< Isaïe 47 >
1 Descends, et assieds-toi dans la poudre, Vierge, fille de Babel! Assieds-toi sur la terre, sans trône, fille des Chaldéens!
Κατάβα και κάθησον επί του χώματος, παρθένε θυγάτηρ της Βαβυλώνος· κάθησον κατά γής· θρόνος πλέον δεν είναι, θυγάτηρ των Χαλδαίων· διότι δεν θέλεις πλέον ονομασθή απαλή και τρυφερά.
2 Car désormais on ne t'appellera plus molle et délicate! Prends le moulin, et mouds de la farine! ôte ton voile! relève les pans de ta robe! découvre tes jambes! passe à gué les fleuves! Découvre ta nudité!
Πίασον τον χειρόμυλον και άλεθε άλευρον· εκκάλυψον τους πλοκάμους σου, γύμνωσον τους πόδας, εκκάλυψον τας κνήμας, πέρασον τους ποταμούς.
3 oui, ta nudité sera vue; je veux tirer vengeance, et ne donner de trêve à personne.
Η γύμνωσίς σου θέλει εκκαλυφθή· ναι, η αισχύνη σου θέλει φανή· εκδίκησιν θέλω λάβει και δεν θέλω φεισθή άνθρωπον.
4 Notre rédempteur (l'Éternel des armées est son nom), le Saint d'Israël [le dit]:
Του Λυτρωτού ημών το όνομα είναι, Ο Κύριος των δυνάμεων, ο Άγιος του Ισραήλ.
5 Assieds-toi muette, et fuis dans les ténèbres, fille des Chaldéens, car on ne t'appellera plus désormais la maîtresse des empires!
Κάθησον σιωπώσα και είσελθε εις το σκότος, θυγάτηρ των Χαλδαίων· διότι δεν θέλεις πλέον ονομάζεσθαι, Η κυρία των βασιλείων.
6 Je fus irrité contre mon peuple, je profanai mon héritage, et les livrai à ton bras; tu n'eus pour eux nulle pitié! sur un vieillard tu appesantis ton joug avec excès.
Ωργίσθην κατά του λαού μου, εμίανα την κληρονομίαν μου και παρέδωκα αυτούς εις την χείρα σου· πλην συ δεν έδειξας εις αυτούς έλεος· σφόδρα εβάρυνας τον ζυγόν σου επί τον γέροντα.
7 Et tu disais: « A jamais je serai maîtresse! » tu allais jusqu'à ne pas réfléchir à ces choses, et à ne point considérer la fin.
Και είπας, εις τον αιώνα θέλω είσθαι κυρία· ώστε δεν έβαλες ταύτα εν τη καρδία σου ουδέ ενεθυμήθης τα έσχατα αυτών.
8 Et maintenant, entends-le, voluptueuse, sur ton trône pleine de sécurité, qui dis en ton cœur: « Moi et nulle autre que moi! je ne serai point dans le veuvage, et je n'éprouverai point la privation d'enfants. »
Τώρα λοιπόν άκουσον τούτο, η παραδεδομένη εις τας τρυφάς, η κατοικούσα αμερίμνως, η λέγουσα εν τη καρδία σου, Εγώ είμαι και εκτός εμού ουδεμία άλλη· δεν θέλω καθήσει χήρα και δεν θέλω γνωρίσει ατέκνωσιν.
9 Eh bien! l'un et l'autre t'arrivera soudain le même jour, la privation d'enfants et le veuvage, ils t'arriveront complets, malgré le nombre de tes enchantements et la multitude excessive de tes charmes.
Τα δύο ταύτα θέλουσι βεβαίως ελθεί επί σε εξαίφνης εν μιά ημέρα, ατέκνωσις και χηρεία· θέλουσιν ελθεί επί σε καθ' ολοκληρίαν διά το πλήθος των μαγειών σου, διά την μεγάλην αφθονίαν των γοητευμάτων σου·
10 Tu te fiais en ta malice, tu disais: « Personne ne me voit! » Ta sagesse et ta prudence! ce sont elles qui t'égarent; et tu dis dans ton cœur: « Moi et nulle autre que moi! »
διότι εθαρρεύθης επί την πονηρίαν σου και είπας, δεν με βλέπει ουδείς. Η σοφία σου και η επιστήμη σου σε απεπλάνησαν· και είπας εν τη καρδία σου, Εγώ είμαι και εκτός εμού ουδεμία άλλη.
11 Aussi t'arrivera-t-il un malheur que tu ne sauras conjurer, et une calamité fondra sur toi que tu ne pourras expier, et la ruine fondra sur toi soudain, avant que tu t'en doutes.
Διά τούτο θέλει ελθεί κακόν επί σε, χωρίς να εξεύρης πόθεν γεννάται· και συμφορά θέλει πέσει κατά σου, χωρίς να δύνασαι να αποστρέψης αυτήν· και όλεθρος θέλει ελθεί, αιφνιδίως επί σε, χωρίς να εξεύρης.
12 Poursuis donc tes conjurations, et tes nombreux enchantements dont tu t'es occupée depuis ta jeunesse! peut-être pourras-tu trouver des ressources, peut-être inspirer la terreur!
Στήθι τώρα με τας γοητείας σου και με το πλήθος των μαγειών σου, εις τας οποίας ηγωνίσθης εκ νεότητός σου· αν δύνασαι να ωφεληθής, αν δύνασαι να υπερισχύσης.
13 Tu es fatiguée du nombre de tes consultations! qu'ils se lèvent donc pour te secourir, ceux qui découpent le ciel en régions, qui inspectent les astres, indiquent aux nouvelles lunes ce qui doit t'arriver.
Απέκαμες εν τω πλήθει των βουλών σου. Ας σηκωθώσι τώρα οι ουρανοσκόποι, οι αστρολόγοι, οι μηνολόγοι προγνωστικοί, και ας σε σώσωσιν εκ των επερχομένων επί σε.
14 Voici, ils sont comme le chaume; le feu les brûle, ils ne sauveront pas leur vie des flammes: il n'en restera pas un charbon pour se chauffer, ni un feu pour s'asseoir auprès.
Ιδού, θέλουσιν είσθαι ως άχυρον· πυρ θέλει κατακαύσει αυτούς· δεν θέλουσι δυνηθή να σώσωσιν εαυτούς από της δυνάμεως της φλογός· δεν θέλει μείνει άνθραξ διά να θερμανθή τις ουδέ πυρ διά να καθήση έμπροσθεν αυτού.
15 Tels seront pour toi ceux envers qui tu te donnes tant de peine, ceux avec qui tu eus affaire dès ta jeunesse, ils s'égarent chacun de son côté, et personne ne te sauve.
Τοιούτοι θέλουσιν είσθαι εις σε εκείνοι, μετά των οποίων εκ νεότητός σου εκοπίασας, οι έμποροί σου· θέλουσι φύγει περιπλανώμενοι έκαστος εις το μέρος αυτού· ουδείς θέλει σε σώσει.