< 1 Samuel 17 >
1 Og Filisterne havde samlet deres Lejre til Krigen og samlede sig i Soko, som er i Juda; og de lejrede sig imellem Soko og imellem Aseka ved Efes-Dammim.
Συνήθροισαν δε οι Φιλισταίοι τα στρατεύματα αυτών διά πόλεμον και ήσαν συνηθροισμένοι εν Σοκχώ, ήτις είναι του Ιούδα, και εστρατοπέδευσαν μεταξύ Σοκχώ και Αζηκά, εν Εφές-δαμμείμ.
2 Og Saul og Israels Mænd samledes og lejrede sig i Egens Dal, og de stillede sig op til Slag imod Filisterne.
Ο δε Σαούλ και οι άνδρες Ισραήλ συνηθροίσθησαν, και εστρατοπέδευσαν εν τη κοιλάδι Ηλά, και παρετάχθησαν εις μάχην εναντίον των Φιλισταίων.
3 Og Filisterne stode paa Bjerget paa hin Side, og Israeliterne stode paa Bjerget paa denne Side, og Dalen var imellem dem.
Και οι μεν Φιλισταίοι ίσταντο επί του όρους εντεύθεν, ο δε Ισραήλ ίστατο επί του όρους εκείθεν· η δε κοιλάς ήτο μεταξύ αυτών.
4 Da udgik en Kæmper af Filisternes Lejre, hans Navn var Goliath af Gath, han var seks Alen og en Haandbred høj.
Και εξήλθεν ανήρ προμαχητής εκ του στρατοπέδου των Φιλισταίων ονομαζόμενος Γολιάθ, εκ της Γαθ, ύψους εξ πηχών και σπιθαμής·
5 Og der var en Kobberhjelm paa hans Hoved, og han var iført en Skælbrynje, og Brynjens Vægt var fem Tusinde Sekel Kobber.
είχε δε περικεφαλαίαν χαλκίνην επί της κεφαλής αυτού και ήτο ενδεδυμένος θώρακα αλυσιδωτόν· και το βάρος του θώρακος ήτο πέντε χιλιάδες σίκλων χαλκού·
6 Og han havde Kobberskinner over sine Fødder, og et Kobberkastespyd imellem sine Skuldre.
και κνημίδας χαλκίνας επί των σκελών αυτού και ασπίδα χαλκίνην μεταξύ των ώμων αυτού.
7 Og hans Spydstage var som en Væverstang, og Bladet paa hans Spyd var seks Hundrede Sekel Jern; og Skjolddrageren gik frem for hans Ansigt.
Και το κοντάριον του δόρατος αυτού ήτο ως αντίον υφαντού· και η λόγχη του δόρατος αυτού εζύγιζεν εξακοσίους σίκλους σιδήρου· εις δε κρατών τον θυρεόν προεπορεύετο αυτού.
8 Og han stod og raabte til Israels Slagordener og sagde til dem: Hvorfor droge I ud at stille eder op til Slag? er jeg ikke en Filister og I Sauls Tjenere? udvælger eder en Mand, at han kommer ned til mig.
Και σταθείς εβόησε προς τας παρατάξεις του Ισραήλ και είπε προς αυτούς, Διά τι εξέρχεσθε να παραταχθήτε εις μάχην; δεν είμαι εγώ ο Φιλισταίος, και σεις δούλοι του Σαούλ; εκλέξατε εις εαυτούς άνδρα, και ας καταβή προς εμέ·
9 Dersom han kan stride med mig, og han slaar mig, da ville vi være eders Tjenere; men dersom jeg kan faa Magt over ham og slaar ham, da skulle I være vore Tjenere og tjene os.
εάν μεν δυνηθή να πολεμήση μετ' εμού και με θανατώση, τότε ημείς θέλομεν είσθαι δούλοί σας· αλλ' εάν εγώ υπερισχύσω κατ' αυτού και θανατώσω αυτόν, τότε σεις θέλετε είσθαι δούλοι ημών και θέλετε δουλεύει ημάς.
10 Fremdeles sagde Filisteren: Jeg har forhaanet Israels Slagordener paa denne Dag; giver mig en Mand, saa ville vi stride sammen.
Και είπεν ο Φιλισταίος, Εγώ εξουθένησα τας παρατάξεις του Ισραήλ την ημέραν ταύτην· δότε εις εμέ άνδρα, διά να μονομαχήσωμεν.
