< Ezekiel 3 >
1 and to say to(wards) me son: child man [obj] which to find to eat to eat [obj] [the] scroll [the] this and to go: went to speak: speak to(wards) house: household Israel
Και είπε προς εμέ, Υιέ ανθρώπου, φάγε τούτο, το οποίον ευρίσκεις· φάγε τούτον τον τόμον και ύπαγε να λαλήσης προς τον οίκον Ισραήλ.
2 and to open [obj] lip my and to eat me [obj] [the] scroll [the] this
Και ήνοιξα το στόμα μου και με εψώμισε τον τόμον εκείνον.
3 and to say to(wards) me son: child man belly: abdomen your to eat and belly your to fill [obj] [the] scroll [the] this which I to give: give to(wards) you and to eat [emph?] and to be in/on/with lip my like/as honey to/for sweet
Και είπε προς εμέ, Υιέ ανθρώπου, ας φάγη η κοιλία σου και ας εμπλησθώσι τα εντόσθιά σου από του τόμου τούτου, τον οποίον εγώ δίδω εις σε. Και έφαγον και έγεινεν εν τω στόματί μου ως μέλι υπό της γλυκύτητος.
4 and to say to(wards) me son: child man to go: went to come (in): come to(wards) house: household Israel and to speak: speak in/on/with word my to(wards) them
Και είπε προς εμέ, Υιέ ανθρώπου, ύπαγε, είσελθε εις τον οίκον του Ισραήλ και λάλησον τους λόγους μου προς αυτούς.
5 for not to(wards) people unfathomable lip: words and heavy tongue: language you(m. s.) to send: depart to(wards) house: household Israel
Διότι δεν εξαποστέλλεσαι προς λαόν βαθύχειλον και βαρύγλωσσον αλλά προς τον οίκον Ισραήλ·
6 not to(wards) people many unfathomable lip: words and heavy tongue: language which not to hear: understand word their if not to(wards) them to send: depart you they(masc.) to hear: hear to(wards) you
ουχί προς λαούς πολλούς βαθυχείλους και βαρυγλώσσους, των οποίων τους λόγους δεν εννοείς. Και προς τοιούτους εάν σε εξαπέστελλον, ούτοι ήθελον σου εισακούσει.
7 and house: household Israel not be willing to/for to hear: hear to(wards) you for nothing they be willing to/for to hear: hear to(wards) me for all house: household Israel strong forehead and severe heart they(masc.)
Ο οίκος όμως Ισραήλ δεν θέλει να σου ακούση· διότι δεν θέλουσι να εισακούωσιν εμού· επειδή πας ο οίκος Ισραήλ είναι σκληρομέτωπος και σκληροκάρδιος.
8 behold to give: make [obj] face your strong to/for close face their and [obj] forehead your strong to/for close forehead their
Ιδού, έκαμον το πρόσωπόν σου δυνατόν εναντίον των προσώπων αυτών και το μέτωπόν σου, δυνατόν εναντίον των μετώπων αυτών.
9 like/as thorn strong from flint to give: make forehead your not to fear [obj] them and not to to be dismayed from face their for house: household rebellion they(masc.)
Ως αδάμαντα σκληρότερον χάλικος έκαμον το μέτωπόν σου· μη φοβηθής αυτούς και μη τρομάξης από προσώπου αυτών, διότι είναι οίκος αποστάτης.
10 and to say to(wards) me son: child man [obj] all word my which to speak: speak to(wards) you to take: recieve in/on/with heart your and in/on/with ear your to hear: hear
Και είπε προς εμέ, Υιέ ανθρώπου, πάντας τους λόγους μου, τους οποίους θέλω λαλήσει προς σε, λάβε εν τη καρδία σου και άκουσον με τα ώτα σου.
11 and to go: went to come (in): come to(wards) [the] captivity to(wards) son: descendant/people people your and to speak: speak to(wards) them and to say to(wards) them thus to say Lord YHWH/God if to hear: hear and if to cease
Και ύπαγε, είσελθε προς τους αιχμαλωτισθέντας, προς τους υιούς του λαού σου, και λάλησον προς αυτούς και ειπέ προς αυτούς, Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός, εάν τε ακούσωσιν, εάν τε απειθήσωσι.
12 and to lift: raise me spirit and to hear: hear after me voice quaking great: large to bless glory LORD from place his
Και με εσήκωσε το πνεύμα, και ήκουσα όπισθέν μου φωνήν μεγάλης συγκινήσεως λεγόντων, Ευλογημένη η δόξα του Κυρίου εκ του τόπου αυτού.
13 and voice: sound wing [the] living thing to kiss woman: another to(wards) sister her and voice: sound [the] wheel to/for close them and voice: sound quaking great: large
Και ήκουσα τον ήχον των πτερύγων των ζώων, αίτινες συνείχοντο η μία μετά της άλλης, και τον ήχον των τροχών απέναντι τούτων και φωνήν μεγάλης συγκινήσεως.
14 and spirit to lift: raise me and to take: take me and to go: went bitter in/on/with rage spirit my and hand: power LORD upon me to strengthen: strengthen
Και με ύψωσε το πνεύμα και με έλαβε και υπήγα εν πικρία και εν αγανακτήσει του πνεύματός μου· πλην η χειρ του Κυρίου ήτο κραταιά επ' εμέ.
15 and to come (in): come to(wards) [the] captivity Tel-abib Tel-abib [the] to dwell to(wards) river Chebar (and to dwell *Q(K)*) they(masc.) to dwell there and to dwell there seven day be desolate: appalled in/on/with midst their
Και ήλθον προς τους μετοικισθέντας εις Τελαβίβ, τους κατοικούντας παρά τον ποταμόν Χεβάρ, και εκάθησα όπου εκείνοι εκάθηντο και παρέμεινα εκεί μεταξύ αυτών επτά ημέρας εκστατικός.
