< Βασιλειῶν Αʹ 17 >

1 Συνήθροισαν δε οι Φιλισταίοι τα στρατεύματα αυτών διά πόλεμον και ήσαν συνηθροισμένοι εν Σοκχώ, ήτις είναι του Ιούδα, και εστρατοπέδευσαν μεταξύ Σοκχώ και Αζηκά, εν Εφές-δαμμείμ.
И собираша иноплеменницы полки своя на брань, и собрашася в Сокхофе Иудейстем, и ополчишася среде Сокхофа и среди Азика во Афесдоммине.
2 Ο δε Σαούλ και οι άνδρες Ισραήλ συνηθροίσθησαν, και εστρατοπέδευσαν εν τη κοιλάδι Ηλά, και παρετάχθησαν εις μάχην εναντίον των Φιλισταίων.
Саул же и мужие Израилевы собрашася и ополчишася во удоли Теревинфа и устрояхуся на брань противу иноплеменником.
3 Και οι μεν Φιλισταίοι ίσταντο επί του όρους εντεύθεν, ο δε Ισραήλ ίστατο επί του όρους εκείθεν· η δε κοιλάς ήτο μεταξύ αυτών.
И иноплеменницы стояху на горе отсюду особь, Израиль же стояше на горе отюнуду, и удоль между ими бяше.
4 Και εξήλθεν ανήρ προμαχητής εκ του στρατοπέδου των Φιλισταίων ονομαζόμενος Γολιάθ, εκ της Γαθ, ύψους εξ πηχών και σπιθαμής·
И изыде муж силен из полка иноплеменнича, имя ему Голиаф от Гефа, высота его шесть лакот и пядь:
5 είχε δε περικεφαλαίαν χαλκίνην επί της κεφαλής αυτού και ήτο ενδεδυμένος θώρακα αλυσιδωτόν· και το βάρος του θώρακος ήτο πέντε χιλιάδες σίκλων χαλκού·
и шлем медян на главе его, и в броню кольчату той оболчен бяше: и вес брони его пять тысящ сикль меди и железа:
6 και κνημίδας χαλκίνας επί των σκελών αυτού και ασπίδα χαλκίνην μεταξύ των ώμων αυτού.
и поножы медяны верху голений его, и щит медян на плещах его:
7 Και το κοντάριον του δόρατος αυτού ήτο ως αντίον υφαντού· και η λόγχη του δόρατος αυτού εζύγιζεν εξακοσίους σίκλους σιδήρου· εις δε κρατών τον θυρεόν προεπορεύετο αυτού.
и ратовище копия его аки орудие ткущих, и копие его шесть сот сикль железа: и носяй оружие его идяше пред ним.
8 Και σταθείς εβόησε προς τας παρατάξεις του Ισραήλ και είπε προς αυτούς, Διά τι εξέρχεσθε να παραταχθήτε εις μάχην; δεν είμαι εγώ ο Φιλισταίος, και σεις δούλοι του Σαούλ; εκλέξατε εις εαυτούς άνδρα, και ας καταβή προς εμέ·
И ста и возопи пред полки Израилевыми и рече им: почто изыдосте, ополчитися ли на брань противу нам? Несмь ли аз иноплеменник, вы же Еврее Сауловы? Изберите себе мужа, и да снидет ко мне:
9 εάν μεν δυνηθή να πολεμήση μετ' εμού και με θανατώση, τότε ημείς θέλομεν είσθαι δούλοί σας· αλλ' εάν εγώ υπερισχύσω κατ' αυτού και θανατώσω αυτόν, τότε σεις θέλετε είσθαι δούλοι ημών και θέλετε δουλεύει ημάς.
и аще возможет со мною братися и одолеет ми, будем вам раби: аще же аз возмогу одолети ему, будете вы нам раби и поработаете нам.
10 Και είπεν ο Φιλισταίος, Εγώ εξουθένησα τας παρατάξεις του Ισραήλ την ημέραν ταύτην· δότε εις εμέ άνδρα, διά να μονομαχήσωμεν.
И рече иноплеменник: се, аз днесь уничижих полк Израилев в сей день: дадите ми мужа, иже поборется со мною един.
11 Ότε ήκουσεν ο Σαούλ και πας ο Ισραήλ εκείνους τους λόγους του Φιλισταίου, εξέστησαν και εφοβήθησαν σφόδρα.