11 Der Saul og al Israel hørte disse Filisternes Ord, da bleve de forfærdede, og de frygtede saare.
Ότε ήκουσεν ο Σαούλ και πας ο Ισραήλ εκείνους τους λόγους του Φιλισταίου, εξέστησαν και εφοβήθησαν σφόδρα.
12 Men David var hin efratitiske Mands Søn fra Bethlehem i Juda, hvis Navn var Isai og, som havde otte Sønner; og Manden var gammel i Sauls Dage og kommen til Aars iblandt Mændene.
Ήτο δε Δαβίδ ο υιός εκείνου του Εφραθαίου εκ Βηθλεέμ Ιούδα, ονομαζομένου Ιεσσαί· είχε δε οκτώ υιούς· και ο άνθρωπος εις τας ημέρας του Σαούλ είχε τάξιν γέροντος μεταξύ των ανθρώπων.
13 Og de tre ældste Isais Sønner vare gangne med Saul i Krigen; men hans tre Sønners Navne, som vare gangne i Krigen, vare Eliab den førstefødte, og Abinadab den næstældste, og Samma den tredje.
Και υπήγαν οι τρεις υιοί του Ιεσσαί οι μεγαλήτεροι ακολουθούντες τον Σαούλ εις την μάχην· και τα ονόματα των τριών υιών αυτού οίτινες υπήγαν εις την μάχην ήσαν Ελιάβ ο πρωτότοκος, και ο δεύτερος αυτού Αβιναδάβ, και ο τρίτος Σαμμά.
14 Men David var den yngste, og de tre ældste vare gangne med Saul.
Ο δε Δαβίδ ήτο ο νεώτερος· και οι τρεις οι μεγαλήτεροι ηκολούθουν τον Σαούλ.
15 Og David var gaaet og vendt tilbage fra Saul at vogte sin Faders Smaakvæg i Bethlehem.
Και ανεχώρει ο Δαβίδ και επέστρεφεν από του Σαούλ, διά να ποιμαίνη τα πρόβατα του πατρός αυτού εν Βηθλεέμ.
16 Og Filisteren kom frem om Morgenen og om Aftenen og stillede sig frem i fyrretyve Dage.
Ο δε Φιλισταίος επλησίαζε πρωΐ και εσπέρας και εστηλόνετο τεσσαράκοντα ημέρας.
17 Og Isai sagde til David, sin Søn: Kære, tag til dine Brødre denne Efa ristede Aks og disse ti Brød og løb til Lejren til dine Brødre.
Και είπεν Ιεσσαί προς Δαβίδ τον υιόν αυτού, Λάβε τώρα διά τους αδελφούς σου εν εφά εκ τούτου του πεφρυγανισμένου σίτου και τους δέκα τούτους άρτους, και τρέξον εις το στρατόπεδον προς τους αδελφούς σου·
18 Men disse ti ferske Oste skal du bringe til Høvedsmanden over de tusinde; og du skal se til dine Brødre, om det gaar dem vel, og du skal medtage et Pant fra dem.
και τα δέκα ταύτα νωπά τυρία φέρε προς τον χιλίαρχον, και ιδέ αν υγιαίνωσιν οι αδελφοί σου και λάβε σημείον παρ' αυτών.
19 Og Saul og de og alle Israels Mænd vare i Egens Dal for at stride imod Filisterne.
Ο δε Σαούλ και αυτοί και πάντες οι άνδρες Ισραήλ ήσαν εν τη κοιλάδι Ηλά, μαχόμενοι μετά των Φιλισταίων.
20 Da stod David tidlig op om Morgenen og overlod Smaakvæget til en Vogter, og han tog hine Sager og gik, saaledes som Isai havde befalet ham; og han kom til Vognborgen, og Hæren var uddragen i Slagordenen, og de havde raabt ud til Slag.
Και εξηγέρθη ο Δαβίδ ενωρίς το πρωΐ· και αφήσας τα πρόβατα εις φύλακα, έλαβε και υπήγε, καθώς προσέταξεν αυτόν ο Ιεσσαί· και ήλθεν εις το περιχαράκωμα, ενώ το στράτευμα εξήρχετο εις παράταξιν· και ηλάλαξαν προς την μάχην·
21 Og Israel havde stillet sig op imod Filisterne, Slagorden imod Slagorden.
διότι παρετάχθησαν ο Ισραήλ και οι Φιλισταίοι, στράτευμα κατά πρόσωπον στρατεύματος.
22 Da gav David sit Tøj fra sig til ham, som forvarede Tøjet, og løb hen til Slagordenen; og han kom og spurgte til sine Brødres Velgaaende.
