< 1 Samuel 17 >

1 Or les Philistins assemblèrent leurs armées pour faire la guerre, et ils s'assemblèrent à Soco, qui est de Juda, et se campèrent entre Soco et Hazéka, sur la frontière de Dammim.
Συνήθροισαν δε οι Φιλισταίοι τα στρατεύματα αυτών διά πόλεμον και ήσαν συνηθροισμένοι εν Σοκχώ, ήτις είναι του Ιούδα, και εστρατοπέδευσαν μεταξύ Σοκχώ και Αζηκά, εν Εφές-δαμμείμ.
2 Saül aussi et ceux d'Israël s'assemblèrent, et se campèrent en la vallée du chêne, et rangèrent leur bataille pour aller à la rencontre des Philistins.
Ο δε Σαούλ και οι άνδρες Ισραήλ συνηθροίσθησαν, και εστρατοπέδευσαν εν τη κοιλάδι Ηλά, και παρετάχθησαν εις μάχην εναντίον των Φιλισταίων.
3 Or les Philistins étaient sur une montagne du côté de deçà, et les Israëlites étaient sur une [autre] montagne du côté de delà; de sorte que la vallée était entre deux.
Και οι μεν Φιλισταίοι ίσταντο επί του όρους εντεύθεν, ο δε Ισραήλ ίστατο επί του όρους εκείθεν· η δε κοιλάς ήτο μεταξύ αυτών.
4 Et il sortit du camp des Philistins un homme qui se présentait entre les deux armées, et qui avait nom Goliath, [de la ville] de Gath, haut de six coudées et d'une paume.
Και εξήλθεν ανήρ προμαχητής εκ του στρατοπέδου των Φιλισταίων ονομαζόμενος Γολιάθ, εκ της Γαθ, ύψους εξ πηχών και σπιθαμής·
5 Et il avait un casque d'airain sur sa tête, et était armé d'une cuirasse à écailles; et sa cuirasse pesait cinq mille sicles d'airain.
είχε δε περικεφαλαίαν χαλκίνην επί της κεφαλής αυτού και ήτο ενδεδυμένος θώρακα αλυσιδωτόν· και το βάρος του θώρακος ήτο πέντε χιλιάδες σίκλων χαλκού·
6 Il avait aussi des jambières d'airain sur ses jambes, et un écu d'airain entre ses épaules.
και κνημίδας χαλκίνας επί των σκελών αυτού και ασπίδα χαλκίνην μεταξύ των ώμων αυτού.
7 La hampe de sa hallebarde était comme l'ensuble d'un tisserand, et le fer de cette [hallebarde] pesait six cents sicles de fer; et celui qui portait son bouclier marchait devant lui.
Και το κοντάριον του δόρατος αυτού ήτο ως αντίον υφαντού· και η λόγχη του δόρατος αυτού εζύγιζεν εξακοσίους σίκλους σιδήρου· εις δε κρατών τον θυρεόν προεπορεύετο αυτού.
8 Il se présentait donc, et criait aux troupes rangées d'Israël, et leur disait: Pourquoi sortiriez-vous pour vous ranger en bataille? Ne suis-je pas Philistin, et vous n'êtes-vous pas serviteurs de Saül? Choisissez l'un d'entre vous, et qu'il descende vers moi.
Και σταθείς εβόησε προς τας παρατάξεις του Ισραήλ και είπε προς αυτούς, Διά τι εξέρχεσθε να παραταχθήτε εις μάχην; δεν είμαι εγώ ο Φιλισταίος, και σεις δούλοι του Σαούλ; εκλέξατε εις εαυτούς άνδρα, και ας καταβή προς εμέ·
9 Que s'il est le plus fort en combattant avec moi, et qu'il me tue, nous serons vos serviteurs; mais si j'ai l'avantage sur lui, et que je le tue, vous serez nos serviteurs, et vous nous serez asservis.