И слыша Саул и весь Израиль глаголы иноплеменничи сия и ужасошася и убояшася зело.
12 Ήτο δε Δαβίδ ο υιός εκείνου του Εφραθαίου εκ Βηθλεέμ Ιούδα, ονομαζομένου Ιεσσαί· είχε δε οκτώ υιούς· και ο άνθρωπος εις τας ημέρας του Σαούλ είχε τάξιν γέροντος μεταξύ των ανθρώπων.
Давид же Ефрафеев, сей бе от Вифлеема Иудина, имя же отцу его Иессей, емуже бе осмь сынов. Во дни же Сауловы бе муж той состареся в мужех.
13 Και υπήγαν οι τρεις υιοί του Ιεσσαί οι μεγαλήτεροι ακολουθούντες τον Σαούλ εις την μάχην· και τα ονόματα των τριών υιών αυτού οίτινες υπήγαν εις την μάχην ήσαν Ελιάβ ο πρωτότοκος, και ο δεύτερος αυτού Αβιναδάβ, και ο τρίτος Σαμμά.
И идоша три сыны Иессеевы старейшии на брань с Саулом: имена же сынов его пошедших на брань, Елиав первородный его, и вторый Аминадав, и третий Самма.
14 Ο δε Δαβίδ ήτο ο νεώτερος· και οι τρεις οι μεγαλήτεροι ηκολούθουν τον Σαούλ.
Давид же бе юнейший, и три болшии его идоша вслед Саула.
15 Και ανεχώρει ο Δαβίδ και επέστρεφεν από του Σαούλ, διά να ποιμαίνη τα πρόβατα του πατρός αυτού εν Βηθλεέμ.
Давид же возвратився от Саула, отиде пасти овцы отца своего в Вифлеем.
16 Ο δε Φιλισταίος επλησίαζε πρωΐ και εσπέρας και εστηλόνετο τεσσαράκοντα ημέρας.
И прихождаше иноплеменник утро и в вечер, являяся пред Израилем четыредесять дний.
17 Και είπεν Ιεσσαί προς Δαβίδ τον υιόν αυτού, Λάβε τώρα διά τους αδελφούς σου εν εφά εκ τούτου του πεφρυγανισμένου σίτου και τους δέκα τούτους άρτους, και τρέξον εις το στρατόπεδον προς τους αδελφούς σου·
И рече Иессей Давиду сыну своему: возми убо братиям твоим меру ефи муки и десять хлеб сих, и иди в полк, и даждь братиям твоим:
18 και τα δέκα ταύτα νωπά τυρία φέρε προς τον χιλίαρχον, και ιδέ αν υγιαίνωσιν οι αδελφοί σου και λάβε σημείον παρ' αυτών.
и десять сыров от млека сего, и даждь тысящнику: и братию свою посети в мире, и еликих аще требуют, увеси, субботствовати же будеши со мною.
19 Ο δε Σαούλ και αυτοί και πάντες οι άνδρες Ισραήλ ήσαν εν τη κοιλάδι Ηλά, μαχόμενοι μετά των Φιλισταίων.
Саул же и вси людие бяху во удоли дуба ратующеся со иноплеменники.
20 Και εξηγέρθη ο Δαβίδ ενωρίς το πρωΐ· και αφήσας τα πρόβατα εις φύλακα, έλαβε και υπήγε, καθώς προσέταξεν αυτόν ο Ιεσσαί· και ήλθεν εις το περιχαράκωμα, ενώ το στράτευμα εξήρχετο εις παράταξιν· και ηλάλαξαν προς την μάχην·
И воста Давид рано, овцы же остави со стражею, и взя, и отиде, якоже заповеда ему отец его Иессей: и прииде на место, идеже исхождаху сильнии на брань и вопияху в полцех.
21 διότι παρετάχθησαν ο Ισραήλ και οι Φιλισταίοι, στράτευμα κατά πρόσωπον στρατεύματος.
Занеже вооружашеся Израиль противу иноплеменником, и иноплеменницы вооружахуся противу Израиля.
22 Και ο Δαβίδ, αφήσας επάνωθεν αυτού τα σκεύη εις την χείρα του σκευοφύλακος, έδραμε προς το στράτευμα και ήλθε και ηρώτησε τους αδελφούς αυτού πως έχουσι.
