< Jeremias 51 >

1 Saa siger Herren: Se, jeg rejser imod Babel og imod Indbyggerne i mine Modstanderes Midte et ødelæggende Vejr.
Ούτω λέγει Κύριος· Ιδού, εγώ εγείρω άνεμον φθοροποιόν επί την Βαβυλώνα και επί τους κατοίκους αυτής τους υψώσαντας την καρδίαν αυτών κατ' εμού.
2 Og jeg vil sende tremmede til Babel, og de skulle kaste den som med Kasteskovl og gøre deres Land tomt; thi de skulle være imod den trindt omkring paa Ulykkens Dag.
Και θέλω εξαποστείλει επί την Βαβυλώνα λικμητάς και θέλουσιν εκλικμήσει αυτήν και εκκενώσει την γην αυτής· διότι εν τη ημέρα της συμφοράς κυκλόθεν θέλουσιν είσθαι εναντίον αυτής.
3 Imod den, som spænder Bue, spænde Buespænderen sin Bue, og imod den, som ophøjer sig i sit Panser; og sparer ikke dens unge Karle, ødelægger al dens Hær!
Τοξότης επί τοξότην ας εντείνη το τόξον αυτού και επί τον πεποιθότα επί τον θώρακα αυτού· και μη φείδεσθε τους νέους αυτής· εξολοθρεύσατε άπαν το στράτευμα αυτής.
4 Og der skal falde saarede i Kaldæernes Land og gennemstungne paa dens Gader.
Και οι τραυματίαι θέλουσι πέσει εν τη γη των Χαλδαίων και οι κατακεκεντημένοι εν ταις οδοίς αυτής.
5 Thi Israel og Juda ere ikke efterladte i Enkestand af deres Gud, af den Herre Zebaoth; thi hines Land er fuldt af Skyld imod Israels Hellige.
Διότι ο Ισραήλ δεν εγκατελείφθη ουδέ ο Ιούδας παρά του Θεού αυτού, παρά του Κυρίου των δυνάμεων, αν και η γη αυτών ενεπλήσθη ανομίας εναντίον του Αγίου του Ισραήλ.
6 Flyr midt ud af Babel og redder hver sit Liv, at I ikke omkomme for dens Misgernings Skyld! thi dette er Herrens Hævns Tid, han betaler den efter Fortjeneste.
Φύγετε εκ μέσου της Βαβυλώνος και διασώσατε έκαστος την ψυχήν αυτού· μη απολεσθήτε εν τη ανομία αυτής· διότι είναι καιρός εκδικήσεως του Κυρίου· ανταπόδομα αυτός ανταποδίδει εις αυτήν.
7 Babel var et Guldbæger i Herrens Haand, den har gjort hele Verden drukken; Folkene have drukket af dens Vin, derfor tabte Folkene Besindelsen.
Η Βαβυλών εστάθη ποτήριον χρυσούν εν τη χειρί του Κυρίου, μεθύον πάσαν την γήν· από του οίνου αυτής έπιον τα έθνη· διά τούτο τα έθνη παρεφρόνησαν.
8 Babel er hastelig falden og knust; hyler over den, henter Balsam til dens Saar; maaske kunde den læges.
Έπεσεν εξαίφνης η Βαβυλών και συνετρίβη· ολολύζετε δι' αυτήν· λάβετε βάλσαμον διά τον πόνον αυτής, ίσως ιατρευθή.
9 Vi vilde have lægt Babel, men den blev ikke lægt; forlader den, og lader os drage hver til sit Land; thi dens Dom naar til Himmelen og hæver sig til Skyerne.
Μετεχειρίσθημεν ιατρικά διά την Βαβυλώνα αλλά δεν ιατρεύθη· εγκαταλείψατε αυτήν, και ας απέλθωμεν έκαστος εις την γην αυτού· διότι η κρίσις αυτής έφθασεν εις τον ουρανόν και υψώθη έως του στερεώματος.