Και ο Δαβίδ, αφήσας επάνωθεν αυτού τα σκεύη εις την χείρα του σκευοφύλακος, έδραμε προς το στράτευμα και ήλθε και ηρώτησε τους αδελφούς αυτού πως έχουσι.
23 Og der han talede med dem, se, da kom hin Kæmper, hvis Navn var Goliath, Filisteren af Gath, op fra Filisternes Slagordener, og talede de samme Ord; og David hørte det.
Και ενώ ωμίλει μετ' αυτών, ιδού, ανέβαινεν ο προμαχητής, ο Φιλισταίος ο εκ της Γαθ, Γολιάθ το όνομα, εκ των στρατευμάτων των Φιλισταίων, και ελάλησε κατά τους αυτούς λόγους· και ήκουσεν ο Δαβίδ.
24 Men hver Mand af Israel, naar de saa Manden, da flyede de for ham og frygtede saare.
Πάντες δε οι άνδρες Ισραήλ, ως είδον τον άνδρα, έφυγον από προσώπου αυτού και εφοβήθησαν σφόδρα.
25 Og hver Mand af Israel sagde: Have I set denne Mand, som kommer op? thi han kommer op for at forhaane Israel; og det skal ske, den Mand, som slaar ham, vil Kongen berige med stor Rigdom og give ham sin Datter og vil gøre hans Faders Hus frit i Israel.
Και έλεγον οι άνδρες Ισραήλ, Είδετε τον άνδρα τούτον τον αναβαίνοντα; βεβαίως ανέβη διά να εξουθενήση τον Ισραήλ· και όστις θανατώση αυτόν, τούτον θέλει πλουτίσει ο βασιλεύς με πλούτη μεγάλα, και την θυγατέρα αυτού θέλει δώσει εις αυτόν, και τον οίκον του πατρός αυτού θέλει κάμει ελεύθερον μεταξύ του Ισραήλ.
26 Da sagde David til Mændene, som stode hos ham: Hvad skal der gøres ved den Mand, som slaar denne Filister og borttager Forhaanelsen fra Israel? thi hvo er denne uomskaarne Filister, at han forhaaner den levende Guds Slagordener?
Και είπεν ο Δαβίδ προς τους άνδρας τους ισταμένους πλησίον αυτού, λέγων, Τι θέλει γείνει εις τον άνδρα, όστις πατάξη τον Φιλισταίον τούτον και αφαιρέση το όνειδος από του Ισραήλ; διότι τις είναι ο Φιλισταίος ούτος ο απερίτμητος, ώστε να εξουθενή τα στρατεύματα του Θεού του ζώντος;
27 Da sagde Folket til ham de samme Ord: Saaledes skal der gøres ved den Mand, som slaar ham.
Και απεκρίθη προς αυτόν ο λαός κατά τον λόγον τούτον, λέγων, ούτω θέλει γείνει εις τον άνδρα, όστις πατάξη αυτόν.
28 Og hans ældste Broder Eliab hørte, der han talede til Mændene; og Eliabs Vrede optændtes imod David, og han sagde: Hvorfor kom du herned? og hvem overlod du det lidet Smaakvæg i Ørken? jeg kender din Hovmodighed og dit Hjertes Ondskab, thi du er kommen herned for at se Krigen.
Και ήκουσεν Ελιάβ ο αδελφός αυτού ο μεγαλήτερος, ενώ ελάλει προς τους άνδρας· και εξήφθη ο θυμός του Ελιάβ εναντίον του Δαβίδ, και είπε, Διά τι κατέβης ενταύθα; και εις ποίον αφήκες τα ολίγα εκείνα πρόβατα εν τη ερήμω; εγώ εξεύρω την υπερηφανίαν σου και την πονηρίαν της καρδίας σου· βεβαίως διά να ιδής την μάχην κατέβης.
29 Da sagde David: Hvad har jeg nu gjort? det er jo kun et Ord.
Και είπεν ο Δαβίδ, Τι έκαμα τώρα; δεν είναι αιτία;
30 Og han vendte sig omkring fra ham hen til en anden og sagde de samme Ord; og Folket gav ham Svar igen som forrige Gang.
Και εστράφη απ' αυτού προς άλλον και ελάλησε κατά τον αυτόν τρόπον· και ο λαός απεκρίθη πάλιν προς αυτόν κατά τον πρώτον λόγον.