И положи Давид бремя свое в руках стража, и тече в полк, и пришед вопроси братию свою в мире.
23 Και ενώ ωμίλει μετ' αυτών, ιδού, ανέβαινεν ο προμαχητής, ο Φιλισταίος ο εκ της Γαθ, Γολιάθ το όνομα, εκ των στρατευμάτων των Φιλισταίων, και ελάλησε κατά τους αυτούς λόγους· και ήκουσεν ο Δαβίδ.
Глаголющу же ему с ними, и се, муж месейский, емуже имя Голиаф, Филистимлянин от Гефы, изыде от полков иноплеменничих и глагола по словесем сим, и услыша Давид.
24 Πάντες δε οι άνδρες Ισραήλ, ως είδον τον άνδρα, έφυγον από προσώπου αυτού και εφοβήθησαν σφόδρα.
И вси мужие Израилевы егда увидеша мужа, и бежаша от лица его и убояшася зело.
25 Και έλεγον οι άνδρες Ισραήλ, Είδετε τον άνδρα τούτον τον αναβαίνοντα; βεβαίως ανέβη διά να εξουθενήση τον Ισραήλ· και όστις θανατώση αυτόν, τούτον θέλει πλουτίσει ο βασιλεύς με πλούτη μεγάλα, και την θυγατέρα αυτού θέλει δώσει εις αυτόν, και τον οίκον του πατρός αυτού θέλει κάμει ελεύθερον μεταξύ του Ισραήλ.
И реша мужие Израилтестии: видесте ли мужа сего восходяща, яко поносити Израиля прииде? И аще будет муж, иже убиет его, обогатит его царь богатством велиим, и дщерь свою даст ему, и дом отца его сотворит свободен во Израили.
26 Και είπεν ο Δαβίδ προς τους άνδρας τους ισταμένους πλησίον αυτού, λέγων, Τι θέλει γείνει εις τον άνδρα, όστις πατάξη τον Φιλισταίον τούτον και αφαιρέση το όνειδος από του Ισραήλ; διότι τις είναι ο Φιλισταίος ούτος ο απερίτμητος, ώστε να εξουθενή τα στρατεύματα του Θεού του ζώντος;
И рече Давид к мужем стоящым с ним, глаголя: что сотворите мужу, иже убиет иноплеменника онаго и отимет поношение от Израиля? Яко кто есть иноплеменник необрезанный сей, иже поносит полку Бога живаго?
27 Και απεκρίθη προς αυτόν ο λαός κατά τον λόγον τούτον, λέγων, ούτω θέλει γείνει εις τον άνδρα, όστις πατάξη αυτόν.
И рекоша ему людие по словеси сему, глаголюще: тако сотворится мужу, иже убиет его.
28 Και ήκουσεν Ελιάβ ο αδελφός αυτού ο μεγαλήτερος, ενώ ελάλει προς τους άνδρας· και εξήφθη ο θυμός του Ελιάβ εναντίον του Δαβίδ, και είπε, Διά τι κατέβης ενταύθα; και εις ποίον αφήκες τα ολίγα εκείνα πρόβατα εν τη ερήμω; εγώ εξεύρω την υπερηφανίαν σου και την πονηρίαν της καρδίας σου· βεβαίως διά να ιδής την μάχην κατέβης.
И услыша Елиав брат его болший, внегда глаголати ему к мужем: и разгневася яростию Елиав на Давида и рече: почто семо пришел еси? И кому оставил еси малыя овцы оны в пустыни? Вем аз гордость твою и злобу сердца твоего, яко видения ради брани пришел еси.
29 Και είπεν ο Δαβίδ, Τι έκαμα τώρα; δεν είναι αιτία;
И рече Давид: что сотворих ныне? Несть ли речь?
30 Και εστράφη απ' αυτού προς άλλον και ελάλησε κατά τον αυτόν τρόπον· και ο λαός απεκρίθη πάλιν προς αυτόν κατά τον πρώτον λόγον.
И отвратися от него ко иному и рече по словеси сему. И отвещаша ему людие по словеси прежнему.
31 Και ότε ηκούσθησαν οι λόγοι, τους οποίους ελάλησεν ο Δαβίδ, ανήγγειλαν προς τον Σαούλ· και παρέλαβεν αυτόν.