10 Herren har udført vor retfærdige Sag; kommer og lader os i Zion fortælle Herrens, vor Guds, Gerning.
Ο Κύριος εφανέρωσε την δικαιοσύνην ημών· έλθετε και ας διηγηθώμεν εν Σιών το έργον Κυρίου του Θεού ημών.
11 Skærper Pilene, samler Tallet af Skjolde fuldt; Herren har opvakt Mediens Kongers Aand; thi hans Tanke imod Babel staar til at ødelægge den; thi det er Herrens Hævn, Hævnen for hans Tempel.
Στιλβώσατε τα βέλη· πυκνώσατε τας ασπίδας· ο Κύριος ήγειρε το πνεύμα των βασιλέων των Μήδων· διότι ο σκοπός αυτού είναι εναντίον της Βαβυλώνος, διά να εξολοθρεύση αυτήν· επειδή η εκδίκησις του Κυρίου είναι εκδίκησις του ναού αυτού.
12 Opløfter Banner imod Babels Mure, holder stærk Vagt, sætter Vagtposter ud, beskikker Baghold; thi Herren har baade besluttet og udført det, som han har talt imod Babels Indbyggere.
Υψώσατε σημαίαν επί τα τείχη της Βαβυλώνος, ενδυναμώσατε την φρουράν, στήσατε φυλακάς, ετοιμάσατε ενέδρας· διότι ο Κύριος και εβουλεύθη και θέλει εκτελέσει εκείνο, το οποίον ελάλησεν εναντίον των κατοίκων της Βαβυλώνος.
13 Du, som bor ved de store Vande, og som er mægtig ved Liggendefæ! din Ende er kommen, din Gerrigheds Maal.
Ω η κατοικούσα επί υδάτων πολλών, η πλήρης θησαυρών, ήλθε το τέλος σου, το πέρας της πλεονεξίας σου.
14 Den Herre Zebaoth har svoret ved sig selv: Jeg skal visselig fylde dig med Mennesker, som var det Græshopper, og de skulle indbyrdes synge Frydesang over dig.
Ο Κύριος των δυνάμεων ώμοσεν εις εαυτόν, λέγων, Εξάπαντος θέλω σε γεμίσει από ανθρώπων ως από ακρίδων, και θέλουσιν εκπέμψει αλαλαγμόν εναντίον σου.
15 Han er den, som skabte Jorden ved sin Kraft, beredte Jorderige ved sin Visdom og udbredte Himmelen ved sin Forstand.
Αυτός εποίησε την γην εν τη δυνάμει αυτού, εστερέωσε την οικουμένην εν τη σοφία αυτού και εξέτεινε τους ουρανούς εν τη συνέσει αυτού.
16 Naar Røsten lyder, ved hvilken han lader Vandenes Mangfoldighed komme i Himmelen, da lader han Dunster opstige fra det yderste af Jorden; han gør Lynene til Regn og fører Vejret ud af sine Gemmer.
Όταν εκπέμπη την φωνήν αυτού, συνίσταται πλήθος υδάτων εν ουρανοίς, και ανάγει νεφέλας από των άκρων της γής· κάμνει αστραπάς διά βροχήν και εξάγει άνεμον εκ των θησαυρών αυτού.
17 Hvert Menneske bliver ufornuftigt og uden Forstand, hver Guldsmed er beskæmmet for det udskaarne Billedes Skyld; thi hans støbte Billeder ere Bedrageri, og der er ikke Aand i dem.
Πας άνθρωπος εμωράνθη υπό της γνώσεως αυτού· πας χωνευτής κατησχύνθη από των γλυπτών· διότι ψεύδος είναι το χωνευτόν αυτού και πνοή εν αυτώ δεν υπάρχει.
18 De ere Forfængelighed, et bedragerisk Værk; til den Tid, naar de blive hjemsøgte, skulle de gaa til Grunde.
Ματαιότης ταύτα, έργον πλάνης· εν καιρώ επισκέψεως αυτών θέλουσιν απολεσθή.
19 Ikke som disse er Jakobs Del; thi han er den, som har dannet alle Ting, og [Israel er] hans Arvs Stamme; Herre Zebaoth er hans Navn.
