< Hoseas 6 >

1 »Kom, vi vil tilbage til HERREN! Han sønderrev, han vil og læge, han slog os, vil ogsaa forbinde.
Έλθετε και ας επιστρέψωμεν προς τον Κύριον· διότι αυτός διεσπάραξε, και θέλει μας ιατρεύσει· επάταξε, και θέλει περιδέσει την πληγήν ημών.
2 Om to Dage gør han os levende, rejser os op den tredje; da lever vi for hans Aasyn.
Θέλει αναζωοποήσει ημάς μετά δύο ημέρας· εν τη τρίτη ημέρα θέλει μας αναστήσει, και θέλομεν ζη ενώπιον αυτού.
3 Saa lad os da kende, jage efter at kende HERREN! Som Morgenrøden er hans Opgang vis. Da kommer han til os som Regn, som Vaarregn, der væder Jorden.«
Τότε θέλομεν γνωρίσει και θέλομεν εξακολουθεί να γνωρίζωμεν τον Κύριον· η έξοδος αυτού είναι προδιατεταγμένη ως η αυγή· και θέλει ελθεί προς ημάς ως υετός, ως βροχή όψιμος και πρώϊμος επί την γην.
4 Hvor kan jeg hjælpe dig, Efraim, hvor kan jeg hjælpe dig, Juda? Eders Kærlighed er Morgentaage, Dug, som aarle svinder!
Τι να κάμω εις σε, Εφραΐμ; τι να κάμω εις σε, Ιούδα; διότι η καλωσύνη σας είναι ως νεφέλη πρωϊνή και ως δρόσος εωθινή ήτις παρέρχεται.
5 Thi hugged jeg løs ved Profeter, dræbte med Ord af min Mund, min Ret straaler frem som Lys:
Διά τούτο κατέκοψα αυτούς διά των προφητών· εφόνευσα αυτούς διά των λόγων του στόματός μου· και αι κρίσεις σου θέλουσιν εξέλθει ως φως.
6 Ej Slagtoffer — Kærlighed vil jeg, ej Brændofre — Kendskab til Gud!
Διότι έλεος θέλω και ουχί θυσίαν· και επίγνωσιν Θεού μάλλον παρά ολοκαυτώματα.
7 De bryder Pagten i Adam, er mig utro der;
Αυτοί όμως ως ο Αδάμ παρέβησαν την διαθήκην· εν τούτω εφέρθησαν απίστως προς εμέ.
8 Gilead er Udaadsmænds By, den er sølet i Blod.
Η Γαλαάδ είναι πόλις εργαζομένων ανομίαν, ενεδρεύουσα αίμα.
9 Som en Stimandsflok er Præsternes Flok, de myrder paa Vejen til Sikem, gør Niddingsværk.
Και ως στίφη ληστών παραμονεύοντα άνθρωπον, ούτως ο σύλλογος των ιερέων φονεύουσιν εν τη οδώ μέχρι Συχέμ· διότι έπραξαν αισχρά.
10 Grufulde Ting har jeg set i Israels Hus, der har Efraim bolet, Israel blev uren.
Εν τω οίκω Ισραήλ είδον φρίκην· εκεί είναι η πορνεία του Εφραΐμ· ο Ισραήλ εμιάνθη.
11 Juda, ogsaa for dig er der fastsat en Høst, naar jeg vender mit Folks Skæbne, naar jeg læger Israel.
Και διά σε, Ιούδα, διωρίσθη θερισμός, όταν εγώ επιστρέψω την αιχμαλωσίαν του λαού μου.

< Hoseas 6 >