εάν μεν δυνηθή να πολεμήση μετ' εμού και με θανατώση, τότε ημείς θέλομεν είσθαι δούλοί σας· αλλ' εάν εγώ υπερισχύσω κατ' αυτού και θανατώσω αυτόν, τότε σεις θέλετε είσθαι δούλοι ημών και θέλετε δουλεύει ημάς.
10 Et le Philistin disait: J'ai déshonoré aujourd'hui les troupes rangées d'Israël, [en leur disant]: Donnez-moi un homme, et nous combattrons ensemble.
Και είπεν ο Φιλισταίος, Εγώ εξουθένησα τας παρατάξεις του Ισραήλ την ημέραν ταύτην· δότε εις εμέ άνδρα, διά να μονομαχήσωμεν.
11 [Mais] Saül et tous les Israëlites ayant entendu les paroles du Philistin, furent étonnés, et eurent une grande peur.
Ότε ήκουσεν ο Σαούλ και πας ο Ισραήλ εκείνους τους λόγους του Φιλισταίου, εξέστησαν και εφοβήθησαν σφόδρα.
12 Or il y avait David, fils d'un homme Ephratien de Bethléhem de Juda, nommé Isaï, qui avait huit fils; il était vieux, et il était mis au rang des personnes de qualité du temps de Saül.
Ήτο δε Δαβίδ ο υιός εκείνου του Εφραθαίου εκ Βηθλεέμ Ιούδα, ονομαζομένου Ιεσσαί· είχε δε οκτώ υιούς· και ο άνθρωπος εις τας ημέρας του Σαούλ είχε τάξιν γέροντος μεταξύ των ανθρώπων.
13 Et les trois plus grands fils d'Isaï s'en étaient allés, et avaient suivi Saül en cette guerre. Les noms de ses trois fils qui s'en étaient allés à la guerre, étaient Eliab, le premier-né; Abinadab, le second; et Samma, le troisième.
Και υπήγαν οι τρεις υιοί του Ιεσσαί οι μεγαλήτεροι ακολουθούντες τον Σαούλ εις την μάχην· και τα ονόματα των τριών υιών αυτού οίτινες υπήγαν εις την μάχην ήσαν Ελιάβ ο πρωτότοκος, και ο δεύτερος αυτού Αβιναδάβ, και ο τρίτος Σαμμά.
14 Et David était le plus jeune, et les trois plus grands suivaient Saül.
Ο δε Δαβίδ ήτο ο νεώτερος· και οι τρεις οι μεγαλήτεροι ηκολούθουν τον Σαούλ.
15 Et David allait et revenait d'auprès de Saül, pour paître les brebis de son père en Bethléhem.
Και ανεχώρει ο Δαβίδ και επέστρεφεν από του Σαούλ, διά να ποιμαίνη τα πρόβατα του πατρός αυτού εν Βηθλεέμ.
16 Et le Philistin s'approchant le matin et le soir, se présenta quarante jours durant.
Ο δε Φιλισταίος επλησίαζε πρωΐ και εσπέρας και εστηλόνετο τεσσαράκοντα ημέρας.
17 Et Isaï dit à David son fils: Prends maintenant pour tes frères un Epha de ce froment rôti, et ces dix pains, et porte les en diligence au camp à tes frères.
Και είπεν Ιεσσαί προς Δαβίδ τον υιόν αυτού, Λάβε τώρα διά τους αδελφούς σου εν εφά εκ τούτου του πεφρυγανισμένου σίτου και τους δέκα τούτους άρτους, και τρέξον εις το στρατόπεδον προς τους αδελφούς σου·
18 Tu porteras aussi ces dix fromages de lait au capitaine de leur millier, et tu visiteras tes frères [pour savoir] s'ils se portent bien, et tu m'en apporteras des marques.
και τα δέκα ταύτα νωπά τυρία φέρε προς τον χιλίαρχον, και ιδέ αν υγιαίνωσιν οι αδελφοί σου και λάβε σημείον παρ' αυτών.