Η μερίς του Ιακώβ δεν είναι ως αυτά, διότι αυτός είναι ο πλάσας τα πάντα· και ο Ισραήλ είναι η ράβδος της κληρονομίας αυτού· Κύριος των δυνάμεων το όνομα αυτού.
20 Du har været mig en Hammer og Krigsvaaben; og jeg har knust Folkefærd ved dig og ødelagt Riger ved dig.
Συ ήσο πέλεκύς μου, όπλα πολέμου, και διά σου συνέτριψα έθνη και διά σου εξωλόθρευσα βασίλεια·
21 Og jeg har knust Hesten og dens Rytter ved dig; og jeg har knust Vognene og deres Styrere ved dig.
και διά σου συνέτριψα ίππον και αναβάτην αυτού, και διά σου συνέτριψα άμαξαν και αναβάτην αυτής·
22 Og jeg har knust Mand og Kvinde ved dig og knust gammel og ung ved dig og knust Ungkarl og Jomfru ved dig.
και διά σου συνέτριψα άνδρα και γυναίκα, και διά σου συνέτριψα γέροντα και νέον, και διά σου συνέτριψα νεανίσκον και παρθένον·
23 Og jeg har knust Hyrde og hans Hjord ved dig og knust Agerdyrker og hans Spand Øksne ved dig og knust Statholdere og Fogeder ved dig.
και διά σου συνέτριψα ποιμένα και ποίμνιον αυτού, και διά σου συνέτριψα γεωργόν και ζεύγος αυτού· και διά σου συνέτριψα στρατηγούς και άρχοντας.
24 Men jeg vil betale Babel og alle Kaldæas Indbyggere al deres Ondskab, som de have gjort i Zion, for eders Øjne, siger Herren.
Και θέλω ανταποδώσει επί την Βαβυλώνα και επί πάντας τους κατοίκους της Χαλδαίας πάσαν την κακίαν αυτών, την οποίαν έπραξαν εν Σιών ενώπιόν σας, λέγει Κύριος.
25 Se, jeg vil imod dig, du ødelæggende Bjerg, siger Herren, du, som ødelægger al Jorden! og jeg vil udrække min Haand over dig og vælte dig ned ad Klipperne og vil gøre et udbrændt Bjerg af dig;
Ιδού, εγώ είμαι εναντίον σου, όρος φθοροποιόν, λέγει Κύριος, το οποίον φθείρεις πάσαν την γήν· και θέλω εκτείνει την χείρα μου επί σε και θέλω σε κατακυλίσει από των βράχων και σε καταστήσει όρος πυρίκαυστον.
26 og man skal ikke tage en Sten til et Hjørne eller en Sten til en Grundvold fra dig; men du skal blive til evigt øde Stæder, siger Herren.
Και δεν θέλουσι λάβει από σου λίθον διά γωνίαν ουδέ λίθον διά θεμέλια, αλλά θέλεις είσθαι ερήμωσις αιωνία, λέγει Κύριος.
27 Opløfter Banner i Landet, blæser i Trompeten iblandt Folkene, vier Folkene til Kamp imod den, kalder Ararats, Minnis og Askenas's Riger frem imod den; beskikker Høvedsmænd imod den, fører Heste op som surrende Græshopper!
Υψώσατε σημαίαν επί την γην, σαλπίσατε σάλπιγγα εν τοις έθνεσιν, ετοιμάσατε έθνη κατ' αυτής, παραγγείλατε κατ' αυτής, εις τα βασίλεια του Αραράτ, του Μιννί και του Ασχενάζ· καταστήσατε επ' αυτήν αρχηγούς· αναβιβάσατε ίππους ως ακρίδας ορθότριχας.
28 Vier Folkefærd til Kamp imod den, Kongerne af Medien, dets Fyrster og alle dets Fogeder og hele dets Herredømmes Land.
Ετοιμάσατε κατ' αυτής έθνη, τους βασιλείς των Μήδων, τους στρατηγούς αυτής και πάντας τους άρχοντας αυτής και πάσαν την γην της επικρατείας αυτής.