И слышаны быша глаголы, ихже глагола Давид, и возвестиша пред Саулом: и пояша его людие и приведоша его пред Саула.
32 Και είπεν ο Δαβίδ προς τον Σαούλ, Μηδενός ανθρώπου η καρδία ας μη ταπεινόνηται διά τούτον· ο δούλός σου θέλει υπάγει και πολεμήσει μετά του Φιλισταίου τούτου.
И рече Давид к Саулу: да не ужасается сердце господину моему о сем, раб твой пойдет и поборется со иноплеменником сим.
33 Και είπεν ο Σαούλ προς τον Δαβίδ, Δεν δύνασαι να υπάγης εναντίον του Φιλισταίου τούτου διά να πολεμήσης μετ' αυτού· διότι συ είσαι παιδίον, αυτός δε ανήρ πολεμιστής εκ νεότητος αυτού.
И рече Саул к Давиду: не возможеши пойти ко иноплеменнику сему братися с ним, яко ты детищь еси, сей же муж борец есть от юности своея.
34 Και είπεν ο Δαβίδ προς τον Σαούλ, Ο δούλός σου έβοσκε τα πρόβατα του πατρός αυτού, και ήλθε λέων και άρκτος και ήρπασε πρόβατον εκ του ποιμνίου·
И рече Давид к Саулу: егда пасяше раб твой отца своего стадо, и егда прихождаше лев или медведица и восхищаше от стада овцу едину:
35 και εξήλθον κατόπιν αυτού και επάταξα αυτόν και ηλευθέρωσα αυτό εκ του στόματος αυτού· και καθώς εσηκώθη εναντίον μου, ήρπασα αυτόν από της σιαγόνος και επάταξα αυτόν και εθανάτωσα αυτόν·
и аз вслед его исхождах и поражах его, и исторгах из уст его (взятое): и аще воспротивляшеся ми, то взем за гортань его, поражах и умерщвлях его:
36 επάταξεν ο δούλός σου και τον λέοντα και την άρκτον· και ο Φιλισταίος ούτος ο απερίτμητος θέλει είσθαι ως εν εκ τούτων, επειδή εξουθένησε τα στρατεύματα του Θεού του ζώντος.
и льва и медведицу бияше раб твой, и будет иноплеменник необрезанный сей яко един от сих: не поиду ли, и поражу его, и отиму днесь поношение от Израиля? Понеже кто необрезанный сей, иже уничижи полк Бога жива?
37 Και είπεν ο Δαβίδ, Ο Κύριος ο ελευθερώσας με εκ χειρός του λέοντος και εκ χειρός της άρκτου, ούτος θέλει με ελευθερώσει εκ χειρός του Φιλισταίου τούτου. Και είπεν ο Σαούλ προς τον Δαβίδ, Ύπαγε, και ο Κύριος ας ήναι μετά σου.
И рече Давид: Господь иже изят мя от руки львовы и от руки медведицы, той измет мя от руки иноплеменника сего необрезаннаго. И рече Саул к Давиду: иди, и да будет Господь с тобою.
38 Και ώπλισεν ο Σαούλ τον Δαβίδ με την πανοπλίαν αυτού και έβαλε χαλκίνην περικεφαλαίαν επί της κεφαλής αυτού· και ενέδυσεν αυτόν θώρακα.
И облече Саул Давида одеждею, и шлем медян возложи на главу его,
39 Και εζώσθη ο Δαβίδ την ρομφαίαν αυτού επάνωθεν της πανοπλίας αυτού και ηθέλησε να περιπατήση· διότι δεν είχε δοκιμάσει. Και είπεν ο Δαβίδ προς τον Σαούλ, Δεν δύναμαι να περιπατήσω με ταύτα· διότι δεν εδοκίμασα ποτέ. Και εξεδύθη ο Δαβίδ αυτά επάνωθεν αυτού.
и препояса Давида оружием своим верху одежды его. Давид же походив (во оружии) семо и овамо, утрудися, яко не обыче. И рече Давид Саулу: не могу ити в сих, яко не обыкох. И взяша от него сия.
40 Και έλαβε την ράβδον αυτού εν τη χειρί αυτού, και εξέλεξεν εις εαυτόν πέντε λίθους ομαλούς εκ του χειμάρρου, και θέσας αυτούς εις το ποιμενικόν αυτού σακκίον και θυλάκιον, την δε σφενδόνην αυτού εις την χείρα αυτού, επλησίαζε προς τον Φιλισταίον.