19 Or Saül, et eux, et tous ceux d'Israël étaient en la vallée du chêne, combattant contre les Philistins.
Ο δε Σαούλ και αυτοί και πάντες οι άνδρες Ισραήλ ήσαν εν τη κοιλάδι Ηλά, μαχόμενοι μετά των Φιλισταίων.
20 David donc se leva de bon matin, et laissa les brebis en garde au berger, puis ayant pris sa charge, s'en alla, comme son père Isaï le lui avait commandé, et il arriva au lieu où était le camp; et l'armée était sortie là où elle se rangeait en bataille, et on jetait de grands cris à cause de la bataille.
Και εξηγέρθη ο Δαβίδ ενωρίς το πρωΐ· και αφήσας τα πρόβατα εις φύλακα, έλαβε και υπήγε, καθώς προσέταξεν αυτόν ο Ιεσσαί· και ήλθεν εις το περιχαράκωμα, ενώ το στράτευμα εξήρχετο εις παράταξιν· και ηλάλαξαν προς την μάχην·
21 Car les Israëlites et les Philistins avaient rangé armée contre armée.
διότι παρετάχθησαν ο Ισραήλ και οι Φιλισταίοι, στράτευμα κατά πρόσωπον στρατεύματος.
22 Alors David se déchargea de son bagage, le laissant entre les mains de celui qui gardait le bagage, et courut au lieu où était la bataille rangée, et y étant arrivé, il demanda à ses frères s'ils se portaient bien.
Και ο Δαβίδ, αφήσας επάνωθεν αυτού τα σκεύη εις την χείρα του σκευοφύλακος, έδραμε προς το στράτευμα και ήλθε και ηρώτησε τους αδελφούς αυτού πως έχουσι.
23 Et comme il parlait avec eux, voici monter cet homme qui se présentait entre les deux armées, lequel avait nom Goliath, Philistin de la ville de Gath, [qui s'avançant hors] de l'armée des Philistins proféra les mêmes paroles qu'il avait proférées auparavant, et David les entendit.
Και ενώ ωμίλει μετ' αυτών, ιδού, ανέβαινεν ο προμαχητής, ο Φιλισταίος ο εκ της Γαθ, Γολιάθ το όνομα, εκ των στρατευμάτων των Φιλισταίων, και ελάλησε κατά τους αυτούς λόγους· και ήκουσεν ο Δαβίδ.
24 Et tous ceux d'Israël voyant cet homme-là, s'enfuyaient de devant lui, et avaient une grande peur.
Πάντες δε οι άνδρες Ισραήλ, ως είδον τον άνδρα, έφυγον από προσώπου αυτού και εφοβήθησαν σφόδρα.
25 Et chacun d'Israël disait: N'avez-vous point vu cet homme-là qui est monté? Il est monté pour déshonorer Israël; et s'il se trouve quelqu'un qui le frappe, le Roi le comblera de richesses, et lui donnera sa fille, et affranchira la maison de son père [de toutes charges] en Israël.
Και έλεγον οι άνδρες Ισραήλ, Είδετε τον άνδρα τούτον τον αναβαίνοντα; βεβαίως ανέβη διά να εξουθενήση τον Ισραήλ· και όστις θανατώση αυτόν, τούτον θέλει πλουτίσει ο βασιλεύς με πλούτη μεγάλα, και την θυγατέρα αυτού θέλει δώσει εις αυτόν, και τον οίκον του πατρός αυτού θέλει κάμει ελεύθερον μεταξύ του Ισραήλ.
26 Alors David parla aux gens qui étaient là avec lui, en disant: Quel bien fera-t-on à l'homme qui aura frappé ce Philistin, et qui aura ôté l'opprobre de dessus Israël? Car qui est ce Philistin, cet incirconcis, pour déshonorer ainsi les batailles rangées du Dieu vivant?