29 Og Landet bævede og vaandede sig i Smerte; thi fast imod Babel staa Herrens Tanker om at gøre Babels Land til en Ørk, at ingen skal bo der.
Και η γη θέλει σεισθή και στενάξει· διότι η βουλή του Κυρίου θέλει εκτελεσθή κατά της Βαβυλώνος, διά να καταστήση την γην της Βαβυλώνος έρημον, άνευ κατοίκου.
30 De vældige i Babel lode af at stride, de bleve i Befæstningerne, deres Styrke svandt bort, de bleve til Kvinder; man opbrændte dens Boliger, dens Portstænger bleve sønderbrudte.
Οι ισχυροί της Βαβυλώνος εξέλιπον από του να πολεμώσιν, έμειναν εν τοις οχυρώμασιν· η δύναμις αυτών εξέλιπεν· έγειναν ως γυναίκες· έκαυσαν τας κατοικίας αυτής· οι μοχλοί αυτής συνετρίβησαν.
31 Løber løber imod Løber og Bud imod Bud for at forkynde Kongen i Babel, at hans Stad er indtagen fra alle Sider,
Ταχυδρόμος θέλει δράμει εις απάντησιν ταχυδρόμου και μηνυτής εις απάντησιν μηνυτού, διά να αναγγείλωσι προς τον βασιλέα της Βαβυλώνος ότι η πόλις αυτού ηλώθη από των άκρων αυτής,
32 og at Færgestederne ere besatte, og at man har afbrændt Sivene med Ild, og at Krigsmændene ere forfærdede.
και ότι αι διαβάσεις επιάσθησαν, και κατέκαυσαν εν πυρί τους καλαμώνας, και οι άνδρες του πολέμου κατετρόμαξαν.
33 Thi saa siger den Herre Zebaoth, Israels Gud: Babels Datter er ligesom et Logulv til den Tid, man træder det fast; endnu en liden Stund, og dens Høsts Tid skal komme.
Διότι ούτω λέγει ο Κύριος των δυνάμεων, ο Θεός του Ισραήλ. Η θυγάτηρ της Βαβυλώνος είναι ως αλώνιον, καιρός είναι να καταπατηθή· έτι ολίγον και θέλει ελθεί ο καιρός του θερισμού αυτής.
34 Nebukadnezar, Kongen af Babel, aad os, sønderknuste os, stillede os hen som et tomt Kar, opslugte os som en Drage, fyldte sin Bug med vore kostelige Retter; han fordrev os.
Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς της Βαβυλώνος με κατέφαγε, με συνέτριψε, με κατέστησεν αγγείον άχρηστον, με κατέπιεν ως δράκων, ενέπλησε την κοιλίαν αυτού από των τρυφερών μου, με έξωσεν.
35 „Den Vold, mig er sket og mit Kød, komme over Babel‟, sige Zions Indbyggere, og „mit Blod komme over Kaldæas Indbyggere‟, siger Jerusalem.
Η εις εμέ και εις την σάρκα μου αδικία ας έλθη επί την Βαβυλώνα, θέλει ειπεί η κατοικούσα την Σιών· και το αίμα μου επί τους κατοίκους της Χαλδαίας, θέλει ειπεί η Ιερουσαλήμ.
36 Derfor, saa siger Herren: Se, jeg vil udføre din Sag og fuldkomme din Hævn, og jeg vil gøre dens Hav tørt og dens Kilde vandløs.
Διά τούτο ούτω λέγει Κύριος· Ιδού, εγώ θέλω διαδικάσει την δίκην σου και θέλω εκδικήσει την εκδίκησίν σου, και θέλω καταστήσει την θάλασσαν αυτής ξηράν και θέλω ξηράνει την πηγήν αυτής.
37 Og Babel skal blive til Stenhobe, Dragers Bolig, Forfærdelse og Spot, at ingen skal bo der.
Και η Βαβυλών θέλει είσθαι εις σωρούς, κατοικητήριον θώων, θάμβος και συριγμός, άνευ κατοίκου.