И взя палицу свою в руку свою, и избра себе пять камений гладких от потока, и вложи я в тоболец пастырский егоже ношаше, и пращу свою имый в руце своей, и иде к мужу иноплеменнику.
41 Ο δε Φιλισταίος ήρχετο προχωρών και επλησίαζε προς τον Δαβίδ· και ο ανήρ ο ασπιδοφόρος έμπροσθεν αυτού.
И идяше иноплеменник приближаяся к Давиду, и носяй оружие его пред ним (идяше).
42 Και ότε περιέβλεψεν ο Φιλισταίος και είδε τον Δαβίδ, κατεφρόνησεν αυτόν· διότι ήτο παιδίον και ξανθός και ώραίος την όψιν.
И виде Голиаф иноплеменник Давида и обезчествова его, зане той детищь бе, и чермен и леп очима.
43 Και είπεν ο Φιλισταίος προς τον Δαβίδ, Κύων είμαι εγώ, ώστε έρχεσαι προς εμέ με ράβδους; Και κατηράσθη ο Φιλισταίος τον Δαβίδ εις τους θεούς αυτού.
И рече иноплеменник к Давиду: еда пес аз есмь, яко ты идеши противу мене с палицею и камением? И рече Давид: ни, но и хуждший пса. И прокля иноплеменник Давида боги своими.
44 Και είπεν ο Φιλισταίος προς τον Δαβίδ, Ελθέ προς εμέ, και θέλω παραδώσει τας σάρκας σου εις τα πετεινά του ουρανού και εις τα θηρία του αγρού.
И рече иноплеменник к Давиду: гряди ко мне, и дам плоть твою птицам небесным и зверем земным.
45 Και είπεν ο Δαβίδ προς τον Φιλισταίον, Συ έρχεσαι εναντίον μου με ρομφαίαν και δόρυ και ασπίδα· εγώ δε έρχομαι εναντίον σου εν τω ονόματι του Κυρίου των δυνάμεων, του Θεού των στρατευμάτων του Ισραήλ, τα οποία συ εξουθένησας·
И рече Давид иноплеменнику: ты идеши на мя с мечем и с копием и щитом, аз же иду на тя во имя Господа Бога Саваофа, Бога ополчения Израилева, егоже ты уничижил еси днесь:
46 την ημέραν ταύτην θέλει σε παραδώσει ο Κύριος εις την χείρα μου· και θέλω σε πατάξει και αφαιρέσει από σου την κεφαλήν σου· και θέλω παραδώσει τα πτώματα του στρατοπέδου των Φιλισταίων την ημέραν ταύτην εις τα πετεινά του ουρανού, και εις τα θηρία της γής· διά να γνωρίση πάσα η γη ότι είναι Θεός εις τον Ισραήλ·
и предаст тя Господь днесь в руце мои, и убию тя, и отиму главу твою от тебе, и дам тело твое и телеса полка иноплеменнича в день сей птицам небесным и зверем земным: и уразумеет вся земля, яко есть Господь Бог во Израили,
47 και θέλει γνωρίσει παν το πλήθος τούτο ότι ο Κύριος δεν σώζει με ρομφαίαν και δόρυ· διότι του Κυρίου είναι η μάχη, και αυτός θέλει σας παραδώσει εις την χείρα ημών.
и уразумеет весь сонм сей, яко не мечем ни копием спасает Господь, яко Господня брань, и предаст Господь вас в руки нашя.
48 Και ότε εσηκώθη ο Φιλισταίος και ήρχετο και επλησίαζεν εις συνάντησιν του Δαβίδ, ο Δαβίδ έσπευσε και έδραμε προς μάχην εναντίον του Φιλισταίου.
И воста иноплеменник и иде во сретение Давиду. И ускори Давид и тече на сражение во сретение иноплеменнику.
49 Και εκτείνας ο Δαβίδ την χείρα αυτού εις το σακκίον, έλαβεν εκείθεν λίθον και εσφενδόνησε και εκτύπησε τον Φιλισταίον κατά το μέτωπον αυτού, ώστε ο λίθος ενεπήχθη εις το μέτωπον αυτού· και έπεσε κατά πρόσωπον εις την γην.