Και είπεν ο Δαβίδ προς τους άνδρας τους ισταμένους πλησίον αυτού, λέγων, Τι θέλει γείνει εις τον άνδρα, όστις πατάξη τον Φιλισταίον τούτον και αφαιρέση το όνειδος από του Ισραήλ; διότι τις είναι ο Φιλισταίος ούτος ο απερίτμητος, ώστε να εξουθενή τα στρατεύματα του Θεού του ζώντος;
27 Et le peuple lui répéta ces mêmes paroles-là; et lui dit: C'est là le bien qu'on fera à l'homme qui l'aura frappé.
Και απεκρίθη προς αυτόν ο λαός κατά τον λόγον τούτον, λέγων, ούτω θέλει γείνει εις τον άνδρα, όστις πατάξη αυτόν.
28 Et quand Eliab son frère aîné eut entendu qu'il parlait à ces gens-là, sa colère s'enflamma contre David, et il lui dit: Pourquoi es-tu descendu? et à qui as-tu laissé ce peu de brebis au désert? Je connais ton orgueil, et la malignité de ton cœur, car tu es descendu pour voir la bataille.
Και ήκουσεν Ελιάβ ο αδελφός αυτού ο μεγαλήτερος, ενώ ελάλει προς τους άνδρας· και εξήφθη ο θυμός του Ελιάβ εναντίον του Δαβίδ, και είπε, Διά τι κατέβης ενταύθα; και εις ποίον αφήκες τα ολίγα εκείνα πρόβατα εν τη ερήμω; εγώ εξεύρω την υπερηφανίαν σου και την πονηρίαν της καρδίας σου· βεβαίως διά να ιδής την μάχην κατέβης.
29 Et David répondit: Qu'ai-je fait maintenant? N'y a-t-il pas de quoi?
Και είπεν ο Δαβίδ, Τι έκαμα τώρα; δεν είναι αιτία;
30 Puis il se détourna de celui-là vers un autre, et lui dit les mêmes paroles; et le peuple lui répondit de la même manière comme la première fois.
Και εστράφη απ' αυτού προς άλλον και ελάλησε κατά τον αυτόν τρόπον· και ο λαός απεκρίθη πάλιν προς αυτόν κατά τον πρώτον λόγον.
31 Et les paroles que David avait dites ayant été entendues, furent rapportées devant Saül; et il le fit venir.
Και ότε ηκούσθησαν οι λόγοι, τους οποίους ελάλησεν ο Δαβίδ, ανήγγειλαν προς τον Σαούλ· και παρέλαβεν αυτόν.
32 Et David dit à Saül: Que le cœur ne défaille à personne à cause de celui-là; ton serviteur ira, et combattra contre ce Philistin.
Και είπεν ο Δαβίδ προς τον Σαούλ, Μηδενός ανθρώπου η καρδία ας μη ταπεινόνηται διά τούτον· ο δούλός σου θέλει υπάγει και πολεμήσει μετά του Φιλισταίου τούτου.
33 Mais Saül dit à David: Tu ne saurais aller contre ce Philistin pour combattre contre lui; car tu n'es qu'un jeune garçon, et lui, il est homme de guerre dès sa jeunesse.
Και είπεν ο Σαούλ προς τον Δαβίδ, Δεν δύνασαι να υπάγης εναντίον του Φιλισταίου τούτου διά να πολεμήσης μετ' αυτού· διότι συ είσαι παιδίον, αυτός δε ανήρ πολεμιστής εκ νεότητος αυτού.
34 Et David répondit à Saül: Ton serviteur paissait les brebis de son père; et un lion vint, et un ours, et ils emportaient une brebis du troupeau:
Και είπεν ο Δαβίδ προς τον Σαούλ, Ο δούλός σου έβοσκε τα πρόβατα του πατρός αυτού, και ήλθε λέων και άρκτος και ήρπασε πρόβατον εκ του ποιμνίου·
35 Mais je sortis après eux, je les frappai, et j'arrachai [la brebis] de leur gueule; et comme ils se levaient contre moi, je les pris par la mâchoire, je les frappai, et je les tuai.