38 De brøle til Hobe som unge Løver; de knurre som Løveunger.
Θέλουσι βρυχάσθαι ομού ως λέοντες, θέλουσιν ωρύεσθαι ως σκύμνοι λεόντων.
39 Jeg vil gøre dem et Gæstebud, naar de ere blevne hede, og jeg vil gøre dem drukne, paa det de skulle fryde sig; men de skulle sove den evige Søvn og ikke opvaagne, siger Herren.
Θέλω κάμει αυτούς να θερμανθώσιν εν τοις συμποσίοις αυτών, και θέλω μεθύσει αυτούς, διά να ευθυμήσωσι και να υπνώσωσιν ύπνον αιώνιον και να μη εξυπνήσωσι, λέγει Κύριος.
40 Jeg vil føre dem ned som Lam til at slagtes som Vædre med Bukke.
Θέλω καταβιβάσει αυτούς ως αρνία εις σφαγήν, ως κριούς μετά τράγων.
41 Hvorledes er Sesak indtaget, og den, som var hele Jordens Pris, erobret! hvorledes er Babel bleven til en Forfærdelse iblandt Folkene!
Πως ηλώθη η Σησάχ και εθηρεύθη το καύχημα πάσης της γής· πως έγεινεν Βαβυλών θάμβος εν τοις έθνεσιν.
42 Havet er gaaet op over Babel; den er skjult af dets brusende Bølger.
Η θάλασσα ανέβη επί την Βαβυλώνα· κατεκαλύφθη υπό του πλήθους των κυμάτων αυτής.
43 Dens Stæder ere blevne til en Forfærdelse, et tørt Land og en øde Mark; et Land, i hvilket ingen Mand bor, og hvor intet Menneskebarn gaar over.
Αι πόλεις αυτής κατεστάθησαν θάμβος, γη άνυδρος και άβατος γη, εν ή δεν κατοικεί ουδείς άνθρωπος ουδέ υιός ανθρώπου διέρχεται δι' αυτής.
44 Og jeg vil hjemsøge Bel i Babel og uddrage det, som han har opslugt, af hans Mund, og Folkene skulle ikke mere strømme til ham; ogsaa Babels Mur er falden.
Και θέλω τιμωρήσει τον Βηλ εν Βαβυλώνι και εκβάλει εκ του στόματος αυτού όσα κατέπιε· και τα έθνη δεν θέλουσι συναχθή πλέον προς αυτόν, και αυτό το τείχος της Βαβυλώνος θέλει πέσει.
45 Drager midt ud deraf, mit Folk! og redder hver sit Liv for Herrens brændende Vrede;
Λαέ μου, εξέλθετε εκ μέσου αυτής και σώσατε έκαστος την ψυχήν αυτού από της οργής του θυμού του Κυρίου·
46 og ser til, at eders Hjerte ikke forsager, og at I ikke frygte ved det Rygte, som høres i Landet, og naar der kommer et Rygte i det ene Aar og derefter et Rygte i det andet Aar, og der er Vold i Landet, Hersker imod Hersker.
μήποτε η καρδία σας χαυνωθή και φοβηθήτε υπό της αγγελίας ήτις θέλει ακουσθή εν τη γή· θέλει δε ελθεί αγγελία το εν έτος, και μετά τούτο η αγγελία το άλλο έτος, και καταδυναστεία εν τη γη, εξουσιαστής εναντίον εξουσιαστού.
47 Derfor se, de Dage komme, da jeg vil hjemsøge de udskaarne Billeder i Babel, og dens hele Land skal blive til Skamme, og alle dens saarede skulle falde i dens Midte.
Διά τούτο, ιδού, έρχονται ημέραι και θέλω κάμει εκδίκησιν επί τα γλυπτά της Βαβυλώνος· και πάσα η γη αυτής θέλει καταισχυνθή και πάντες οι τετραυματισμένοι αυτής θέλουσι πέσει εν τω μέσω αυτής.