31 Og de Ord bleve hørte, som David sagde, og man gav Saul dem til Kende, og han lod ham hente.
Και ότε ηκούσθησαν οι λόγοι, τους οποίους ελάλησεν ο Δαβίδ, ανήγγειλαν προς τον Σαούλ· και παρέλαβεν αυτόν.
32 Og David sagde til Saul: Intet Menneskes Hjerte blive mistrøstigt for hans Skyld; din Tjener skal gaa og stride med denne Filister.
Και είπεν ο Δαβίδ προς τον Σαούλ, Μηδενός ανθρώπου η καρδία ας μη ταπεινόνηται διά τούτον· ο δούλός σου θέλει υπάγει και πολεμήσει μετά του Φιλισταίου τούτου.
33 Og Saul sagde til David: Du kan ikke gaa hen til denne Filister for at stride med ham; thi du er en ung Person, men han er en Krigsmand fra sin Ungdom af.
Και είπεν ο Σαούλ προς τον Δαβίδ, Δεν δύνασαι να υπάγης εναντίον του Φιλισταίου τούτου διά να πολεμήσης μετ' αυτού· διότι συ είσαι παιδίον, αυτός δε ανήρ πολεμιστής εκ νεότητος αυτού.
34 Da sagde David til Saul: Din Tjener var sin Faders Hyrde hos Smaakvæget, og en Løve kom og en Bjørn og borttog et Lam af Hjorden.
Και είπεν ο Δαβίδ προς τον Σαούλ, Ο δούλός σου έβοσκε τα πρόβατα του πατρός αυτού, και ήλθε λέων και άρκτος και ήρπασε πρόβατον εκ του ποιμνίου·
35 Og jeg gik ud efter den og slog den og reddede det af dens Mund; og den rejste sig imod mig, men jeg holdt fast ved dens Skæg og slog den og dræbte den.
και εξήλθον κατόπιν αυτού και επάταξα αυτόν και ηλευθέρωσα αυτό εκ του στόματος αυτού· και καθώς εσηκώθη εναντίον μου, ήρπασα αυτόν από της σιαγόνος και επάταξα αυτόν και εθανάτωσα αυτόν·
36 Baade Løven og Bjørnen har din Tjener slaget; og denne uomskaarne Filister skal vorde som en af dem, thi han har forhaanet den levende Guds Slagordener.
επάταξεν ο δούλός σου και τον λέοντα και την άρκτον· και ο Φιλισταίος ούτος ο απερίτμητος θέλει είσθαι ως εν εκ τούτων, επειδή εξουθένησε τα στρατεύματα του Θεού του ζώντος.
37 Fremdeles sagde David: Herren, som friede mig fra Løvens Vold og fra Bjørnens Vold, han skal fri mig fra denne Filisters Haand; da sagde Saul til David: Gak, og Herren skal være med dig.
Και είπεν ο Δαβίδ, Ο Κύριος ο ελευθερώσας με εκ χειρός του λέοντος και εκ χειρός της άρκτου, ούτος θέλει με ελευθερώσει εκ χειρός του Φιλισταίου τούτου. Και είπεν ο Σαούλ προς τον Δαβίδ, Ύπαγε, και ο Κύριος ας ήναι μετά σου.
38 Og Saul iførte David sine Klæder og satte en Kobberhjelm paa hans Hoved og gav ham en Brynje paa.
Και ώπλισεν ο Σαούλ τον Δαβίδ με την πανοπλίαν αυτού και έβαλε χαλκίνην περικεφαλαίαν επί της κεφαλής αυτού· και ενέδυσεν αυτόν θώρακα.
39 Og David bandt hans Sværd oven over sine Klæder og begyndte at gaa, thi han havde ikke forsøgt det; da sagde David til Saul: Jeg kan ikke gaa i dem, thi jeg har ikke forsøgt det; og David lagde dem bort fra sig.
Και εζώσθη ο Δαβίδ την ρομφαίαν αυτού επάνωθεν της πανοπλίας αυτού και ηθέλησε να περιπατήση· διότι δεν είχε δοκιμάσει. Και είπεν ο Δαβίδ προς τον Σαούλ, Δεν δύναμαι να περιπατήσω με ταύτα· διότι δεν εδοκίμασα ποτέ. Και εξεδύθη ο Δαβίδ αυτά επάνωθεν αυτού.
40 Og han tog sin Kæp i sin Haand og udvalgte sig fem glatte Stene af Bækken og lagde dem i Hyrdeposen, som han havde, nemlig i Tasken, og havde sin Slynge i sin Haand og gik frem imod Filisteren.