και εξήλθον κατόπιν αυτού και επάταξα αυτόν και ηλευθέρωσα αυτό εκ του στόματος αυτού· και καθώς εσηκώθη εναντίον μου, ήρπασα αυτόν από της σιαγόνος και επάταξα αυτόν και εθανάτωσα αυτόν·
36 Ton serviteur donc a tué et un lion, et un ours; et ce Philistin, cet incirconcis, sera comme l'un d'eux; car il a déshonoré les troupes rangées du Dieu vivant.
επάταξεν ο δούλός σου και τον λέοντα και την άρκτον· και ο Φιλισταίος ούτος ο απερίτμητος θέλει είσθαι ως εν εκ τούτων, επειδή εξουθένησε τα στρατεύματα του Θεού του ζώντος.
37 David dit encore: L'Eternel qui m'a délivré de la griffe du lion, et de la patte de l'ours, lui-même me délivrera de la main de ce Philistin. Alors Saül dit à David: Va, et l'Eternel soit avec toi.
Και είπεν ο Δαβίδ, Ο Κύριος ο ελευθερώσας με εκ χειρός του λέοντος και εκ χειρός της άρκτου, ούτος θέλει με ελευθερώσει εκ χειρός του Φιλισταίου τούτου. Και είπεν ο Σαούλ προς τον Δαβίδ, Ύπαγε, και ο Κύριος ας ήναι μετά σου.
38 Et Saül fit armer David de ses armes, et lui mit son casque d'airain sur sa tête, et le fit armer d'une cuirasse.
Και ώπλισεν ο Σαούλ τον Δαβίδ με την πανοπλίαν αυτού και έβαλε χαλκίνην περικεφαλαίαν επί της κεφαλής αυτού· και ενέδυσεν αυτόν θώρακα.
39 Puis David ceignit l'épée [de Saül] sur ses armes, et se mit à marcher; car [jamais] il ne l'avait essayé. Et David dit à Saül: Je ne saurais marcher avec ces armes; car je ne l'ai jamais essayé. Et David les ôta de dessus soi.
Και εζώσθη ο Δαβίδ την ρομφαίαν αυτού επάνωθεν της πανοπλίας αυτού και ηθέλησε να περιπατήση· διότι δεν είχε δοκιμάσει. Και είπεν ο Δαβίδ προς τον Σαούλ, Δεν δύναμαι να περιπατήσω με ταύτα· διότι δεν εδοκίμασα ποτέ. Και εξεδύθη ο Δαβίδ αυτά επάνωθεν αυτού.
40 Mais il prit son bâton en sa main, et se choisit du torrent cinq cailloux bien unis, et les mit dans sa mallette de berger qu'il avait, et dans sa poche, et il avait sa fronde en sa main; et il s'approcha du Philistin.
Και έλαβε την ράβδον αυτού εν τη χειρί αυτού, και εξέλεξεν εις εαυτόν πέντε λίθους ομαλούς εκ του χειμάρρου, και θέσας αυτούς εις το ποιμενικόν αυτού σακκίον και θυλάκιον, την δε σφενδόνην αυτού εις την χείρα αυτού, επλησίαζε προς τον Φιλισταίον.
41 Le Philistin aussi s'en vint, et s'avança, et s'approcha de David, et l'homme qui portait son bouclier [marchait] devant lui.
Ο δε Φιλισταίος ήρχετο προχωρών και επλησίαζε προς τον Δαβίδ· και ο ανήρ ο ασπιδοφόρος έμπροσθεν αυτού.
42 Et le Philistin regarda, et vit David, et le méprisa; car ce n'était qu'un jeune garçon, blond, et beau de visage.
Και ότε περιέβλεψεν ο Φιλισταίος και είδε τον Δαβίδ, κατεφρόνησεν αυτόν· διότι ήτο παιδίον και ξανθός και ώραίος την όψιν.
