< Rut 4 >
1 Boaz var imidlertid gaaet op til Byporten og havde sat sig der. Og se, den Løser, Boaz havde talt om, kom netop forbi. Da tiltalte han ham og sagde: »Kom og sæt dig her!« Da den anden kom og satte sig,
Και ανέβη ο Βοόζ εις την πύλην και εκάθισεν εκεί· και ιδού, διέβαινεν ο συγγενής, περί του οποίου ώμίλησεν ο Βοόζ. Και είπεν, Ω συ, στρέψον, κάθισον ενταύθα. Και εστράφη και εκάθισε.
2 fik han fat i ti af Byens Ældste og sagde: »Sæt eder her!« Og de satte sig der.
Και έλαβεν ο Βοόζ δέκα άνδρας εκ των πρεσβυτέρων της πόλεως, και είπε, Καθίσατε ενταύθα. Και εκάθισαν.
3 Da sagde han til Løseren: »Den Marklod, som tilhørte vor Slægtning Elimelek, vil No'omi, der er kommet tilbage fra Moab, sælge.
Και είπε προς τον συγγενή, Η Ναομί, η επιστρέψασα εκ γης Μωάβ, πωλεί το μερίδιον του αγρού, το οποίον ήτο του αδελφού ημών Ελιμέλεχ·
4 Derfor tænkte jeg, at jeg vilde lade dig det vide og sige: Køb den i Overværelse af dem, der sidder her, og mit Folks Ældste! Vil du løse den, saa gør det; men vil du ikke, saa sig til, at jeg kan vide det; thi der er ingen anden til at løse end du og derefter jeg selv!« Han svarede: »Jeg vil løse den!«
και εγώ είπα να σε ειδοποιήσω, λέγων, Αγόρασον αυτό έμπροσθεν των κατοίκων και έμπροσθεν των πρεσβυτέρων του λαού μου· εάν θέλης να εξαγοράσης αυτό ως συγγενής, εξαγόρασον· αλλ' εάν δεν θέλης να εξαγοράσης αυτό, ειπέ προς εμέ, διά να εξεύρω· διότι δεν είναι άλλος να εξαγοράση αυτό ως συγγενής παρά σύ· και εγώ είμαι μετά σε. Ο δε είπεν, Εγώ θέλω εξαγοράσει αυτό.
5 Da sagde Boaz: »Men samtidig med at du køber Marken af No'omi, køber du ogsaa Moabiterinden Rut, den afdødes Enke, for at rejse den afdødes Navn over hans Arvelod!«
Και είπεν ο Βοόζ, Καθ' ην ημέραν αγοράσης τον αγρόν εκ της χειρός της Ναομί, πρέπει να λάβης και την Ρούθ την Μωαβίτιν, γυναίκα του αποθανόντος, διά να αναστήσης το όνομα του αποθανόντος επί της κληρονομίας αυτού.
6 Da svarede Løseren: »Saa kan jeg ikke blive Løser, da jeg derved vilde skade min egen Arvelod. Løs du, hvad jeg skulde løse, thi jeg kan ikke!«
Και είπεν ο συγγενής, Δεν δύναμαι να εκπληρώσω το χρέος το συγγενικόν, μήποτε φθείρω την κληρονομίαν μου· εκπλήρωσον συ το χρέος μου το συγγενικόν, διότι δεν δύναμαι εγώ να εκπληρώσω αυτό.
7 Nu havde man i gamle Dage i Israel den Skik til Stadfæstelse af Løsning og Byttehandel, at man trak sin Sko af og gav den anden Part den; saaledes blev en Sag vidnefast i Israel.
Ούτος δε ήτο ο τρόπος το πάλαι εν τω Ισραήλ περί του δικαιώματος της συγγενείας και περί της απαλλοτριώσεως, διά να βεβαιούται πας λόγος· ο άνθρωπος λύων το υπόδημα αυτού, έδιδεν εις τον πλησίον αυτού· και τούτο ήτο μαρτυρία εν τω Ισραήλ.
8 Idet nu Løseren sagde til Boaz: »Køb du den!« trak han derfor sin Sko af.
Διά τούτο είπεν ο συγγενής προς τον Βοόζ, Αγόρασον αυτό εις σεαυτόν. Και έλυσε το υπόδημα αυτού.
