< Leviticus 5 >
1 and soul: person for to sin and to hear: hear voice: [sound of] oath and he/she/it witness or to see: see or to know if not to tell and to lift: guilt iniquity: crime his
Εάν δε τις αμαρτήση και ακούση φωνήν ορκισμού και ήναι μάρτυς, είτε είδεν είτε εξεύρει εάν δεν φανερώση αυτό, τότε θέλει βαστάσει την ανομίαν αυτού.
2 or soul: person which to touch in/on/with all word: thing unclean or in/on/with carcass living thing unclean or in/on/with carcass animal unclean or in/on/with carcass swarm unclean and to conceal from him and he/she/it unclean and be guilty
Η εάν τις εγγίση πράγμά τι ακάθαρτον, είτε θνησιμαίον ακαθάρτον θηρίου είτε θνησιμαίον ακαθάρτου κτήνους είτε θνησιμαίον ερπετών ακαθάρτων, και έλαθεν αυτόν, όμως θέλει είσθαι ακάθαρτος και ένοχος.
3 or for to touch in/on/with uncleanness man to/for all uncleanness his which to defile in/on/with her and to conceal from him and he/she/it to know and be guilty
Η εάν εγγίση ακαθαρσίαν ανθρώπου, εξ οποιασδήποτε ήθελεν είσθαι η ακαθαρσία αυτού, διά της οποίας μιαίνεταί τις, και έλαθεν αυτόν· όταν αυτός γνωρίση τούτο, τότε θέλει είσθαι ένοχος.
4 or soul: person for to swear to/for to speak rashly in/on/with lips to/for be evil or to/for be good to/for all which to speak rashly [the] man in/on/with oath and to conceal from him and he/she/it to know and be guilty to/for one from these
Η εάν τις ομόση, προφέρων αστοχάστως διά των χειλέων αυτού να κακοποιήση, ή να αγαθοποιήση εις παν ό, τι ήθελε προφέρει αστοχάστως ο άνθρωπος μεθ' όρκου και έλαθεν αυτόν· όταν γνωρίση τούτο, τότε θέλει είσθαι ένοχος εις εν εκ τούτων.
5 and to be for be guilty to/for one from these and to give thanks which to sin upon her
Όταν λοιπόν είναι τις ένοχος εις εν εκ τούτων, θέλει εξομολογηθή κατά τι ημάρτησε·
6 and to come (in): bring [obj] guilt (offering) his to/for LORD upon sin his which to sin female from [the] flock lamb or female goat goat to/for sin: sin offering and to atone upon him [the] priest from sin his
και θέλει φέρει προς τον Κύριον προσφοράν περί της παραβάσεως αυτού, διά την αμαρτίαν αυτού την οποίαν ημάρτησε, θηλυκόν αρνίον εκ προβάτων ή τράγον εξ αιγών, εις προσφοράν περί αμαρτίας· και θέλει κάμει εξιλέωσιν ο ιερεύς υπέρ αυτού περί της αμαρτίας αυτού.
7 and if not to touch hand: themselves his sufficiency sheep and to come (in): bring [obj] guilt (offering) his which to sin two turtledove or two son: young animal dove to/for LORD one to/for sin: sin offering and one to/for burnt offering
Και εάν δεν ευπορή να φέρη πρόβατον ή αίγα, θέλει φέρει προς τον Κύριον, διά την αμαρτίαν αυτού την οποίαν ημάρτησε, δύο τρυγόνας ή δύο νεοσσούς περιστερών· μίαν διά προσφοράν περί αμαρτίας και μίαν διά ολοκαύτωμα.
8 and to come (in): bring [obj] them to(wards) [the] priest and to present: bring [obj] which to/for sin: sin offering first and to nip [obj] head his from opposite neck his and not to separate
Και θέλει φέρει αυτάς προς τον ιερέα, όστις θέλει προσφέρει πρώτον εκείνην την περί αμαρτίας προσφοράν· και θέλει κόψει διά των ονύχων την κεφαλήν αυτής από του αυχένος αυτής, πλην δεν θέλει διαχωρίσει αυτήν.
9 and to sprinkle from blood [the] sin: sin offering upon wall [the] altar and [the] to remain in/on/with blood to drain to(wards) foundation [the] altar sin: sin offering he/she/it
Και από του αίματος της περί αμαρτίας προσφοράς θέλει ραντίσει τον τοίχον του θυσιαστηρίου· το δε εναπολειφθέν του αίματος θέλει στραγγίσει έξω εις την βάσιν του θυσιαστηρίου· είναι προσφορά περί αμαρτίας.
10 and [obj] [the] second to make: offer burnt offering like/as justice: judgement and to atone upon him [the] priest from sin his which to sin and to forgive to/for him
Την δε δευτέραν θέλει κάμει ολοκαύτωμα κατά το διατεταγμένον· και θέλει κάμει ο ιερεύς εξιλέωσιν υπέρ αυτού, περί της αμαρτίας αυτού την οποίαν ημάρτησε, και θέλει συγχωρηθή εις αυτόν.