48 Og Himmelen og Jorden og alt, hver, der er i dem, skal synge med Fryd over Babel; thi fra Norden skulle dens Ødelæggere komme, siger Herren.
Τότε οι ουρανοί και η γη και πάντα τα εν αυτοίς θέλουσιν αλαλάξει επί Βαβυλώνα· διότι οι εξολοθρευταί θέλουσιν ελθεί επ' αυτήν από βορρά, λέγει Κύριος.
49 Ligesom Babel var Aarsag til, at der faldt ihjelslagne i Israel, saa skal der af Babel falde saarede i det ganske Land.
Καθώς η Βαβυλών έκαμε τους τετραυματισμένους του Ισραήλ να πέσωσιν, ούτω και εν Βαβυλώνι θέλουσι πέσει οι τετραυματισμένοι πάσης της γης.
50 I, som ere undkomne fra Sværdet, drager bort, staar ikke stille; kommer Herren i Hu fra det fjerne, og lader Jerusalem ligge eder paa Hjerte.
Οι εκφυγόντες την μάχαιραν, υπάγετε, μη στέκεσθε· ενθυμήθητε τον Κύριον μακρόθεν, και Ιερουσαλήμ ας αναβή επί την καρδίαν σας.
51 „Vi vare beskæmmede, thi vi maatte høre Forhaanelse; Skam bedækkede vore Ansigter, thi fremmede vare komne over Herrens Hus's Helligdomme‟.
Κατησχύνθημεν, διότι ηκούσαμεν ονειδισμόν· αισχύνη κατεκάλυψε το πρόσωπον ημών· διότι εισήλθον ξένοι εις το αγιαστήριον του οίκου του Κυρίου.
52 Derfor se, de Dage komme, siger Herren, at jeg vil hjemsøge dens udskaarne Billeder, og de saarede skulle jamre sig i hele dens Land.
Διά τούτο, ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει Κύριος, και θέλω κάμει εκδίκησιν επί τα γλυπτά αυτής· και καθ' όλην την γην αυτής οι τετραυματισμένοι θέλουσιν οιμώζει.
53 Vilde Babel end stige op i Himmelen og gøre sin Magts høje Bolig utilgængelig, skal der fra mig dog komme Ødelæggere over den, siger Herren.
Και αν η Βαβυλών αναβή έως του ουρανού και αν οχυρώση το ύψος της δυνάμεως αυτής, θέλουσιν ελθεί παρ' εμού εξολοθρευταί επ' αυτήν, λέγει Κύριος.
54 Et Skrig høres fra Babel og en stor Forstyrrelse fra Kaldæernes Land.
Φωνή κραυγής έρχεται από Βαβυλώνος και συντριμμός μέγας εκ γης Χαλδαίων,
55 Thi Herren ødelægger Babel og lader dens høje Røst høre op; og deres Bølger skulle bruse som store Vande, og Bulderet af deres Røst skal lyde højt.
διότι ο Κύριος εξωλόθρευσε την Βαβυλώνα και ηφάνισεν εξ αυτής την μεγάλην φωνήν· τα δε κύματα εκείνων ηχούσιν· ο θόρυβος της φωνής αυτών εξακούεται ως υδάτων πολλών·
56 Thi der er kommen en Ødelægger over den, over Babel, og dens vældige ere fangne, deres Buer ere brudte; thi Herren er Gengældelsens Gud, som visselig betaler.
διότι ο εξολοθρευτής ήλθεν επ' αυτήν, επί την Βαβυλώνα, και οι δυνατοί αυτής συνελήφθησαν, τα τόξα αυτών συνετρίβησαν· επειδή Κύριος ο Θεός των ανταποδόσεων θέλει εξάπαντος κάμει ανταπόδοσιν.
57 Og jeg vil gøre dens Høvedsmænd og dens vise, dens Statholdere og dens Fogeder og dens Helte drukne, og de skulle sove den evige Søvn og ikke vaagne op, siger Kongen, hvis Navn er Herre Zebaoth.