43 Et le Philistin dit à David: [Suis-]je un chien, que tu viennes contre moi avec des bâtons? et le Philistin maudit David par ses dieux.
Και είπεν ο Φιλισταίος προς τον Δαβίδ, Κύων είμαι εγώ, ώστε έρχεσαι προς εμέ με ράβδους; Και κατηράσθη ο Φιλισταίος τον Δαβίδ εις τους θεούς αυτού.
44 Le Philistin dit encore à David: Viens vers moi, et je donnerai ta chair aux oiseaux du ciel, et aux bêtes des champs.
Και είπεν ο Φιλισταίος προς τον Δαβίδ, Ελθέ προς εμέ, και θέλω παραδώσει τας σάρκας σου εις τα πετεινά του ουρανού και εις τα θηρία του αγρού.
45 Et David dit au Philistin: Tu viens contre moi avec l'épée, la hallebarde, et l'écu; mais moi, je viens contre toi au nom de l'Eternel des armées, du Dieu des batailles rangées d'Israël, lequel tu as déshonoré.
Και είπεν ο Δαβίδ προς τον Φιλισταίον, Συ έρχεσαι εναντίον μου με ρομφαίαν και δόρυ και ασπίδα· εγώ δε έρχομαι εναντίον σου εν τω ονόματι του Κυρίου των δυνάμεων, του Θεού των στρατευμάτων του Ισραήλ, τα οποία συ εξουθένησας·
46 Aujourd'hui l'Eternel te livrera entre mes mains, je te frapperai, je t'ôterai la tête de dessus toi, et je donnerai aujourd'hui les charognes du camp des Philistins aux oiseaux des cieux, et aux animaux de la terre; et toute la terre saura qu'Israël a un Dieu.
την ημέραν ταύτην θέλει σε παραδώσει ο Κύριος εις την χείρα μου· και θέλω σε πατάξει και αφαιρέσει από σου την κεφαλήν σου· και θέλω παραδώσει τα πτώματα του στρατοπέδου των Φιλισταίων την ημέραν ταύτην εις τα πετεινά του ουρανού, και εις τα θηρία της γής· διά να γνωρίση πάσα η γη ότι είναι Θεός εις τον Ισραήλ·
47 Et toute cette assemblée saura que l'Eternel ne délivre point par l'épée ni par la hallebarde; car cette bataille est à l'Eternel, qui vous livrera entre nos mains.
και θέλει γνωρίσει παν το πλήθος τούτο ότι ο Κύριος δεν σώζει με ρομφαίαν και δόρυ· διότι του Κυρίου είναι η μάχη, και αυτός θέλει σας παραδώσει εις την χείρα ημών.
48 Et il arriva que comme le Philistin se fut levé, et qu'il s'approchait pour rencontrer David, David se hâta, et courut au lieu du combat pour rencontrer le Philistin.
Και ότε εσηκώθη ο Φιλισταίος και ήρχετο και επλησίαζεν εις συνάντησιν του Δαβίδ, ο Δαβίδ έσπευσε και έδραμε προς μάχην εναντίον του Φιλισταίου.
49 Alors David mit la main à sa mallette, et en prit une pierre, la jeta avec sa fronde, et il en frappa le Philistin au front, tellement que la pierre s'enfonça dans son front; et il tomba le visage contre terre.
Και εκτείνας ο Δαβίδ την χείρα αυτού εις το σακκίον, έλαβεν εκείθεν λίθον και εσφενδόνησε και εκτύπησε τον Φιλισταίον κατά το μέτωπον αυτού, ώστε ο λίθος ενεπήχθη εις το μέτωπον αυτού· και έπεσε κατά πρόσωπον εις την γην.