Και έλαβε την ράβδον αυτού εν τη χειρί αυτού, και εξέλεξεν εις εαυτόν πέντε λίθους ομαλούς εκ του χειμάρρου, και θέσας αυτούς εις το ποιμενικόν αυτού σακκίον και θυλάκιον, την δε σφενδόνην αυτού εις την χείρα αυτού, επλησίαζε προς τον Φιλισταίον.
41 Og Filisteren gik fluks og kom nær til David; og Skjolddrageren gik frem for hans Ansigt.
Ο δε Φιλισταίος ήρχετο προχωρών και επλησίαζε προς τον Δαβίδ· και ο ανήρ ο ασπιδοφόρος έμπροσθεν αυτού.
42 Der Filisteren saa op og saa David, da foragtede han ham; thi han var en ung Person, rødmusset, dejlig af Anseelse.
Και ότε περιέβλεψεν ο Φιλισταίος και είδε τον Δαβίδ, κατεφρόνησεν αυτόν· διότι ήτο παιδίον και ξανθός και ώραίος την όψιν.
43 Og Filisteren sagde til David: Er jeg en Hund, at du kommer til mig med Kæppe? og Filisteren bandede David ved sine Guder.
Και είπεν ο Φιλισταίος προς τον Δαβίδ, Κύων είμαι εγώ, ώστε έρχεσαι προς εμέ με ράβδους; Και κατηράσθη ο Φιλισταίος τον Δαβίδ εις τους θεούς αυτού.
44 Og Filisteren sagde til David: Kom hid til mig, saa vil jeg give Fuglene under Himmelen og Dyrene paa Marken dit Kød.
Και είπεν ο Φιλισταίος προς τον Δαβίδ, Ελθέ προς εμέ, και θέλω παραδώσει τας σάρκας σου εις τα πετεινά του ουρανού και εις τα θηρία του αγρού.
45 Men David sagde til Filisteren: Du kommer til mig med Sværd og med Lanse og med Kastespyd; men jeg kommer til dig i Herren Zebaoths Navn, han som er Israels Slagordeners Gud, hvilken du har forhaanet.
Και είπεν ο Δαβίδ προς τον Φιλισταίον, Συ έρχεσαι εναντίον μου με ρομφαίαν και δόρυ και ασπίδα· εγώ δε έρχομαι εναντίον σου εν τω ονόματι του Κυρίου των δυνάμεων, του Θεού των στρατευμάτων του Ισραήλ, τα οποία συ εξουθένησας·
46 Paa denne Dag skal Herren overantvorde dig i min Haand, og jeg skal slaa dig og afhugge dit Hoved og give de døde Kroppe i Filisternes Lejr paa denne Dag til Fuglene under Himmelen og til vilde Dyr paa Jorden, at alt Landet skal vide, at der er en Gud i Israel.
την ημέραν ταύτην θέλει σε παραδώσει ο Κύριος εις την χείρα μου· και θέλω σε πατάξει και αφαιρέσει από σου την κεφαλήν σου· και θέλω παραδώσει τα πτώματα του στρατοπέδου των Φιλισταίων την ημέραν ταύτην εις τα πετεινά του ουρανού, και εις τα θηρία της γής· διά να γνωρίση πάσα η γη ότι είναι Θεός εις τον Ισραήλ·
47 Og hele denne Forsamling skal vide, at Herren ikke frelser ved Sværd eller ved Spyd; thi Krigen er Herrens, og han skal give eder i vor Haand.
και θέλει γνωρίσει παν το πλήθος τούτο ότι ο Κύριος δεν σώζει με ρομφαίαν και δόρυ· διότι του Κυρίου είναι η μάχη, και αυτός θέλει σας παραδώσει εις την χείρα ημών.
48 Og det skete, der Filisteren stod op og gik og kom nær imod David, da skyndte David sig og løb hen imod Slagordenen, Filisteren i Møde.
Και ότε εσηκώθη ο Φιλισταίος και ήρχετο και επλησίαζεν εις συνάντησιν του Δαβίδ, ο Δαβίδ έσπευσε και έδραμε προς μάχην εναντίον του Φιλισταίου.
49 Og David stak sin Haand i Posen og tog en Sten deraf og slog med Slyngen og traf Filisteren i hans Pande, saa at Stenen fæstedes dybt i hans Pande, og at han faldt paa sit Ansigt til Jorden.