16 and to be from end seven day and to be word LORD to(wards) me to/for to say
Και μετά τας επτά ημέρας έγεινε λόγος Κυρίου προς εμέ, λέγων,
17 son: child man to watch to give: make you to/for house: household Israel and to hear: hear from lip my word and to warn [obj] them from me
Υιέ ανθρώπου, σε κατέστησα φύλακα επί τον οίκον Ισραήλ· άκουσον λοιπόν λόγον εκ του στόματός μου και νουθέτησον αυτούς παρ' εμού.
18 in/on/with to say I to/for wicked to die to die and not to warn him and not to speak: speak to/for to warn wicked from way: conduct his [the] wicked to/for to live him he/she/it wicked in/on/with iniquity: crime his to die and blood his from hand your to seek
Όταν λέγω προς τον άνομον, Εξάπαντος θέλεις θανατωθή, και συ δεν νουθετήσης αυτόν και δεν λαλήσης διά να αποτρέψης τον άνομον από της οδού αυτού της ανόμου, ώστε να σώσης την ζωήν αυτού, εκείνος μεν ο άνομος θέλει αποθάνει εν τη ανομία αυτού· πλην εκ της χειρός σου θέλω ζητήσει το αίμα αυτού.
19 and you(m. s.) for to warn wicked and not to return: repent from wickedness his and from way: conduct his [the] wicked he/she/it in/on/with iniquity: crime his to die and you(m. s.) [obj] soul your to rescue
Αλλ' εάν συ μεν νουθετήσης τον άνομον, αυτός όμως δεν επιστρέφη από της ανομίας αυτού και από της οδού αυτού της ανόμου, εκείνος μεν θέλει αποθάνει εν τη ανομία αυτού, συ δε ηλευθέρωσας την ψυχήν σου.
20 and in/on/with to return: repent righteous from righteousness his and to make injustice and to give: put stumbling to/for face: before his he/she/it to die for not to warn him in/on/with sin his to die and not to remember (righteousness his *Q(K)*) which to make: do and blood his from hand your to seek
Πάλιν, εάν ο δίκαιος εκτραπή από της δικαιοσύνης αυτού και πράξη ανομίαν, και εγώ θέσω πρόσκομμα έμπροσθεν αυτού· εκείνος θέλει αποθάνει· επειδή δεν έδωκας εις αυτόν νουθεσίαν θέλει αποθάνει εν τη αμαρτία αυτού, και η δικαιοσύνη αυτού, την οποίαν έκαμε, δεν θέλει μνημονευθή· πλην εκ της χειρός σου θέλω ζητήσει το αίμα αυτού.
21 and you(m. s.) for to warn him righteous to/for lest to sin righteous and he/she/it not to sin to live to live for to warn and you(m. s.) [obj] soul your to rescue
Εάν όμως συ νουθετήσης τον δίκαιον διά να μη αμαρτήση και αυτός δεν αμαρτήση, ο δίκαιος θέλει βεβαίως ζήσει, διότι ενουθετήθη· και συ ηλευθέρωσας την ψυχήν σου.
22 and to be upon me there hand: power LORD and to say to(wards) me to arise: rise to come out: come to(wards) [the] valley and there to speak: speak with you
Και εστάθη εκεί η χειρ του Κυρίου επ' εμέ και είπε προς εμέ, Σηκώθητι, έξελθε εις την πεδιάδα και εκεί θέλω λαλήσει προς σε.
23 and to arise: rise and to come out: come to(wards) [the] valley and behold there glory LORD to stand: stand like/as glory which to see: see upon river Chebar and to fall: fall upon face my
Και εσηκώθην και εξήλθον εις την πεδιάδα και ιδού, η δόξα του Κυρίου ίστατο εκεί, ως η δόξα την οποίαν είδον παρά τον ποταμόν Χεβάρ· και έπεσον επί πρόσωπόν μου.
24 and to come (in): come in/on/with me spirit and to stand: stand me upon foot my and to speak: speak with me and to say to(wards) me to come (in): come to shut in/on/with midst house: home your
Και εισήλθε το πνεύμα εις εμέ και με έστησεν επί τους πόδας μου και ελάλησε προς εμέ και μοι είπεν, Ύπαγε, κλείσθητι εντός της οικίας σου.
25 and you(m. s.) son: child man behold to give: put upon you cord and to bind you in/on/with them and not to come out: come in/on/with midst their
Διότι, όσον περί σου, υιέ ανθρώπου, ιδού, θέλουσι βάλει επί σε δεσμά και θέλουσι σε δέσει με αυτά και δεν θέλεις εξέλθει εις το μέσον αυτών.
26 and tongue your to cleave to(wards) palate your and be dumb and not to be to/for them to/for man to rebuke for house: household rebellion they(masc.)
Και την γλώσσαν σου θέλω κολλήσει προς τον λάρυγγά σου και θέλεις γείνει άλαλος· και δεν θέλεις είσθαι προς αυτούς ανήρ ελέγχων, διότι είναι οίκος αποστάτης.
27 and in/on/with to speak: speak I with you to open [obj] lip your and to say to(wards) them thus to say Lord YHWH/God [the] to hear: hear to hear: hear and [the] rejected/fleeting to cease for house: household rebellion they(masc.)
Πλην όταν λαλήσω προς σε, θέλω ανοίξει το στόμα σου και θέλεις ειπεί προς αυτούς, Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός· Ο ακούων ας ακούη· και ο απειθών ας απειθή· διότι είναι οίκος αποστάτης.