Σολομώντα· και είπε προς αυτόν ο Σολομών, Ύπαγε εις τον οίκόν σου.
Ngakho iNkosi uSolomoni yathumela amadoda, ayamethula e-alithareni abuya laye. Ngalokho u-Adonija weza wafika wazehlisa wakhothama enkosini uSolomoni, yena uSolomoni wathi. “Hamba, yana emzini wakho.”

< Βασιλειῶν Γʹ 1 >