Και εκτείνας ο Δαβίδ την χείρα αυτού εις το σακκίον, έλαβεν εκείθεν λίθον και εσφενδόνησε και εκτύπησε τον Φιλισταίον κατά το μέτωπον αυτού, ώστε ο λίθος ενεπήχθη εις το μέτωπον αυτού· και έπεσε κατά πρόσωπον εις την γην.
50 Og David blev ved Slyngen og ved Stenen Filisteren overlegen og slog Filisteren og dræbte ham, og David havde ikke Sværd i Haanden.
και υπερίσχυσεν ο Δαβίδ κατά του Φιλισταίου διά της σφενδόνης και διά του λίθου, και εκτύπησε τον Φιλισταίον και εθανάτωσεν αυτόν. Αλλά δεν ήτο ρομφαία εν τη χειρί του Δαβίδ·
51 Og David løb hen og stod hos Filisteren og tog hans Sværd og drog det af Balgen og slog ham ihjel og afhuggede hans Hoved dermed; der Filisterne saa, at den vældige iblandt dem var død, da flyede de.
όθεν ο Δαβίδ έδραμε και σταθείς επί τον Φιλισταίον, έλαβε την ρομφαίαν αυτού και έσυρεν αυτήν εκ της θήκης αυτής, και θανατώσας αυτόν, απέκοψε την κεφαλήν αυτού με αυτήν. Ιδόντες δε οι Φιλισταίοι, ότι απέθανεν ο ισχυρός αυτών, έφυγον·
52 Da gjorde Israels og Judas Mænd sig rede og raabte og forfulgte Filisterne, indtil man kommer til Dalen, ja indtil Ekrons Porte; og Filisterne, som bleve ihjelslagne, faldt paa Vejen til Saarajim og indtil Gath og indtil Ekron.
Τότε εσηκώθησαν οι άνδρες του Ισραήλ και του Ιούδα και ηλάλαξαν και κατεδίωξαν τους Φιλισταίους, έως της εισόδου της κοιλάδος, και έως των πυλών της Ακκαρών. Και έπεσον οι τραυματισμένοι των Φιλισταίων εν τη οδώ Σααραείμ, έως Γαθ και έως Ακκαρών.
53 Derefter vendte Israels Børn om fra at jage efter Filisterne, og de plyndrede deres Lejr.
Και επέστρεψαν οι υιοί Ισραήλ εκ της καταδιώξεως των Φιλισταίων και διήρπασαν τα στρατόπεδα αυτών.
54 Men David tog Filisterens Hoved og førte det til Jerusalem og lagde hans Vaaben i sit Telt.
Ο δε Δαβίδ έλαβε την κεφαλήν του Φιλισταίου, και έφερεν αυτήν εις Ιερουσαλήμ· την δε πανοπλίαν αυτού έβαλεν εν τη σκηνή αυτού.
55 Men der Saul saa David, da han gik ud imod Filisteren, sagde han til Abner, Stridshøvedsmanden: Hvis Søn er denne unge Karl, Abner? Og Abner sagde: Saa vist som din Sjæl lever, o Konge! jeg ved det ikke.
Ότε δε είδεν ο Σαούλ τον Δαβίδ εξερχόμενον εναντίον του Φιλισταίου, είπε προς Αβενήρ, τον αρχηγόν του στρατεύματος, Αβενήρ, τίνος υιός είναι ο νέος ούτος; Και ο Αβενήρ είπε, Ζη η ψυχή σου, βασιλεύ, δεν εξεύρω.
56 Og Kongen sagde: Spørg du, hvis Søn denne unge Karl er!
Και είπεν ο βασιλεύς, Ερώτησον συ, τίνος υιός είναι ο νεανίσκος ούτος.
57 Og der David kom tilbage, der han havde slaget Filisteren, da tog Abner ham og ledte ham ind for Sauls Ansigt; og han havde Filisterens Hoved i sin Haand.
Και καθώς επέστρεψεν ο Δαβίδ, πατάξας τον Φιλισταίον, παρέλαβεν αυτόν ο Αβενήρ και έφερεν αυτόν ενώπιον του Σαούλ· και η κεφαλή του Φιλισταίου ήτο εν τη χειρί αυτού.
58 Og Saul sagde til ham: Hvis Søn er du, unge Karl? Og David sagde: Jeg er Bethlehemiteren Isais, din Tjeners, Søn.
Και είπε προς αυτόν ο Σαούλ, Τίνος υιός είσαι, νέε; και απεκρίθη ο Δαβίδ, Ο υιός του δούλου σου Ιεσσαί του Βηθλεεμίτου.