Και θέλω μεθύσει τους ηγεμόνας αυτής και τους σοφούς αυτής, τους στρατηγούς αυτής και τους άρχοντας αυτής και τους δυνατούς αυτής· και θέλουσι κοιμηθή ύπνον αιώνιον και δεν θέλουσιν εξυπνήσει, λέγει ο Βασιλεύς, του οποίου το όνομα είναι ο Κύριος των δυνάμεων.
58 Saa siger den Herre Zebaoth: Babels brede Mur skal sløjfes aldeles, og dens høje Porte opbrændes med Ild; og Folkestammer skulle have arbejdet for intet, og Folkefærd for intet, og de skulle være blevne matte.
Ούτω λέγει ο Κύριος των δυνάμεων· τα πλατέα τείχη της Βαβυλώνος θέλουσιν ολοτελώς κατασκαφή, και αι πύλαι αυτής αι υψηλαί θέλουσι κατακαή εν πυρί, και όσα οι λαοί εκοπίασαν θέλουσιν είσθαι εις μάτην, και όσα τα έθνη εμόχθησαν θέλουσιν είσθαι διά το πυρ.
59 Det Ord, som Profeten Jeremias befalede Seraja, Nerias Søn, Mahasejas Sønnesøn, der han drog til Babel med Zedekias, Judas Konge, i hans Regerings fjerde Aar; thi Seraja var Hofmester ved Kongens Rejser.
Ο λόγος, τον οποίον Ιερεμίας ο προφήτης προσέταξεν εις τον Σεραΐαν τον υιόν του Νηρίου υιού του Μαασίου, ότε επορεύετο μετά του Σεδεκίου βασιλέως του Ιούδα εις Βαβυλώνα, κατά το τέταρτον έτος της βασιλείας αυτού· ήτο δε ο Σεραΐας κοιτωνάρχης.
60 Og Jeremias optegnede al den Ulykke, som skulde komme over Babel, i en særskilt Bog, alle disse Ord, som vare skrevne om Babel.
Έγραψε δε ο Ιερεμίας εν ενί βιβλίω πάντα τα κακά, τα οποία έμελλον να έλθωσιν επί την Βαβυλώνα, πάντας τους λόγους τούτους τους γεγραμμένους κατά της Βαβυλώνος.
61 Og Jeremias sagde til Seraja; Naar du kommer til Babel, da se til, og læs alle disse Ord,
Και είπεν ο Ιερεμίας προς τον Σεραΐαν, Όταν έλθης εις την Βαβυλώνα και ίδης και αναγνώσης πάντας τους λόγους τούτους,
62 og sig: Herre! du har talt imod dette Sted, om at udslette det, at der ikke skal være nogen, som bor der, hverken Menneske eller Dyr; thi det skal blive til evige Ørkener.
τότε θέλεις ειπεί, Κύριε, συ ελάλησας κατά του τόπου τούτου, διά να εξολοθρεύσης αυτόν, ώστε να μη υπάρχη ο κατοικών εν αυτώ, από ανθρώπου έως κτήνους, αλλά να ήναι ερήμωσις αιωνία.
63 Og det skal ske, naar du er færdig med at oplæse denne Bog, da skal du binde en Sten ved den og kaste den midt i Eufrat.
Και αφού τελειώσης αναγινώσκων το βιβλίον τούτο, θέλεις δέσει επ' αυτό λίθον και ρίψει αυτό εις το μέσον του Ευφράτου·
64 Og du skal sige: Saa skal Babel synke og ikke komme op formedelst den Ulykke, som jeg lader komme over den; og de skulle blive matte. — Hertil gaa Jeremias's Ord.
και θέλεις ειπεί, Ούτω θέλει βυθισθή η Βαβυλών, και δεν θέλει σηκωθή εκ των κακών, τα οποία εγώ θέλω φέρει επ' αυτήν· και οι Βαβυλώνιοι θέλουσιν εξασθενήσει. Μέχρι τούτου είναι οι λόγοι του Ιερεμίου.

< Jeremias 51 >