9 Da sagde Boaz til de Ældste og alle dem, der var til Stede: »I er i Dag Vidner paa, at jeg køber alt, hvad der tilhørte Elimelek, og alt, hvad der tilhørte Kiljon og Malon, af No'omi;
Τότε είπεν ο Βοόζ προς τους πρεσβυτέρους και πάντα τον λαόν, Μάρτυρες είσθε σήμερον, ότι ηγόρασα πάντα τα του Ελιμέλεχ και πάντα τα του Χελαιών και Μααλών, εκ της χειρός της Ναομί·
10 og tillige køber jeg mig Moabiterinden Rut, Malons Enke, til Hustru for at rejse den afdødes Navn over hans Arvelod, at den afdødes Navn ikke skal udslettes blandt hans Brødre og fra hans Hjemstavns Port; I er Vidner i Dag!«
και προσέτι, την Ρούθ την Μωαβίτιν την γυναίκα του Μααλών, έλαβον εις εμαυτόν διά γυναίκα, διά να αναστήσω το όνομα του αποθανόντος επί της κληρονομίας αυτού, διά να μη εξαλειφθή το όνομα του αποθανόντος εκ των αδελφών αυτού και εκ της πόλεως της κατοικίας αυτού· μάρτυρες είσθε σήμερον.
11 Da sagde alle Folkene, som var i Byporten, og de Ældste: »Vi er Vidner! HERREN lade den Kvinde, der nu drager ind i dit Hus, blive som Rakel og Lea, de to, der byggede Israels Hus. Bliv mægtig i Efrata, og dit Navn vorde priset i Betlehem!
Και πας ο λαός ο εν τη πύλη και οι πρεσβύτεροι είπαν, Μάρτυρες· ο Κύριος να κάμη την γυναίκα, ήτις εισέρχεται εις τον οίκόν σου, ως την Ραχήλ και ως την Λείαν, αίτινες ωκοδόμησαν αμφότεραι τον οίκον Ισραήλ· και ίσχυε εν Εφραθά και έσο περίφημος εν Βηθλεέμ·
12 Maatte dit Hus blive som Perez's Hus, ham, Tamar fødte Juda, ved de Efterkommere, HERREN giver dig af denne unge Kvinde!«
και ας γείνη ο οίκός σου ως ο οίκος του Φαρές, τον οποίον εγέννησεν η Θάμαρ εις τον Ιούδαν, εκ του σπέρματος το οποίον ο Κύριος θέλει δώσει εις σε εκ της νέας ταύτης.
13 Saa ægtede Boaz Rut, og hun blev hans Hustru; og da han gik ind til hende, lod HERREN hende blive frugtsommelig, og hun fødte en Søn.
Και έλαβεν ο Βοόζ την Ρούθ, και έγεινε γυνή αυτού· και ότε εισήλθε προς αυτήν, ο Κύριος έδωκεν εις αυτήν σύλληψιν, και εγέννησεν υιόν.
14 Da sagde Kvinderne til No'omi: »Lovet være HERREN, som ikke lod dig uden Løser i Dag, og hans Navn skal prises i Israel.
Και είπαν αι γυναίκες προς την Ναομί, Ευλογητός ο Κύριος, όστις σήμερον δεν σε απεστέρησε συγγενούς, ώστε το όνομα αυτού να καλήται εν τω Ισραήλ·
15 Han blive din Trøster og Forsørger i din Alderdom; thi din Sønnekone, som viste dig Kærlighed, har født ham, hun, som er dig mere værd end syv Sønner!«
και ούτος θέλει είσθαι εις σε αναψυχωτής της ζωής και θέλει θρέψει την πολιάν σου· διότι εγέννησεν αυτόν η νύμφη σου, ήτις σε αγαπά, ήτις είναι εις σε καλητέρα παρά επτά υιούς.
16 Da tog No'omi Barnet i sin Favn, og hun blev dets Fostermoder.
Τότε έλαβεν η Ναομί το παιδίον και έθεσεν αυτό εις τον κόλπον αυτής και έγεινεν εις αυτό τροφός.
17 Og Naboerskerne gav ham Navn, idet de sagde: »No'omi har faaet en Søn!« Og de kaldte ham Obed. Han blev Fader til Davids Fader Isaj.
Και αι γείτονες έδωκαν εις αυτό όνομα, λέγουσαι, Υιός εγεννήθη εις την Ναομί· και εκάλεσαν το όνομα αυτού Ωβήδ· ούτος είναι ο πατήρ του Ιεσσαί πατρός του Δαβίδ.
18 Dette er Perez's Slægtebog: Perez avlede Hezron,
Και αύτη είναι η γενεαλογία του Φαρές· ο Φαρές εγέννησε τον Εσρών,
19 Hezron avlede Ram, Ram avlede Amminadab,
Εσρών δε εγέννησε τον Αράμ, Αράμ δε εγέννησε τον Αμιναδάβ,
20 Amminadab avlede Nahasjon, Nahasjon avlede Salmon,
Αμιναδάβ δε εγέννησε τον Ναασσών, Ναασσών δε εγέννησε τον Σαλμών,
21 Salmon avlede Boaz, Boaz avlede Obed,
Σαλμών δε εγέννησε τον Βοόζ, Βοόζ δε εγέννησε τον Ωβήδ,
22 Obed avlede Isaj, og Isaj avlede David.
Ωβήδ δε εγέννησε τον Ιεσσαί, και ο Ιεσσαί εγέννησε τον Δαβίδ.