< Psalms 121 >

1 [When we travel toward Jerusalem], I look up toward the hills [and I ask myself], “Who will help me?”
«Ωδή των Αναβαθμών.» Υψόνω τους οφθαλμούς μου προς τα όρη· πόθεν θέλει ελθεί η βοήθειά μου;
2 [And my answer is] that Yahweh is the one who helps me; he is the one who made heaven and the earth.
Η βοήθειά μου έρχεται από του Κυρίου, του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην.
3 He will not allow us to fall/stumble; God, who protects us, will not fall asleep.
Δεν θέλει αφήσει να κλονισθή ο πους σου· ουδέ θέλει νυστάξει ο φυλάττων σε.
4 The one who protects us Israeli people never gets sleepy, nor does he sleep [LIT].
Ιδού, δεν θέλει νυστάξει ουδέ θέλει αποκοιμηθή, ο φυλάττων τον Ισραήλ.
5 Yahweh watches over us; he is like the shade [MET] [that protects us from the sun].
Ο Κύριος είναι ο φύλαξ σου· ο Κύριος είναι η σκέπη σου εκ δεξιών σου.
6 [He will not allow] the sun to harm us during the day, and [he will not allow] the moon to harm us during the night.
Την ημέραν ο ήλιος δεν θέλει σε βλάψει, ουδέ η σελήνη την νύκτα.
7 Yahweh will protect us from being harmed in any manner; he will keep us safe.
Ο Κύριος θέλει σε φυλάττει από παντός κακού· θέλει φυλάττει την ψυχήν σου.
8 He will protect us from the time that we leave [our houses in the morning] until we return [in the evening]; he will protect us now, and he will protect us forever.
Ο Κύριος θέλει φυλάττει την έξοδόν σου και την είσοδόν σου, από του νυν και έως του αιώνος.

< Psalms 121 >