И простре Давид руку свою в тоболец, и изя из него камень един, (и вложи в пращу, ) и верже пращею, и порази иноплеменника в чело его, и унзе камень под шлемом его в чело его, и паде (Голиаф) на лицы своем на землю.
50 και υπερίσχυσεν ο Δαβίδ κατά του Φιλισταίου διά της σφενδόνης και διά του λίθου, και εκτύπησε τον Φιλισταίον και εθανάτωσεν αυτόν. Αλλά δεν ήτο ρομφαία εν τη χειρί του Δαβίδ·
И укрепися Давид над иноплеменником пращею и каменем, и порази иноплеменника, и умертви его: оружия же не бе в руце Давидове.
51 όθεν ο Δαβίδ έδραμε και σταθείς επί τον Φιλισταίον, έλαβε την ρομφαίαν αυτού και έσυρεν αυτήν εκ της θήκης αυτής, και θανατώσας αυτόν, απέκοψε την κεφαλήν αυτού με αυτήν. Ιδόντες δε οι Φιλισταίοι, ότι απέθανεν ο ισχυρός αυτών, έφυγον·
И тече скоро Давид, и ста над ним, и взя мечь его, и извлече его от недр его, и умертви его, и отсече им главу его. И видеша иноплеменницы, яко умре сильный их, и бежаша.
52 Τότε εσηκώθησαν οι άνδρες του Ισραήλ και του Ιούδα και ηλάλαξαν και κατεδίωξαν τους Φιλισταίους, έως της εισόδου της κοιλάδος, και έως των πυλών της Ακκαρών. Και έπεσον οι τραυματισμένοι των Φιλισταίων εν τη οδώ Σααραείμ, έως Γαθ και έως Ακκαρών.
И восташа мужие Израилевы и Иудины и воскликнуша, и погнаша созади их даже до входа Гефова и до врат Аскалонских: и падоша уязвленни (мнози) иноплеменницы по пути врат и даже до Гефа и Аккарона.
53 Και επέστρεψαν οι υιοί Ισραήλ εκ της καταδιώξεως των Φιλισταίων και διήρπασαν τα στρατόπεδα αυτών.
И возвратишася мужие Израилевы гнавшии вслед иноплеменник, и потопташа полки их.
54 Ο δε Δαβίδ έλαβε την κεφαλήν του Φιλισταίου, και έφερεν αυτήν εις Ιερουσαλήμ· την δε πανοπλίαν αυτού έβαλεν εν τη σκηνή αυτού.
И взя Давид главу иноплеменника и внесе ю во Иерусалим, и оружие его положи во храмине своей.
55 Ότε δε είδεν ο Σαούλ τον Δαβίδ εξερχόμενον εναντίον του Φιλισταίου, είπε προς Αβενήρ, τον αρχηγόν του στρατεύματος, Αβενήρ, τίνος υιός είναι ο νέος ούτος; Και ο Αβενήρ είπε, Ζη η ψυχή σου, βασιλεύ, δεν εξεύρω.
И егда виде Саул Давида исходяща во сретение иноплеменника, рече ко Авениру князю силы: чий есть сын юноша сей, Авенире? И рече Авенир: да живет душа твоя, царю, яко не вем.
56 Και είπεν ο βασιλεύς, Ερώτησον συ, τίνος υιός είναι ο νεανίσκος ούτος.
И рече царь: вопроси убо ты, чий есть сын юноша сей?
57 Και καθώς επέστρεψεν ο Δαβίδ, πατάξας τον Φιλισταίον, παρέλαβεν αυτόν ο Αβενήρ και έφερεν αυτόν ενώπιον του Σαούλ· και η κεφαλή του Φιλισταίου ήτο εν τη χειρί αυτού.
Егда же возвратися Давид по убиении иноплеменника, взя его Авенир и приведе его пред Саула: глава же иноплеменнича бе в руце его.
58 Και είπε προς αυτόν ο Σαούλ, Τίνος υιός είσαι, νέε; και απεκρίθη ο Δαβίδ, Ο υιός του δούλου σου Ιεσσαί του Βηθλεεμίτου.
И рече к нему Саул: чий еси сын, юноше? И рече Давид: сын раба твоего Иессеа от Вифлеема.

< Βασιλειῶν Αʹ 17 >