50 Ainsi David avec une fronde et une pierre fut plus fort que le Philistin, et frappa le Philistin, et le tua; or David n'avait point d'épée en sa main,
και υπερίσχυσεν ο Δαβίδ κατά του Φιλισταίου διά της σφενδόνης και διά του λίθου, και εκτύπησε τον Φιλισταίον και εθανάτωσεν αυτόν. Αλλά δεν ήτο ρομφαία εν τη χειρί του Δαβίδ·
51 Mais David courut, se jeta sur le Philistin, prit son épée, la tira de son fourreau, le tua, et lui coupa la tête. Et les Philistins ayant vu que leur homme fort était mort, s'enfuirent.
όθεν ο Δαβίδ έδραμε και σταθείς επί τον Φιλισταίον, έλαβε την ρομφαίαν αυτού και έσυρεν αυτήν εκ της θήκης αυτής, και θανατώσας αυτόν, απέκοψε την κεφαλήν αυτού με αυτήν. Ιδόντες δε οι Φιλισταίοι, ότι απέθανεν ο ισχυρός αυτών, έφυγον·
52 Alors ceux d'Israël et de Juda se levèrent, et jetèrent des cris de joie, et poursuivirent les Philistins, jusqu'à la vallée, et jusqu'aux portes de Hékron; et les Philistins blessés à mort tombèrent par le chemin de Saharajim, jusqu'à Gath, et jusqu'à Hékron.
Τότε εσηκώθησαν οι άνδρες του Ισραήλ και του Ιούδα και ηλάλαξαν και κατεδίωξαν τους Φιλισταίους, έως της εισόδου της κοιλάδος, και έως των πυλών της Ακκαρών. Και έπεσον οι τραυματισμένοι των Φιλισταίων εν τη οδώ Σααραείμ, έως Γαθ και έως Ακκαρών.
53 Et les enfants d'Israël s'en retournèrent de la poursuite des Philistins, et pillèrent leurs camps.
Και επέστρεψαν οι υιοί Ισραήλ εκ της καταδιώξεως των Φιλισταίων και διήρπασαν τα στρατόπεδα αυτών.
54 Et David prit la tête du Philistin, laquelle il porta depuis à Jérusalem; il mit aussi dans sa tente les armes du [Philistin].
Ο δε Δαβίδ έλαβε την κεφαλήν του Φιλισταίου, και έφερεν αυτήν εις Ιερουσαλήμ· την δε πανοπλίαν αυτού έβαλεν εν τη σκηνή αυτού.
55 Or comme Saül vit David sortant pour rencontrer le Philistin, il dit à Abner Chef de l'armée: Abner, de qui est fils ce jeune garçon? Et Abner répondit: Comme ton âme vit, ô Roi! je n'en sais rien.
Ότε δε είδεν ο Σαούλ τον Δαβίδ εξερχόμενον εναντίον του Φιλισταίου, είπε προς Αβενήρ, τον αρχηγόν του στρατεύματος, Αβενήρ, τίνος υιός είναι ο νέος ούτος; Και ο Αβενήρ είπε, Ζη η ψυχή σου, βασιλεύ, δεν εξεύρω.
56 Le Roi lui dit: Enquiers-toi de qui est fils ce jeune garçon.
Και είπεν ο βασιλεύς, Ερώτησον συ, τίνος υιός είναι ο νεανίσκος ούτος.
57 Sitôt donc que David fut revenu de tuer le Philistin, Abner le prit, et le mena devant Saül, ayant la tête du Philistin en sa main.
Και καθώς επέστρεψεν ο Δαβίδ, πατάξας τον Φιλισταίον, παρέλαβεν αυτόν ο Αβενήρ και έφερεν αυτόν ενώπιον του Σαούλ· και η κεφαλή του Φιλισταίου ήτο εν τη χειρί αυτού.
58 Et Saül lui dit: Jeune garçon, de qui es-tu fils? David répondit: Je suis fils d'Isaï Bethléhémite, ton serviteur.
Και είπε προς αυτόν ο Σαούλ, Τίνος υιός είσαι, νέε; και απεκρίθη ο Δαβίδ, Ο υιός του δούλου σου Ιεσσαί του Βηθλεεμίτου.

< 1 Samuel 17 >