11 and if not to overtake hand: expend his to/for two turtledove or to/for two son: young animal dove and to come (in): bring [obj] offering his which to sin tenth [the] ephah fine flour to/for sin: sin offering not to set: put upon her oil and not to give: put upon her frankincense for sin: sin offering he/she/it
Αλλ' εάν δεν ευπορή να φέρη δύο τρυγόνας ή δύο νεοσσούς περιστερών, τότε θέλει φέρει ο αμαρτήσας διά προσφοράν αυτού το δέκατον ενός εφά σεμιδάλεως εις προσφοράν περί αμαρτίας· δεν θέλει βάλει επ' αυτήν έλαιον ουδέ θέλει βάλει επ' αυτήν λιβάνιον· διότι είναι προσφορά περί αμαρτίας.
12 and to come (in): bring her to(wards) [the] priest and to grasp [the] priest from her fullness handful his [obj] memorial her and to offer: burn [the] altar [to] upon food offering LORD sin: sin offering he/she/it
και θέλει φέρει αυτήν προς τον ιερέα· και ο ιερεύς θέλει δράξει απ' αυτής όσον χωρεί η χειρ αυτού, το μνημόσυνον αυτής, και θέλει καύσει αυτό επί του θυσιαστηρίου, κατά τας προσφοράς τας διά πυρός γινομένας εις τον Κύριον· είναι προσφορά περί αμαρτίας.
13 and to atone upon him [the] priest upon sin his which to sin from one from these and to forgive to/for him and to be to/for priest like/as offering
Και θέλει κάμει ο ιερεύς εξιλέωσιν υπέρ αυτού περί της αμαρτίας αυτού την οποίαν ημάρτησεν εις εν εκ τούτων, και θέλει συγχωρηθή εις αυτόν· το δε υπόλοιπον θέλει είσθαι του ιερέως, ως η εξ αλφίτων προσφορά.
14 and to speak: speak LORD to(wards) Moses to/for to say
Και ελάλησε Κύριος προς τον Μωϋσήν, λέγων,
15 soul: person for be unfaithful unfaithfulness and to sin in/on/with unintentionally from holiness LORD and to come (in): bring [obj] guilt (offering) his to/for LORD ram unblemished from [the] flock in/on/with valuation your silver: money shekel in/on/with shekel [the] holiness to/for guilt (offering)
Εάν τις πράξη παρανομίαν και αμαρτήση εξ αγνοίας εις τα άγια του Κυρίου, τότε θέλει φέρει προς τον Κύριον διά την ανομίαν αυτού κριόν άμωμον εκ του ποιμνίου, κατά την εκτίμησίν σου εις σίκλους αργυρίου, κατά τον σίκλον του αγιαστηρίου, διά προσφοράν περί ανομίας·
16 and [obj] which to sin from [the] holiness to complete and [obj] fifth his to add upon him and to give: give [obj] him to/for priest and [the] priest to atone upon him in/on/with ram [the] guilt (offering) and to forgive to/for him
και θέλει αποδώσει ό, τι ημάρτησεν εις τα άγια και θέλει προσθέσει επ' αυτό το πέμπτον αυτού και δώσει αυτό εις τον ιερέα· και θέλει κάμει ο ιερεύς εξιλέωσιν υπέρ αυτού διά του κριού της περί ανομίας προσφοράς, και θέλει συγχωρηθή εις αυτόν.
17 and if soul: person for to sin and to make: do one from all commandment LORD which not to make: do and not to know and be guilty and to lift: guilt iniquity: crime his
Και εάν τις αμαρτήση και πράξη τι εκ των όσα είναι προστεταγμένον υπό του Κυρίου να μη πράττωνται, και δεν εγνώρισεν αυτό, όμως θέλει είσθαι ένοχος και θέλει βαστάσει την ανομίαν αυτού·
18 and to come (in): bring ram unblemished from [the] flock in/on/with valuation your to/for guilt (offering) to(wards) [the] priest and to atone upon him [the] priest upon unintentionally his which to go astray and he/she/it not to know and to forgive to/for him
και θέλει φέρει κριόν άμωμον εκ του ποιμνίου κατά την εκτίμησίν σου, εις προσφοράν περί ανομίας, προς τον ιερέα· και θέλει κάμει ο ιερεύς εξιλέωσιν υπέρ αυτού περί της αγνοίας αυτού, εις την οποίαν ελανθάσθη και δεν εγνώρισε τούτο, και θέλει συγχωρηθή εις αυτόν.
19 guilt (offering) he/she/it be guilty be guilty to/for LORD
Είναι προσφορά περί ανομίας· αυτός ανομίαν έπραξε κατά του Κυρίου.